Η Ελένη Ράντου, με την προσωπική της πορεία μέσα στο θέατρο, έχει καταφέρει να αποκτήσει την δική της, αυτόνομη, θέση. Είναι μια από τις ελάχιστες γυναίκες στον χώρο που μπορεί να επιλέγει και να πραγματοποιεί αυτό που θέλει, αναλαμβάνοντας την ευθύνη τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και οικονομικό επίπεδο. Με την αμεσότητα και την ειλικρίνειά της έχει πια διαμορφώσει μια στέρεη σχέση με το κοινό.
Φέτος διανύει την 4η σεζόν στο θέατρο Διάνα με «Το πάρτι της ζωής μου», ένα έργο που έγραψε η ίδια και μιλάει για τόσο δικά της πράγματα που γίνονται/είναι και δικά μας, ένα έργο που αγάπησε πολύ ο κόσμος.
Με αφορμή την παράσταση ξεδιπλώνει στο ΒΗΜΑ Talks τις σκέψεις για πολλά -από το θέατρο, την κατάθλιψη και τους νέους, ως τον ΟΠΕΚΕΠΕ, τα Τέμπη και τους μικρούς και μεγάλους εμφύλιους της καθημερινότητάς μας.
Για 4η χρονιά συνεχίζετε με το «Πάρτι της ζωής μου». Δεν σας έχει κουράσει η επανάληψη;
Είναι τόσο σαρωτική η επιθυμία και η ανταπόκριση του κοινού που πηγαίνω χωρίς να προλαβαίνω να το σκεφτώ. Η 3η χρονιά ήταν πολύ δύσκολη. Αναγκάστηκα να καταφύγω σε ιατρική βοήθεια για να τα βγάλω πέρα. Γεννάει πάρα πολλές σκέψεις αν καθηλώνεσαι σε μια κατάσταση, αν μπορεί να κάνεις μια κατάχρηση θεατρικού χρόνου -μεγαλώνεις και αναρωτιέσαι «πόσες παραστάσεις ακόμα θα κάνω».
Απ’ την άλλη είναι τέτοια ευλογία το να συναντήσεις στη ζωή σου μια τέτοια καθολική επιδοκιμασία που είναι όλα μέσα: Το λατρεύεις και το απεχθάνεσαι την ίδια ώρα. Επίσης είναι πολύ οδυνηρό για να το υποστηρίζεις τόσα χρόνια. Μηχανεύομαι πολλούς τρόπους. Η οδηγία του γιατρού είναι «να χειρίζεσαι την κάθε μέρα». Όπως λέει και το έργο «να επιτρέπεις στον εαυτό σου τη χαρά χωρίς να σκέφτεσαι το μετά»… Και έχω κάνει κατάχρηση αυτής της οδηγίας. Πηγαίνω με τη μέρα. Είναι σαρωτικό αυτό που συμβαίνει. Την 1η Νοέμβρη ανοίξαμε για τον Φλεβάρη και την πρώτη μέρα έκανε 3.900 εισιτήρια -αυτά είναι νούμερα συναυλιακά…
Εχετε μια εξήγηση;
Προφανώς νιώθω ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου παίρνει μεγάλο κουράγιο από αυτή την παράσταση. Και νιώθω ότι έχω βάλει τον εαυτό μου, τον ηθοποιό, σ’ έναν ρόλο προσομοίωσης -που μ’ έναν τρόπο τον θυσιάζω για να ανακουφιστεί ο κόσμος. Κι επειδή εγώ έχω ένα τέτοιο μεσσιανικό μέσα μου, εκεί έχει βρει απάγκιο η διαδικασία της αντοχής μου. Τα έχω χάσει κι εγώ με την αντοχή μου.
«Νομίζω ότι αν γυρίσω πίσω, με έναν τελείως άλλο τρόπο, της Λαμπέτη την μοναχικότητα έχω».
Κάθε βράδυ αυτό έχει μια κεντρομώλο δύναμη που με παίρνει τόσο ισχυρά οπότε λέω «καλά κάνω και το συνεχίζω». Αν δεν μπορούσε να με συνεπάρει θα ήταν έντιμο να το σταματήσω. Αλλά κάθε βράδυ με κάνει να νιώθω την ίδια ταραχή. Η υγεία μου θα είναι ένας λόγος να το σταματήσω και ο δεύτερος, αν φύγει η μητέρα μου -νομίζω δεν θα μπορώ πια να το υποστηρίξω.
Υπάρχει προσωπική σύνδεση;
Ναι, και γι’ αυτό κινητοποιούμαι έτσι. Έχουμε κάνει 420 παραστάσεις. Πιστεύω ότι τροφοδοτείται από εμπειρίες που τις ξέρω πολύ καλά. Στην παράσταση δεν είμαι εγώ αλλά και είμαι. Επειδή έχει μια ωμότητα, διαχειρίζεται πολύ τον θάνατο, την συμφιλίωση με τον θάνατο επί της ουσίας, δεν φανταζόμουν ότι θα πάει πάνω από 50 παραστάσεις. Θέλει ένα κοινό που να μπορεί να δει αλήθειες. Επίσης ποτέ δεν ξέρεις αν ο άλλος μπορεί να αναγνωρίσει τη δική σου αλήθεια. Γιατί έχουμε δει πολλά αληθινά πράγματα που γίνονται προσωπικά αλλά όχι καθολικά. Με συγκινεί ότι το κοινό είναι έτοιμο να δει τόσο βαθιά πράγματα και να συμφιλιωθεί με τόσο δικές του αλήθειες.
Έχετε όμως χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με το κοινό τόσα χρόνια;
Σε όλη μου την πορεία η εξερεύνηση της αλήθειας ήταν ένας στόχος. Καλές οι μεταμφιέσεις, καλές και οι μεταμορφώσεις, αλλά πίσω από κάθε τι, στόχος ήταν να αγγίξω μια αλήθεια. Ακόμα και η επιλογή των κειμένων, των έργων. Δεν ήμουν ποτέ του τερτιπιού.
Στην Ελλάδα επειδή θέλουμε να τους βάζουμε όλους σε κουτί, εμένα με έβαλαν στην αρχή στο κουτί της Βλαχοπούλου, μετά στης Καρέζη κλπ. Νομίζω ότι αν γυρίσω πίσω, με έναν τελείως άλλο τρόπο, της Λαμπέτη την μοναχικότητα έχω. Δεν άγγιξε ποτέ μεγάλα κείμενα, γιατί ένιωθε ότι η δική της η αλήθεια είναι πιο ισχυρή από των κειμένων -γιατί τα κλασικά κείμενα είναι ένας ογκόλιθος αλήθειας. Μου θυμίζει τον σκηνικό δαίμονα που έχω κι εγώ. Η σύνδεσή μου με το κοινό βασίζεται στην ειλικρίνειά μου.
«Δεν πιστεύω ότι θα φτιάξω τον κόσμο ούτε θα τον σώσω».
Έτσι κι αλλιώς νιώθω ότι είμαι εκπρόσωπος ενός μέρους του κοινού και ταξικά και κοινωνικά και πολιτικά. Δεν νιώθω ότι είμαι κάποιος που κουνάει το δάχτυλο, που στέκεται απέναντι. Το είχε πει ο Μηνάς Χρηστίδης σε μια κριτική όταν πρωτοεμφανίστηκα, ότι όταν βγαίνω στη σκηνή είναι σαν να βγαίνει ένας θεατής. Τότε μου είχε κάνει εντύπωση, με τα χρόνια κατάλαβα πόσο αληθινό είναι. Νιώθω ότι είμαι ένα κομμάτι του θεατή. Γι’ αυτό και μου πήγε ο μονόλογος, γιατί παίζεις με το κοινό. Στέκομαι απέναντί του και συζητάμε ή και δεν συζητάμε. Είσαι μόνος σου αλλά και δεν είσαι…
Θα λέγατε ότι είστε εγκεφαλική ηθοποιός;
Το μυαλό μου έχει μια λογική που δεν την έχουν συχνά οι ηθοποιοί -πρώτα εγκρίνει το μυαλό μου και μετά η ψυχή μου. Αυτή είναι και η στάση μου στην ζωή, όπως και στην επιλογή των ανδρών -αν δεν θαυμάζω δεν μπορώ να σε ερωτευτώ. Κι επειδή τα έργα, οι θεατρικές εμπειρίες είναι έρωτες, πρέπει να τα εγκρίνει το μυαλό μου.
Πιστεύετε ότι έχετε έναν ρόλο μέσα στην κοινωνία;
Νιώθω ότι αφού έχω μια φωνή είναι χρήσιμο να την χρησιμοποιώ και για πράγματα που μας αφορούν όλους. Αλλά το κάνω σε στιγμές τρελής απόγνωσης. Όπως τότε που ήταν να κλείσουν τα καλλιτεχνικά σχολεία και έβλεπα την απόγνωση της κόρης μου, ή πρόσφατα που κατέβαινα για δουλειά και είχε Μαραθώνιο… Αλλά δεν παριστάνω τον παράγοντα, ούτε έχω τον ναρκισσισμό να πω κάτι και να έχω οπαδούς. Ξέρω επίσης ότι σε πολλούς τομείς είμαι λάθος. Δεν πιστεύω ότι θα φτιάξω τον κόσμο ούτε θα τον σώσω. Απλώς πιστεύω ότι μερικές φορές έχω τη δύναμη να τον ανακουφίζω, αυτό το δικαίωμα έχω πάρει με την αναγνωρισιμότητα.
Βλέπατε, ξεκινώντας, την πορεία σας;
Όχι. Ακόμα νιώθω το παιδάκι απ’ το Αιγάλεω που κοιτάει με περιέργεια τον κόσμο, με πολλή φιλομάθεια, με θαυμασμό ή με θυμό, με πολλή αγάπη για τη ζωή και για το τι είναι ο άνθρωπος. Νιώθω ότι έχω κάνει μια διαδρομή που μου επέτρεψε να εκτονώσω ένα πολύ μεγάλο μέρος της περιέργειάς μου. Αλλά με πολύ προσωπικό κόπο, πολλά εμπόδια. Το να είσαι γυναίκα, το να είσαι ειλικρινής είναι εμπόδιο. Όπως κι ένα χαρακτηριστικό που είχα, ήμουν του άσπρου-μαύρου, και έχω απομακρύνει πολύ κόσμο από κοντά μου.
«Ο Έλληνας είναι πολύ συμφιλιωμένος με τους μικρούς εμφύλιους».
Ξέρεις, έχει κάτι η ειλικρίνεια που δεν έχει η ανοχή. Έχει μια έλλειψη κατανόησης το να είσαι τόσο καθαρός και δεν το ανέχεται πολύς κόσμος -το αντέχει το κοινό όμως, κι αυτό με συγκινεί πολύ. Ήταν μια ευλογημένη συγγραφική στιγμή «Το πάρτι της ζωής μου», μια στιγμή μεγάλης ανοιχτωσιάς της ψυχής μου, να θυμηθώ τα σωστά πράγματα στην σωστή ώρα.
Και τα εντάσσετε μέσα στην εποχή, σε ένα ιστορικό πλαίσιο…
Ναι και εκφράζεις και μια γενιά που απ’ τη Μεταπολίτευση και μετά αρχίσαμε να μπαίνουμε σε αυτό το καπιταλιστικό μονοπάτι της καινούργιας εποχής -εκεί άρχισαν τα πρώτα δείγματα της προσωπικής κατάθλιψης. Ο κόσμος άρχισε να κλείνεται στο εαυτό του, τελείωσε το μαζικό κομμάτι, τελείωσαν οι αγώνες, μας δόθηκαν αυτά για τα οποία αγωνιστήκαμε. Κι εκεί άρχισε η κατάθλιψη της μοναξιάς μας -γιατί ο εχθρός είναι μέσα μας…
Μέσα στα χρόνια λειάνθηκαν οι αντιπαλότητες, οι εμφύλιοι;
Όχι, καθόλου. Αντιθέτως. Απ’ τη στιγμή που νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ και έγινε μια συμφιλιωτική κίνηση και πέρασαν στην ιστορία αυτές οι έχθρες, άρχισαν οι μικροί κοινωνικοί εμφύλιοι στην καθημερινότητά μας, που ο Έλληνας είναι πολύ συμφιλιωμένος.
Όταν πεθαίνει ο διπλανός του, ο άλλος άνθρωπος ανακουφίζεται γιατί νιώθει ότι έχει λιγότερες πιθανότητες να πεθάνει ο δικός του άνθρωπος. Κι αυτό έγινε κανόνας, ένας μικρός εμφύλιος του ποιος θα επιβιώσει. Φτιάξαμε έναν καινούργιο κόσμο χωρίς ξερονήσια και βασανιστήρια αλλά άρχισε ένας πόλεμος επιβίωσης σ’ αυτόν τον κόσμο, τον κόσμο της ευμάρειας -σε σχέση με τη φρίκη μιας δικτατορίας, της ανελευθερίας. Κι εκεί οι εμφύλιοι είναι πιο ύπουλοι. Τον σύγχρονο εμφύλιο τον έχουν αναδείξει πάρα πολύ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο,τι κι αν αναφέρεις, από κάτω γίνεται πόλεμος.
«Όταν μπεις στο σύστημα της εργασίας και της αγοράς, αποκλείεται να βγεις αλώβητος».
Η ανθρώπινη φύση δεν αλλάζει -θέλει εκατομμύρια χρόνια. Και εξελίσσεται πολύ πιο αργά. Τώρα με την ηλεκτρονική επανάσταση που οι ρυθμοί είναι τέτοιοι η ανθρώπινη φύση δεν προλαβαίνει ούτε καν να ενημερωθεί για τις εξελίξεις -πολλώ δε μάλλον ψυχολογικά. Η όποια ευμάρεια δεν σε βοηθά να αφυπνιστείς, οπότε «Καλώς ήρθατε στον κόσμο της κατάθλιψης της δύσης».
Είμαστε όλοι σε κατάθλιψη;
Διάβαζα μια μελέτη που έλεγε ότι η κατανάλωση ψυχοφαρμάκων στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη από όλες τις χώρες της Ευρώπης -η χώρα με τον τόσο ήλιο. Και είναι και μη διαγνωσμένη. Είμαστε βαθιά καταθλιπτικοί. Γι’ αυτό και πάθαμε αυτή τη νίλα με τον covid, την φοβικότητα, την έλλειψη εμπιστοσύνης, γιατί είναι μη διαγνωσμένη η δική μας η κατάθλιψη. Δεν την αποδεχόμαστε. Παλιά θεωρούσαμε ότι η κατάθλιψη αφορά στους βόρειους ή στους Αμερικανούς.
Η κατάθλιψη είναι η ασθένεια της δύσης και του δυτικού τρόπου ζωής. Δεν μπορείς να επιβιώσεις χωρίς κατάθλιψη, δεν γίνεται. Είναι ένας ανταγωνισμός τόσο ακραίος και απάνθρωπος, που δεν μπορείς να τη βγάλεις καθαρή. Όταν μπεις στο σύστημα της εργασίας και της αγοράς, αποκλείεται να βγεις αλώβητος.
Ο ανταγωνισμός στο θέατρο είναι σκληρός;
Μα στο θέατρο είναι κανόνας, η καθημερινότητά μας. Εγώ από φύση πάντα πίστευα ότι χωράμε όλοι. Αυτή η ιδέα ότι αν φύγεις εσύ, εγώ θα πάρω περισσότερο χώρο, δεν ισχύει. Αν δεν έχεις εκτόπισμα τον ίδιο χώρο θα πάρεις ακόμα κι αν έχουν φύγει όλοι.
«Στο #metoo μ’ άρεσε η πρόθεση δεν μ’ άρεσε η υλοποίηση».
Γενικά είμαι γενναιόδωρος άνθρωπος. Ζηλεύω δίνοντάς μου κίνητρο να κάνω κι εγώ ωραία πράγματα. Αλλά δεν θέλω να φύγουν αυτοί για να φανώ εγώ πιο πολύ. Ο μόνος τρόπος που βρήκα για να παλεύω την ζήλεια είναι να μπω στα παπούτσια του άλλου, να νιώσω την απόγνωσή του, την μικρότερη ικανότητα του να επιβιώσει και να καταλάβω γιατί του συμβαίνει. Και τότε αυτομάτως δεν με αγγίζει.
Για το #metoo τι σκέφτεστε σήμερα;
Υπήρχε κάτι που μου άρεσε σε όλο αυτό και κάτι που δεν με ικανοποίησε. Μ’ άρεσε η πρόθεση, δεν μ’ άρεσε η υλοποίηση. Η υλοποίηση έβγαζε ρεβανσισμό -να πάρω τα χαρακτηριστικά του κακοποιητή μου και να είμαι το ίδιο κακοποιητής. Δεν μου ταίριαζε η αισθητική του πράγματος. Ήμουν φουλ μέσα στην πρόθεση και εννοείται επειδή είμαι γυναίκα καταλαβαίνω απόλυτα πως είναι να σε μανιπουλάρουν και να σε πατρονάρουν μ’ αυτόν τον τρόπο. Σε όλη μου τη ζωή είχα επίγνωση ότι ως γυναίκα θα φάω μεγάλο πόλεμο. Αλλά αυτό πήρε μια έκταση κουτσομπολιού. Και τα μίντια έπαιξαν τον ρόλο τους και μου χάλασαν την καλή πρόθεση. Σαν μια επανάσταση που γίνεται και ο επαναστάτης δεν είναι στο ύψος των περιστάσεων. Δεν γίνεται Τσε αλλά γίνεται ένας επόμενος δικτάτορας. Το καλό είναι ότι έφερε ένα κοινωνικό στοιχείο γιατί μπορεί να ξεκίνησε από εμάς αλλά αφύπνισε γυναίκες και από άλλους εργασιακούς χώρους. Ο τρόπος που επικοινωνήθηκε μου το μίκρυνε, του μείωσε την αξία του. Σαν να είχαν μεγάλη ανάγκη να προβληθούν και οι ίδιοι. Πιστεύω ότι θα μπορούσε να έχει καλύτερα αποτελέσματα και μεγαλύτερη γυναικεία ενδυνάμωση, αν έλειπε το κουτσομπολιό από μέσα.
Οι γυναίκες στηρίζουν τις γυναίκες;
Οι γυναίκες που δεν αρθρώνουν λόγο έχουν μεγάλο θυμό με τις γυναίκες που αρθρώνουν λόγο, δεν μπορούν να τις καταλάβουν. Οι γυναίκες που έχουν πατήσει στα πόδια τους ενοχλούν πολύ αυτές που δεν πάτησαν, γιατί τους χαλάνε το παραμύθι. Επίσης οι γυναίκες που αρθρώνουν λόγο την πατάνε γιατί νομίζουν ότι κάτι κατάφεραν, ενώ πάλι χρησιμοποιημένες είναι με ένα ταβάνι που τους έχει δοθεί, χωρίς ίσες ευκαιρίες. Εμφύλιοι παντού. Είμαστε διχοτομημένοι στην Ελλάδα σε πολλές φατρίες, ακόμα μέσα και σε κάθε οικογένεια… Κι αυτό διαρρηγνύει την ενότητα του «πάμε όλες μαζί» και του «η μία ενδυναμώνει την άλλη», και όχι την τραβάει προς τα πίσω.
Πάντα αυτός που είναι ικανός να κάνει περισσότερα πράγματα, δημιουργεί εχθρούς σε αυτούς που δεν μπορούν να ακολουθήσουν. Κι έτσι ενοχοποιεί ο ένας τον άλλον, δημιουργώντας μικρούς εμφύλιους…
Πώς κρίνετε το σημερινό πολιτικό σκηνικό;
Σήμερα υπάρχει μια παραίτηση, μετά και από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Είναι σαν να πηγαίνει μόνο του το καράβι, οπότε μπορεί να πάει και στα βράχια. Είναι ακυβέρνητο. Ακόμα κι από μια κακή κυβέρνηση, το ακυβέρνητο σε τρομάζει πιο πολύ.
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει ένας τρόπος διαχείρισης σε όλες τις καταστροφές και τα έκτακτα γεγονότα, που είναι το «Σε ενημερώνω». Κατά τα άλλα «κόψε το λαιμό σου. Το σκέφτηκα αυτό με αφορμή τον πρόσφατο Μαραθώνιο: Ούτε καν μας έστειλαν ένα μήνυμα ότι θα κλείσουν οι δρόμοι και απλά έκλεισαν τους δρόμους. Κι αυτό είναι διαχείριση του Μαραθωνίου… Πώς θα διοχετευθούν όλα αυτά τα αυτοκίνητα, άγνωστο.
Τι κάνουν λοιπόν; Ονομάζουν το πρόβλημα και θεωρούν ότι το έλυσαν. Και είναι τόσο αβοήθητος ο καθένας να βρει μόνος του λύση. Επιπλέον με την ηλεκτρονική επανάσταση δεν υπάρχει πια ούτε άνθρωπος στο γκισέ να πεις το πρόβλημά σου και πρέπει μέσω μιας αυτοποιημένης εφαρμογής να το κάνεις. Είσαι τόσο αβοήθητος σ’ αυτόν τον καινούργιο σύγχρονο ηλεκτρονικό κόσμο.
«Με τρομάζουν οι ναρκισσιστικές συμπεριφορές στη διακυβέρνηση του κράτους».
Αναρωτιέμαι, δεν έχουν σκεφτεί ότι κάτι δεν πάει καλά με το Μετρό για να μην το παίρνει πολύς κόσμος; Ότι οι περισσότεροι πρέπει κάπου να παρκάρουν, αλλά δεν υπάρχουν χώροι, ότι οι στάσεις δεν είναι πολύ λειτουργικές, ότι πρέπει να δώσουν ένα ερέθισμα στον κόσμο για να αποκεντρωθεί λίγο; Πρώτη φορά ένιωσα ότι η Αθήνα είναι πόλη βιώσιμη τον Δεκαπενταύγουστο… Τόσους αντέχει η Αθήνα.
Επίσης δεν έχει ποδηλατόδρομους ούτε είμαστε Ολλανδία ούτε υπάρχουν πεζοδρόμια για να περπατήσεις. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Δεν υπάρχει υποδομή και χτίζουμε πάνω στην άμμο -δεν έχουμε υποδομή για τον πολιτισμό που να σου επιτρέπει να κάνεις Μαραθώνιο. Εδώ δεν υπάρχει υποδομή για να υποδεχτείς έναν αρχηγό κράτους. Όταν είχε έρθει η Μέρκελ, έπρεπε να σταματήσουμε να δουλεύουμε… Για να φτάσεις να κάνεις Μαραθώνιο πρέπει να έχεις περάσει κάποια στάδια. Εμείς, τα πηδάμε.
Και τα Τέμπη;
Τα Τέμπη με κλόνισαν πολύ βαθιά. Γιατί είχαμε νέα παιδιά που έκαναν χρήση του δικαιώματος να πάρουν ένα τρένο. Εμπιστεύθηκαν ένα κράτος να τους πάει κάπου. Ούτε αυτό δεν μπορείς να εμπιστευθείς…
Η διαχείριση και το γρήγορο κουκούλωμα έφτιαξε αυτές τις θεωρίες συνομωσίες. Σαν να έκρυβε κάτι. Εγώ δεν πιστεύω ότι έκρυβε κάτι, αλλά η ενοχή ήταν τόσο μεγάλη και το τάιμινγκ ήταν εκλογικό που έφερε μια βιάση. Όπως όταν ρωτάς τον άντρα σου «πού ήσουν» κι εκείνος αργεί να σου απαντήσει και σκέφτεσαι «με απατά». Ενώ μπορεί να μην έχει συμβεί τίποτα. Μετά και με τον ΟΠΕΚΕΠΕ ο ναρκισσισμός της κυβέρνησης έπαθε τόσο σοβαρό πλήγμα, που άφησαν πια το καράβι ακυβέρνητο.
Με τρομάζουν οι ναρκισσιστικές συμπεριφορές στη διακυβέρνηση του κράτους σε οποιοδήποτε κόμμα. Απ’τη μια θες να φωτογραφίζεσαι σωτήρας κι αυτό είναι που σε τροφοδοτεί αλλά όταν η πραγματικότητα σε αναιρεί, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα -το έχουμε δει και σε ΣΥΡΙΖΑ και σε ΝΔ. Γιατί είναι θέμα προσώπων. Όλα καταλήγουν στον άνθρωπο. Και θέλει τρομερή αξιολόγηση ο χαρακτήρας για να μπορεί να διαχειριστεί μεγάλα ζητήματα, ζωές ανθρώπων -απαιτείται σοβαρή αξιολόγηση.
Ταλέντο ή χαρακτήρας; Τι επιλέγετε;
Η διαχείριση του ταλέντου σου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Βλέπεις πολύ λιγότερο ταλαντούχους ανθρώπους να κάνουν καλό στους γύρω τους από έναν σούπερ ταλαντούχο που δεν μπορεί να διαχειριστεί τον εαυτό του.
Προτιμώ έναν ισορροπημένο από ένα ανισόρροπο ταλέντο. Επειδή λάτρευα τα ανισόρροπα ταλέντα, τώρα πια έχει γίνει τόσο κανόνας η ανισορροπία που με τρομάζει. Γιατί υπάρχει και μια αυτοκαταστροφή.
«Κανένας δεν πιστεύει ότι η εποχή που θα έρθει θα είναι καλύτερη. Ούτε καν οι νέοι».
Στον χώρο τον δικό μας αυτό είναι ακόμα πιο ισχυρό. Εμένα με έχουν βοηθήσει πολύ τα ταξίδια. Γιατί όταν ταξιδεύεις ξαναγυρνάς στο τίποτα. Δεν σε αναγνωρίζει κανείς και ξαναβρίσκεις το κέντρο σου. Κι εμένα αυτό μου συμβαίνει με τα ταξίδια. Εν τω μεταξύ και παρά το γεγονός ότι λείπω από την τηλεόραση η αγάπη που παίρνω από τον κόσμο είναι πολύ μεγαλύτερη από τότε που έκανα τηλεόραση. Κι έτσι όταν πάω μακριά θυμάμαι ποια είμαι εγώ. Μου κάνει πολύ καλό να επιστρέφω στην ταπεινότητα του «τίποτα σπουδαίο δεν είμαι, ούτε κάτι ξεχωριστό». Αλλά είμαι ένας άνθρωπος που έχει παλέψει και έχει δουλέψει πολύ, αγαπάει τη ζωή, τους γύρω του και όταν επιστρέφω συνήθως τους αγαπάω περισσότερο. Με τα ταξίδια ξαναβρίσκω την ελπίδα.
Όπως λέει το έργο, για να ζούμε το σήμερα πρέπει να νιώθουμε ότι το αύριο θα είναι καλύτερο απ’ το χτες, αυτό σημαίνει ελπίδα, κι αυτό είναι που έχει χαθεί. Κανένας δεν πιστεύει ότι η εποχή που θα έρθει θα είναι καλύτερη. Ούτε καν οι νέοι.
Κυρίως οι νέοι, θα έλεγα…
Ναι. Αν λοιπόν φύγει η ελπίδα από τους νέους, όταν δεν πιστεύουν ότι το αύριο θα τους φέρει κάτι καλύτερο, αυτό είναι πολύ επικίνδυνο. Σημαίνει ότι είναι απελπισμένη η εποχή. Ποιος τολμάει σήμερα να ονειρευτεί…
Ήρθε στο θέατρο ένα 13χρονο κορίτσι που βιώνει κατάθλιψη και την έκανε ζωγραφική, έκθεση -πήγα να τη δω και συγκλονίστηκα. Σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, ένα παιδί που σ’ αυτή την ηλικία ζωγραφίζει την κατάθλιψη, θα ήταν είδηση. Τα έργα της ήταν σπουδαία, αληθινά. Δεν ξέρω όμως πόσοι το πήραμε χαμπάρι σ’ αυτή την πόλη.
Φωτό: Δημήτρης Καπάνταης
