Το βιβλίο «A Psychoanalytic Approach to Refugee Mental Health» έρχεται να καταδείξει ότι η προσφυγική κρίση δεν είναι μόνο πολιτική ή διοικητική πρόκληση — είναι μια βαθιά ψυχική πραγματικότητα που απαιτεί ευαίσθητη, θεωρητικά τεκμηριωμένη και κλινικά βιωμένη ανταπόκριση. Η συγγραφέας του Χρυσή Γιαννουλάκη, με εμπειρία εργασίας σε πεδία όπως η Μόρια της Λέσβου και η Αθήνα, συνδέει την ψυχαναλυτική θεωρία με την καθημερινή πρακτική: από τη σιωπή και τη σχέση με τη γλώσσα ως τον πυρήνα του τραύματος, μέχρι την εμφάνιση ψυχωτικών μορφών, τη διαχείριση της βίας και την οργάνωση της ταυτότητας — ιδίως για γυναίκες θύματα σεξουαλικής βίας και ασυνόδευτα ανήλικα.
Μέσα από κλινικά παραδείγματα και θεωρητικές αναγνώσεις, το βιβλίο διερευνά πώς η έννοια της «ανοχής» και οι μεταβιβάσεις — προσωπικές και διαγενεακές — διαμορφώνουν την πιθανότητα ενσωμάτωσης ή αποκλεισμού. Αναδεικνύεται επίσης ο ρόλος του φαντασιακού γύρω από τον «ξένο» (xenos) και η ανάγκη για φροντιστές που να αναγνωρίζουν και να επεξεργάζονται τη δική τους μεταβίβαση.

Δεν πρόκειται για ένα καθαρά θεωρητικό εγχείρημα· είναι εργαλείο για επαγγελματίες ψυχικής υγείας, ακαδημαϊκούς και οργανώσεις που θέλουν πρακτικές κατευθύνσεις και προβληματισμό.
Ταυτόχρονα, το βιβλίο της Χρυσής Γιαννουλάκη θέτει κρίσιμα ερωτήματα για τα όρια της ψυχαναλυτικής σκέψης και την ανάγκη σύνδεσής της με άλλες προσεγγίσεις και κοινωνικο-πολιτικά πλαίσια. Στο επίκεντρο παραμένει ο άνθρωπος πίσω από τον όρο «πρόσφυγας», με τη μνήμη, τη σιωπή, το πένθος και την επιμονή του να ξανασυναντήσει μια ζωή με νόημα.
Τι έχει να προσφέρει ένας ψυχαναλυτής σε ένα hot spot;
Το βασικό ερώτημα που αποτέλεσε το έναυσμα για το παρόν βιβλίο είναι: Τι μπορεί να προσφέρει μια ψυχαναλύτρια σ’ ένα hot spot, σε ένα από τα κύρια σημεία εισόδου προσφύγων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στον χώρο και χρόνο όπου οι πρόσφυγες βγαίνουν μισοπνιγμένοι από τη θάλασσα, εξαντλημένοι από μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι και οι φροντιστές που εργάζονται είτε για κρατικές δομές, είτε για Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, είναι επίσης εξαντλημένοι από την «αδύνατη» φροντίδα τόσο μεγάλου αριθμού και τόσο βαριά τραυματισμένων ανθρώπων, τι έχει να προσφέρει ένας ψυχαναλυτής;
Η εργασία μου με τους πρόσφυγες ξεκίνησε στη Μόρια της Λέσβου. Στη Λέσβο με έφερε η συνάντηση του πρώην Προέδρου της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας και εκ των ιδρυτικών μελών του κλάδου της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, Ψυχιατρική και Τέχνη, καθηγητή Ψυχιατρικής και Διδάσκοντα Ψυχαναλυτή στην Ελληνική Ψυχαναλυτική Εταιρεία κ. Νίκου Τζαβάρα με τον επικεφαλής των Γιατρών του Κόσμου, κ. Νίκου Κανάκη, του οποίου η συμβολή στα προβλήματα των προσφύγων είναι σπάνιας αποτελεσματικότητας.
Εάν αναφέρω τον κλάδο «Ψυχιατρική και Τέχνη» είναι γιατί οι στόχοι του υπήρξαν εξαρχής προσανατολισμένοι στη συνάντηση της ψυχιατρικής και ψυχαναλυτικής σκέψης (με άλλα λόγια, της επικέντρωσης σε αυτό που λαμβάνει χώρα στον ενδοψυχικό χώρο και τον διαπροσωπικό χώρο του ανθρώπου), με αυτό που λαμβάνει χώρα στο ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό-πολιτισμικό πλαίσιο, συνάντηση σημαντική για τους πρόσφυγες. Μια σειρά άλλωστε από σύγχρονες ταινίες, υπογραμμίζουν το ενδιαφέρον για τις διαπολιτισμικές συγκρίσεις που προωθούν την κατανόηση των διαφορετικών νοοτροπιών. Το προσφυγικό είναι ένα ζήτημα πολυσύνθετο και, όπως τονίζεται συνεχώς, από όσους μελετούν το προσφυγικό ζήτημα, η μονοδιάστατη προσέγγιση αποτελεί μία από τις πλέον επικίνδυνες απλοποιήσεις του. Μία λ.χ. συρρικνωτική αναγωγή του μόνον στην πολιτική ή οικονομική του διάσταση παρακάμπτει την τεράστια προβληματική των πολυσχιδών προκαταλήψεων.
Η απόφαση της προσφοράς εποπτείας ψυχoδυναμικής κατεύθυνσης στην ομάδα των φροντιστών ήλθε ως συνέπεια των μεγάλων ροών των προσφύγων, που οδήγησε όλες τις ΜΚΟ που δραστηριοποιούνταν στο προσφυγικό πεδίο, στην ταχεία πρόσληψη προσωπικού. Οι φροντιστές ήταν άνθρωποι, είτε που μετανάστευαν από την Αθήνα για να εργαστούν στο προσφυγικό πεδίο, είτε κάτοικοι της Λέσβου. Ιδιαίτερη μνεία θα κάνω εξαρχής στους διερμηνείς, οι οποίοι αποτελούσαν τη γέφυρα μεταξύ των ελλήνων και ευρωπαίων φροντιστών και των προσφύγων που κατάγονταν κυρίως από διάφορες χώρες της Ασίας και της Αφρικής, μιλώντας σε πολλές διαλέκτους, δημιουργώντας μια Βαβυλωνία εθνών και πολιτισμών.
Σε ποιο βαθμό θεωρείτε ότι η ψυχανάλυση μπορεί να «μεταφραστεί» σε διαφορετικά πολιτισμικά πλαίσια, όπως αυτά των προσφύγων;
Η ψυχανάλυση είναι μια θεραπεία ομιλίας, μια θεραπεία συνομιλούμενων ατόμων (talking cure) που έχει ως στόχο, μέσα από την ψυχαναλυτική διεργασία του προσφερόμενου από τους πάσχοντες υλικού, να επέλθουν αλλαγές στον ψυχισμό τους. Η παραπάνω επιδίωξη θέτει συχνά επί τάπητος τα όρια της γλώσσας και τη σχέση της με την ανθρώπινη φύση και τον πολιτισμό.
Πιο συγκεκριμένα, η ερώτησή σας θέτει ένα σημαντικό ζήτημα, το οποίο μελετά ο κλάδος της εθνοψυχανάλυσης. Ο Georges Devereux, ένας από τους σημαντικότερους πατέρες της εθνοψυχανάλυσης, ισχυρίζεται ότι απαιτείται μια διπλή ανάλυση ορισμένων γεγονότων, στο πλαίσιο της εθνολογίας, από τη μια πλευρά και στο πλαίσιο της ψυχανάλυσης από την άλλη.
Ως ένα πείραμα «μετάφρασης», όπως το ονομάσατε, μπορώ να αναφέρω τη δημιουργία ψυχαναλυτικών θεσμών στην Κίνα, όπου μελετήθηκαν οι δυσκολίες εισαγωγής της ψυχαναλυτικής οπτικής σε κοινωνίες που δεν ανήκουν στον δυτικό πολιτισμό.
Το κύριο συμπέρασμα είναι ότι η όποια μεταφορά της ψυχανάλυσης προαπαιτεί την επιθυμία γνώσης του διαφορετικού πολιτισμού, αλλά και την ανάληψη προσωπικού ρίσκου μιας εξόδου από τα θεωρούμενα ως μη μεταβλητά δεδομένα. Τα δυναμικά που δημιουργούνται μεταξύ αντιτιθέμενων οπτικών και διαφορετικών φωνών αποτελούν αντικείμενο επεξεργασίας, ώστε να επιτευχθεί μία δυνατότητα συνύπαρξης δίχως επιθυμία ομογενοποίησης.
Πώς συνδυάζετε θεωρητικά την ψυχανάλυση με τη σύγχρονη κλινική πρακτική στη δουλειά με πρόσφυγες;
Εάν ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος με τις τραγικές του συνέπειες προσέφερε έναν χώρο, όπου η αλήθεια των υποθέσεων του Freud, όσον αφορά στη συμμετοχή των ασυνείδητων δυνάμεων στη μελέτη των συνεπειών του τραύματος, μπορούσε να δοκιμαστεί, η σύγχρονη προσφυγική κρίση, με τις επίσης τραγικές διαστάσεις της, μας καλεί να θέσουμε το «δάχτυλο επί τον τύπον των ήλων», στη σύνδεση του τραύματος και με την εξωτερική πραγματικότητα και όχι μόνο με την εσωτερική. Η φαντασιακή πρόσληψη της πραγματικότητας από το υποκείμενο αποτέλεσε πάντοτε, αρχής γενόμενης από τον Freud, σημείο σύγκρουσης για την ψυχανάλυση.
Πέραν της επιστροφής στο πεδίο της αρχικής φροϋδικής σκέψης επί του τραύματος, η εργασία με τους πρόσφυγες ανοίγει τον ορίζοντα συνεργασίας της ψυχοδυναμικής σκέψης με άλλους τομείς του επιστητού, με κυριότερους την διαπολιτισμική ψυχιατρική, την κοινωνιολογία, την ιστορία, την εθνολογία και τις νευροεπιστήμες. Η συνεργασία ψυχαναλυτών και νευροεπιστημόνων παραμένει στη γραμμή σκέψης του Freud, που δεν ξεχνούσε ποτέ τον βιολογικό παράγοντα, τουναντίον ερευνούσε τους τρόπους αλληλεπίδρασης του σωματικού με το ψυχικό. Κάτι που άμεσα απαιτούν τα καταπονημένα σώματα των μεταναστών και των προσφύγων, με επιπτώσεις στην ψυχική τους ευστάθεια.
(Μια μικρή βινιέτα από τη συνάντηση της ψυχανάλυσης με την κλινική εργασία με τους πρόσφυγες, ώστε να υπάρξει ένα όνομα, να αποκτήσει σάρκα και οστά μια συνάντηση)
Ο Άασα, νεαρός Αφρικανός ήταν ευερέθιστος και επιθετικός λεκτικά στους γύρω του. Ο Άασα, μέσω του διερμηνέα, μου είπε ότι ακούει νεκρούς ανθρώπους να του μιλούν, όχι μόνο όταν κοιμάται, αλλά και στη διάρκεια της ημέρας, γεγονός που έθεσε το διαφοροδιαγνωστικό ζήτημα, του εάν οι φωνές αποτελούν ακουστικές ψευδαισθήσεις ή πρόκειται για flash back των όσων τραυματικών βιωμάτων έζησε. Προσέθεσε ότι τα φαντάσματα ήταν άγρια και τον τρόμαζαν πάρα πολύ. Ανατρέχοντας στη φροϋδική σκέψη, για να ενδυναμώσω τη δική μου ψυχαναλυτική ταυτότητα, σκέφτηκα μια κλασσική φροϋδική ρήση: Δεν καλούμε τα φαντάσματα του παρελθόντος για να τα στείλουμε πίσω, δίχως να τους απευθύνουμε τις κατάλληλες ερωτήσεις και να πάρουμε τις απαντήσεις που αναζητούμε. Τον ρώτησα λοιπόν εάν γνώριζε την ταυτότητα των φαντασμάτων και εάν μπορούσε να μου πει τι του έλεγαν. Ο Άασα άνοιξε τα μάτια του ορθάνοιχτα ως εάν να τον ξάφνιασε η ερώτηση και απάντησε: «Φυσικά και τους ξέρω, είναι άνθρωποι που πολλούς τους έχω δει να πεθαίνουν μπροστά μου, συγγενείς μου και φίλοι μου κι άλλους που ξέρω ότι τους σκότωσαν μετά που έφυγα από το χωριό. Όμως, δεν ξέρω τι μου λένε και δε θέλω να ακούσω».
Το παραπάνω είναι ένα μικρό παράδειγμα από τη συνάντηση της ψυχανάλυσης με την κλινική εργασία με τους πρόσφυγες. Η επικέντρωσή της ψυχανάλυσης στο άτομο με τη μοναδική βιογραφία του αποτελεί ισχυρό αντίδοτο στην τάση να βλέπουμε τους πρόσφυγες αποκλειστικά ως αβοήθητους και πολυτραυματίες, αποκομμένους από φίλους, συγγενείς, την κοινότητά τους, το χωριό τους. Ενδιαφερόμενοι για τη μοναδικότητα του καθενός, δημιουργούμε τον χώρο να μάθουμε τα ιδιαίτερα γνωρίσματά τους, τα ταλέντα τους, τα ενδιαφέροντά τους, γενικότερα τις πολλές και διαφορετικές πλευρές της προσωπικότητάς τους.
Ποια είναι τα κυριότερα ψυχικά τραύματα που συναντάτε στα άτομα που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους;
Ρωτάτε για ψυχικά τραύματα και ίσως σας ξαφνιάσει που θα ξεκινήσω από το σχεδόν σισύφειο έργο της ιατρικής φροντίδας, που συναντάμε σε όλες τις δομές υποδοχής των προσφύγων. Οι σωματικές αιτιάσεις που είναι ένας τρόπος έκφρασης των ψυχικών τραυμάτων τους, όχι μόνο δεν έχουν τέλος, αλλά πολλαπλασιάζονται και διαπλέκονται με αιτήματα κοινωνικής φροντίδας, ψυχολογικής υποστήριξης, εκμάθησης δεξιοτήτων κοκ.
Καθώς ο ψυχισμός των προσφύγων καταπονείται και, ενώ οι δυνάμεις προσαρμογής τους είναι ακόμη ακινητοποιημένες, λόγω του μετατραυματικού στρες, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα εμφανίζονται δριμεία (ημικρανίες, πόνοι στο στομάχι ή το έντερο, δερματικές νόσοι κ.ο.κ).
Οι συμπεριφορικές διαταραχές οξύνονται επίσης: τάση για καυγάδες, υπερβολικές απαιτήσεις για φροντίδα, απόσυρση από την όποια προσπάθεια υιοθέτησης ενός νέου τρόπου ζωής. Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί μια καθημερινότητα, όπως και η παραβατική συμπεριφορά με μικροκλοπές, χρήση ουσιών από τις ευαίσθητες ομάδες των εφήβων, επεισόδια σεξουαλικής παρενόχλησης, όπου το επιτρέπουν οι συνθήκες. Οι αυτοτραυματισμοί αποτελούν ένα συχνό φαινόμενο. Θα μου επιτρέψετε να αναφερθώ και πάλι στο γεγονός ότι οι πρόσφυγες, εκτός από τραυματισμένοι βαθύτατα, είναι και άνθρωποι οι οποίοι κατάφεραν να επιβιώσουν σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες, όπου πολλοί άλλοι δεν τα κατάφεραν. Αυτό φυσικά δημιουργεί στους ίδιους βαθύτατα αισθήματα ενοχής, που μαζί με το συνεχές τραύμα της αντιμετώπισης τους ως ανεπιθύμητων, δεν τους επιτρέπει να συνειδητοποιήσουν συναισθήματα, όπως το καμάρι που τα κατάφεραν ή και χαρά που είναι ζωντανοί ή και ελπίδα για το μέλλον. Η αναγνώριση αυτών των συναισθημάτων και του τι κατάφεραν και καταφέρνουν, αποτελεί τμήμα της αναγνώρισης της ανθρώπινης υπόστασής τους και της ανάγκης τους να διατηρούν την αξιοπρέπεια τους εν μέσω τόσων δύσκολων συνθηκών. Η παραπάνω αναγνώριση προστατεύει από την απόπειρα αυτοτραυματισμών, αλλά και βίαιων αντιδράσεων προς τους άλλους, συμπληρώνοντας την όποια φαρμακευτική αγωγή.
Τέλος, δε χρειάζεται ίσως να υπενθυμίσω, ότι το κύριο εκπεφρασμένο αίτημα των προσφύγων έγκειται στην απόκτηση της πολυπόθητης άδειας παραμονής στη χώρα και ελεύθερης μετακίνησης (ασύλου), που σαν μαγικό ραβδί μοιάζει να τους υπόσχεται ένα καλύτερο μέλλον.
Μπορεί η ψυχαναλυτική σχέση να λειτουργήσει θεραπευτικά όταν υπάρχουν εμπόδια γλώσσας και πολιτισμού;
Η ερώτησή σας μας επαναφέρει στο ζήτημα που μας απασχόλησε από τη αρχή, δείχνοντας έτσι τη σημασία του. Θα σας πω γύρω από τα εμπόδια γλώσσας μια σχετική παρομοίωση που είπε ο φιλόσοφος Wittgenstein, ο οποίος είχε επίσης ζήσει το τραύμα ενός πολέμου: Μου θυμίζεις- είπε στη αδελφή του- έναν άνθρωπο που κοιτάζει μέσα από ένα κλειστό παράθυρο και δεν μπορεί να εννοήσει τις παράξενες κινήσεις ενός περαστικού. Δεν μπορεί να ξέρει τη θύελλα που επικρατεί έξω ούτε και το πως ο άνθρωπος αυτός κατορθώνει να μένει όρθιος στα πόδια του.
Χρησιμοποιώντας την παραπάνω εικόνα, μπορούμε να πούμε ότι ο θεραπευτής ενός πρόσφυγα πρέπει να βγει στο δρόμο και να σταθεί αντίκρυ σε αυτόν που παλεύει μόνος του, έτσι ώστε οι κινήσεις του διαβάτη να βρουν, όχι έναν συνομιλητή, εφόσον ο διαβάτης δεν μπορεί να μιλάει, εν μέσω θυέλλης, αλλά έναν σύντροφο. Ένας ψυχαναλυτής υποστήριξε σχετικά ότι ο ψυχαναλυτής οφείλει να γίνεται ένας «ψυχαναλυτικός σύντροφος» για τους ανθρώπους που δεν μπορούν να επωφεληθούν από τη συνήθη ερμηνευτική δραστηριότητα του.
Θα δώσω ένα παράδειγμα: Έρχεται στο ιατρείο ο Χ. για αϋπνία, ευερεθιστότητα, άγχος και κρίσεις πανικού. Συνταγογραφώ αγχολυτικά για να ηρεμήσει και να κοιμηθεί και του λέω να ξαναέρθει την επόμενη εβδομάδα. Στη δεύτερη συνάντησή μας, ο Χ. είναι σε χειρότερη κατάσταση: κοιτάζει το πάτωμα, κλαίει, λέει ότι θα αυτοκτονήσει, ότι δεν αντέχει άλλο, ότι εδώ είναι χειρότερα φυλακισμένος, ότι τον φοβίζουν τα συρματοπλέγματα που βλέπει τριγύρω του και του θυμίζουν τη φυλακή στο Ιράν. Φωνάζει τόσο, που ο διερμηνέας μοιάζει να φθάνει στα όρια του και λέει ότι δεν μπορεί να κάνει διερμηνεία, εάν ο επωφελούμενος μιλάει τόσο γρήγορα και με τόση ένταση. Φοβάμαι ότι εάν ο υπερφορτωμένος διερμηνέας εγκαταλείψει, δε θα μπορώ να συνεχίσω. Στρέφω αυτόματα την προσοχή μου στα παιδιά που φωνάζουν έξω, στον καταυλισμό. Θυμάμαι τότε ότι η ψυχολόγος που μου τον παρέπεμψε, έγραφε ότι ο Χ. έχει έναν γιο στο Ιράν. Λέω στον διερμηνέα, «πες του, ότι ξέρω πως έχει έναν γιό. Ρώτα τον αν επικοινώνησε μαζί του». Ο Χ. σταμάτησε να φωνάζει, με κοίταξε και είπε «ναι, έχω έναν γιό, αλλά δεν μπορώ να επικοινωνήσω, γιατί φοβάμαι ότι θα τον βάλω σε κίνδυνο, αυτόν και τη γυναίκα μου και ανησυχώ πάρα πολύ. Είμαι σε πανικό για το τι μπορεί να τους συμβεί». Μου είπε την ιστορία του, τουλάχιστον όπως μπορεί να πει κάποιος την ιστορία του σε μια πρώτη φάση σε κάποιον γιατρό. Ο Χ. είναι Άραβας (δηλαδή σουνίτης, το 95% των Αράβων είναι σουνίτες) από το Ιράν (όπου είναι σιίτες). Στο Ιράν, έπιασαν σε μια τυχαία έφοδο στον δρόμο τον πατέρα του, γιατί δεν απάντησε σωστά -λόγω ενδεχομένως αρχόμενης άνοιας- σε ερωτήσεις, οπότε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τον κρέμασαν στη φυλακή. Όταν συνέλαβαν και άλλους συγγενείς, ο Χ. αποφάσισε να δεχθεί τη βοήθεια που του προσέφεραν φίλοι και να εγκαταλείψει αιφνιδίως τη χώρα, αφήνοντας πίσω στο Ιράν τον γιο και τη γυναίκα του. Είπα στον διερμηνέα να μεταφράσει: «Πες του ότι έκανε ένα πάρα πολύ μεγάλο ταξίδι για να είναι εδώ και να σωθεί, ελπίζοντας να σώσει στο μέλλον και τους αγαπημένους του. Νιώθει ίσως ένοχος και είναι σε πανικό, αλλά κατάφερε να έρθει ως εδώ και βλέπουμε για το μέλλον» . Ο Χ. με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε αχνά και κουρασμένα. Κούνησε το κεφάλι και είπε: «Ναι! Ήταν ένα πολύ δύσκολο ταξίδι». Την επόμενη φορά με περίμενε έξω από τον καταυλισμό και με χαιρέτησε μισοχαμογελώντας. Δεν ήρθε στο ιατρείο.
Τι ρόλο παίζει η κοινότητα (και όχι μόνο ο θεραπευτής) στη διαδικασία αποκατάστασης της ψυχικής υγείας;
Ένα κύριο ερώτημα του βιβλίου μου είναι το εάν μπορεί η ψυχαναλυτική θεωρία και κλινική, η ψυχαναλυτική σκέψη, να προσφέρει εργαλεία για την ένταξη και την ανοχή του ακραία τραυματισμένου ατόμου σε δίκτυα κοινωνικών σχέσεων και με ποιο τρόπο.
Γι’ αυτόν τον λόγο και η σύνδεση της κλινικής εμπειρίας με την ψυχαναλυτική σκέψη, που επιχειρείται με το παρόν βιβλίο, έχει ως στόχο να διατυπώνεται με απλά λόγια, ώστε να απευθύνεται σε όλους και όχι μόνο στους ψυχαναλυτές.
Αναγνωρίζοντας τον σημαντικό ρόλο που παίζει η κοινότητα στη διαδικασία αποκατάστασης της ψυχικής υγείας, θέσαμε άλλωστε ως στόχο του κλάδου της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας Ψυχιατρική και Τέχνη, τη δημιουργία και διατήρηση μιας στάσης επαγρύπνησης έναντι του ρατσισμού, των προκαταλήψεων και της ξενοφοβίας. Στάση που συνοδεύεται από την ανάγκη κατανόησης της ψυχικής και κοινωνικής ετερότητας, καθώς και από την υπογράμμιση της ανάγκης της υπεύθυνης συμμετοχής του κάθε πολίτη στα σημαντικά ζητήματα της εποχής του.
Πιο συγκεκριμένα, για το προσφυγικό ζήτημα, επιλέξαμε στο ετήσιο αφιέρωμα των κινηματογραφικών προβολών μας, το 2017, το θέμα «Προσφυγιά: Διαδρομές και Τραύμα». Θελήσαμε να συνδέσουμε την παρούσα προσφυγική κρίση με τις νωπές μνήμες των Ελλήνων από το προσφυγικό ζήτημα που ακολούθησε τη μικρασιατική καταστροφή, αλλά και από την οικονομική μετανάστευση χιλιάδων Ελλήνων στην Ευρώπη, Αυστραλία και Αμερική. Η λέξη «διαδρομές» θυμίζει τις διαδρομές του βίου όλων μας- η Ελλάδα ήταν πάντα ένα σταυροδρόμι φυλών και πολιτισμών.
Η ανάδειξη της συνθετότητας του ζητήματος από την ψυχαναλυτική οπτική και της αμφιθυμίας που πάντα ανευρίσκεται, αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη. Για παράδειγμα, στους χώρους πρώτης υποδοχής, οι καθημερινές δυσκολίες, από τη μία ευνοούν τον ηρωικό χαρακτήρα της διάσωσης της υγείας των προσφύγων, αλλά από την άλλη συντείνουν στην απόκρυψη της διαμόρφωσης εσωτερικών αντιδράσεων, θυμού και απόρριψης, στους φροντιστές. Οι φροντιστές, αποκοπτόμενοι από τα αρνητικά συναισθήματά τους, αποκόπτονται και από την τοπική κοινότητα που συχνά εκφράζει αρνητικά συναισθήματα για τους πρόσφυγες. Αντιδράσεις ξενοφοβίας και ρατσισμού δημιουργούνται όταν η είσοδος τόσων πολλών ανθρώπων με διαφορετική γλώσσα, θρησκεία, ντύσιμο, παρουσιαστικό κοκ, διαταράσσει την ταυτότητα που έχουν διαμορφώσει για παράδειγμα ως Έλληνες, κάτοικοι Λέσβου. Χρειάζεται μια ανοχή και μια δυνατότητα διαλόγου, για να κυριαρχήσει ο ορθός λόγος και να αποφευχθεί η πόλωση, που αποτελεί έναν μείζονα κίνδυνο στην κοινότητα. Είναι απαραίτητος ο κοινωνικός εναγκαλισμός, για τη δημιουργία δεσμών, εκεί όπου έχουν καταστραφεί. Η αγαστή συνεργασία όλων είναι απαραίτητη για την καλύτερη προσαρμογή των προσφύγων- για παράδειγμα για να γίνουν δεκτά τα παιδιά των προσφύγων στην παιδική χαρά μαζί με τα παιδιά της τοπικής κοινότητας
Ποιος είναι ο ρόλος της «απώλειας» (σπιτιού, γλώσσας, πολιτισμού) στην ψυχοδυναμική του πρόσφυγα;
Οι περισσότεροι πρόσφυγες έχουν δραπετεύσει από απειλητικές για τη ζωή τους, βίαιες κοινωνικές συνθήκες, όπως πόλεμος, γενοκτονία, πολιτικές διώξεις κοκ.
Στις καλύτερες συνθήκες που εγκαταλείπει κάποιος την πατρίδα του (πατρίδα ας εννοήσουμε το μέρος όπου ανοίγει κάποιος τα μάτια του: το χωριό του, το πατρικό του, το νησί του) με δική του απόφαση, για να αναζητήσει καλύτερη ζωή σε συνθήκες φιλόξενες -για παράδειγμα στην πρωτεύουσα για να σπουδάσει ή να εργαστεί με δυνατότητα επιστροφής στην πατρίδα- είναι αντιμέτωπος με μια σειρά απωλειών και ένα καινούργιο πολιτιστικό περιβάλλον, όπου του ζητείται να προσαρμοστεί
Όταν λοιπόν κάποιος αναγκάζεται να φύγει τρομοκρατημένος από το σπίτι του, έχοντας δει ανθρώπους που αγαπάει να πεθαίνουν με φριχτούς τρόπους, έχοντας νιώσει αβοήθητος σε μορφές ακραίας εκμετάλλευσης και βίας καθ’ οδόν, δίχως κανένας να τον καλοδέχεται πουθενά, όντας ανεπιθύμητος παντού, με την αδυναμία να συναντήσει οποιονδήποτε δικό του για να αναλάβει δυνάμεις, το μυαλό του είναι σε σύγχυση, ο ψυχισμός του σε παλινδρόμηση.
Ο όρος «τραύμα» αδυνατεί να αποδώσει το μέγεθος της αβοηθησίας, αδυναμίας, παθητικότητας που προκαλείται ψυχικά που -σε συνδυασμό με την έλλειψη ψυχονοητικής καθαρότητας- καθιστά αδύνατη την αντίληψη των νέων συνθηκών στο μέρος όπου φθάνουν. Τα παραπάνω δημιουργούν τις συνθήκες για συνεχείς νέους τραυματισμούς.
Για να δώσω ένα παράδειγμα του πώς επηρεάζεται κάποιος από τη συνεχή πίεση των τραυμάτων, θα αναφερθώ στην ταινία της κ. Οικονόμου «Ο πιο Μακρύς Δρόμος», όπου ένας 17χρονος συλλαμβάνεται ως διακινητής. Στη δίκη του, ρωτάει ο εισαγγελέας τον αστυνόμο που τον συνέλαβε: «Καταλαβαίνετε εσείς γιατί, αφού έφυγε από την όχθη στην Τουρκία, όπου ένιωθε φόβο, προσπάθησε να επιστρέψει εκεί όταν σας είδε;». Ο εισαγγελέας ήθελε φυσικά να τεκμηριώσει την ενοχή του κατηγορούμενου. Ο αστυνομικός είπε ότι δεν μπορεί να εξηγήσει τη φυγή του 17χρονου πρόσφυγα, σε περίπτωση που ήταν αθώος. Εάν ο εισαγγελέας και ο αστυνομικός είχαν διδαχθεί σε σχετικά σεμινάρια ότι ο τραυματισμένος άνθρωπος είναι σε τέτοια σύγχυση που δεν μπορεί να καταλάβει, ούτε ότι δεν μπορεί να πάει οδικώς από τη Λέσβο στη Γερμανία, θα ήταν σε θέση να προσαρμόσουν τη σκέψη τους στην ψυχική λειτουργία του ανθρώπου σε τραγικές συνθήκες, έτσι ώστε ο 17χρονος να έχει μια δικαιότερη αντιμετώπιση.
Πιστεύετε ότι η κοινωνία υποτιμά τη σημασία της ψυχικής φροντίδας σε ανθρωπιστικές κρίσεις;
Θα ήθελα να μου επιτρέψετε να διευρύνω την ερώτηση, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος οι αναγνώστες, αναλογιζόμενοι τη σημασία της ψυχικής φροντίδας σε ανθρωπιστικές κρίσεις, να θέτουν τον εαυτό τους εύκολα από την πλευρά των «καλών», που δεν χρειάζεται να σκεφθούν κάτι παραπάνω, αφήνοντας τα περαιτέρω στα χέρια των ειδημόνων. Θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι η κοινωνία υποτιμά την σημασία της σκέψης γύρω από ζητήματα, που είναι καίριας σημασίας, όπως το προσφυγικό, ο πόλεμος, η βία εναντίον γυναικών, η νεανική βία των εφήβων και άλλα ανάλογα ζητήματα που άπτονται της βίας και του «κακού» που αναφύονται σε περιόδους ανθρωπιστικών κρίσεων. Η ψυχική φροντίδα δεν περιορίζεται λοιπόν σε μια ιατρική η ψυχοθεραπευτική υπηρεσία, αλλά στην δημιουργία συνδέσεων σε ένα τοπίο ρήξεων και καταστροφής των δεσμών. Η έξοδος από τον ακίνητο χρόνο του τραύματος και της επανάληψης που έχει κυριεύσει τον ψυχισμό του πρόσφυγα, πιέζει προς την αναζήτηση της συμβολικής λειτουργίας και της επανεγκατάστασης ενός δικτύου εσωτερικευμένων σχέσεων. Για να επιτευχθεί, χρειάζεται η δημιουργία μιας στάσης στο κοινωνικό σύνολο, που να είναι θεραπευτική με την ευρεία έννοια.
Αναφέρομαι ενδεικτικά στην περίπτωση της Aziz, τονίζοντας την αντιμεταβιβαστική μου αντίδραση ως γυναίκας, μιας αντίδρασης που με οδήγησε σε μια αρχική ταύτιση μαζί της. Η ενδοψυχική εργασία που έκανα, ώστε να είμαι ενσυναισθητική, αλλά ταυτόχρονα να μπορώ να διατηρήσω την ικανότητα μου να σκέφτομαι, εκτός από το να βιώνω οργή για τη βία που είχε υποστεί, αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα του σχετικού κεφαλαίου. Επιχείρησα να αναδείξω την αναποτελεσματικότητα των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της βίας, ταυτόχρονα με τη διαρκή ανάγκη να σκεφτόμαστε πάνω σε αυτή τη μορφή της βίας. Η βία γεννάει βία. Ο περιορισμός της βίας οφείλει λοιπόν να εκκινεί από τον περιορισμό της βίας μέσα μας. Η σημασία της ψυχικής φροντίδας στις ανθρωπιστικές κρίσεις, καλό είναι να έχει ως προωθητικό κριό την ανάγκη της ουσιαστικής σκέψης
Πώς μπορεί η ψυχανάλυση να συμβάλει στη δημόσια συζήτηση γύρω από τη μετανάστευση και το άσυλο;
Ο πολωτικός λόγος και η εκμετάλλευση της ξενοφοβίας στον δημόσιο διάλογο γνωρίζει μια όξυνση στις μέρες μας. Το 2024, ο φόβος και η επιθετικότητα απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, συνάντησαν μια άνευ προηγουμένου κλιμάκωση παγκοσμίως – στις ΗΠΑ, συνέβαλαν στην επανεκλογή του Donald Trump. Χαρακτηριστικά, σε άρθρο των New York Times, με τίτλο «Η ξενοφοβία και η ρητορική μίσους κορυφώνονται ενόψει των εκλογών», ο Yonatan Lupu, αναπληρωτής καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο George Washington, τόνισε ότι δεν θυμάται στη ζωή του η ρητορική κατά των μεταναστών να έχει γίνει τόσο έντονη κατά τη διάρκεια εκλογών.
Ακόμη και ελάχιστα ερεθίσματα μπορούν να δώσουν μια ισχυρή ώθηση στην ξενοφοβία και τον ρατσισμό, που είναι σε ύπνωση εντός μας. Θα σας αναφέρω σχετικά ένα απλό -και για αυτό διδακτικό- περιστατικό, που αφηγήθηκε ένας γερμανός ψυχαναλυτής, ο οποίος θεωρούσε ότι ήταν υπέρ της προσφοράς ασύλου στους πρόσφυγες.
Καθόσο χρόνο ο ψυχαναλυτής ξεκουραζόταν σε ένα βαγόνι τραίνου, ένα παιδί από τη Συρία, στην προεφηβική ηλικία, μπήκε κι αναζητούσε να φορτίσει το κινητό Iphone που κρατούσε μαζί του. Ο ψυχαναλυτής, ευαίσθητος καθώς ήταν στην ανίχνευση των εσωτερικών του αντιδράσεων, αντελήφθη την εικόνα αυτή του παιδιού με το ακριβό κινητό στο χέρι, να έρχεται σε μια βίαιη αντίθεση με την εικόνα ενός υποκειμένου που πάσχει και θέλει ο ίδιος να το συνδράμει. Η ενόχληση που του προκάλεσε εσωτερικά αυτή η αντίθεση και η επακόλουθη μείωση της ενσυναίσθησης του προς τον έφηβο, έγιναν αντιληπτές συνειδητά από τον έμπειρο θεραπευτή, κάτι που στους περισσότερους από εμάς διαφεύγει της προσοχής μας.
Θεωρώ ότι μπορούμε να αποκομίσουμε πολλά από την παραπάνω στιγμιαία αντίδραση. Οι εικόνες των τρομοκρατικών επιθέσεων έρχονται εύκολα στην επιφάνεια, όχι μόνο στην παραμικρή ανίχνευση βίας και επιθετικότητας των μεταναστών, αλλά επιπλέον και στη διαφοροποίησή τους από την εικόνα των ανήμπορων και αβοήθητων ανθρώπων, που έχουν ανάγκη της υποστήριξή μας για να επιβιώσουν, όπως στο παραπάνω παράδειγμα. Έχουμε έτσι την τάση να παραβλέπουμε πτυχές της προσωπικότητάς τους και των δυνατοτήτων τους, που ξεφεύγουν από την εικόνα του αβοήθητου πρόσφυγα. Οι πρόσφυγες μπορούν να προσφέρουν στη χώρα υποδοχής τους και στους συμπολίτες τους με αποφασιστικό τρόπο, όπως έχει αποδειχθεί πολλές φορές στην ιστορία.
Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στο σύστημα ψυχικής φροντίδας για τους πρόσφυγες, ποιο θα ήταν αυτό;
Η ενασχόληση με τους φροντιστές των προσφύγων και η στήριξή τους είναι πρωτίστης σημασίας. Πολλές φορές, η ομάδα ιατρικής και ψυχολογικής περίθαλψης αποτελεί το πιο σταθερό (ίσως το μόνο) πλαίσιο αναφοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα, όντας μια γέφυρα που στην ευκταία περίπτωση, θα ενώσει την παλιά τους ταυτότητα, που είχαν στην χώρα από όπου έφυγαν, με τη νέα τους ταυτότητα, που θα διαμορφώσουν στην χώρα εγκατάστασης. Οι γέφυρες όμως απαιτούν γερά θεμέλια, για να μην παρασυρθούν από το ρεύμα των καιρών. Θα άλλαζα το κέντρο βάρους προς την αναζήτηση του τρόπου ενδυνάμωσης της ομάδας των φροντιστών.
Δεύτερον, η διαπολιτισμική οπτική είναι πολύτιμη για να δίδεται η βοήθεια με κατάλληλο τρόπο, ώστε να μπορέσουν οι πρόσφυγες να επωφεληθούν ή ακόμη και να προετοιμαστούν για την άρνηση του ασύλου και τον επαναπατρισμό τους.
Τέλος, χρειάζονται δομές, οι οποίες να αναλάβουν τη σκυτάλη, μετά από τους χώρους πρώτης υποδοχής και τις δομές φιλοξενίας, αλλιώς δημιουργούνται συνθήκες πραγματικής καταστροφής των κοινωνικών δεσμών. Ο στόχος είναι λοιπόν να μην παραμείνουν οι πρόσφυγες παγιδευμένοι στις δομές υποδοχής, γιατί αυτό ενισχύει την παλινδρόμησή τους, που θα τους κάνει ανέτοιμους να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις των αστικών κέντρων, όσοι μετακινηθούν εκεί, αλλά και στις απαιτήσεις της ψυχικής επεξεργασίας της άρνησης ασύλου, όσοι θα αντιμετωπίσουν τη διαδικασία επαναπατρισμού.
Να πω ότι υπάρχουν φυσικά και χρησιμοποιούνται στους εργαζόμενους με πρόσφυγες, ως μια πρώτη πυξίδα στον δύσκολο αυτόν χώρο, πέραν της ψυχανάλυσης και πολλές άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις, που προσανατολίζονται στην αντιμετώπιση του τραύματος.
Η ιδιαιτερότητας της ψυχανάλυσης είναι η χρήση του ίδιου του ψυχισμού του θεραπευτή ως εργαλείου κατανόησης και δημιουργίας δεσμού με τον συνάνθρωπό μας, χρήση που θυμίζει στον ίδιο τον θεραπευτή τι σημαίνει να είσαι ένα ανθρώπινο ον κάτω από ιδιαίτερα τραγικές συνθήκες, θυμίζοντας ταυτόχρονα και αυτό που μπορεί να καταφέρει το ανθρώπινο ον στις δημόσιες τραγωδίες που ταλανίζουν συνεχώς την ανθρωπότητα.
