Η συζήτηση για την ιδιωτική οπλοκατοχή, που επί χρόνια κινούνταν στο περιθώριο του δημόσιου λόγου, επανήλθε πρόσφατα στο προσκήνιο με τρόπο απρόσμενο. Η τοποθέτηση του υπουργού Υγείας υπέρ του «αμερικανικού μοντέλου» οπλοκατοχής και η μετέπειτα αναπαραγωγή του ζητήματος από πολιτικούς που επενδύουν συστηματικά σε ρητορικές φόβου δεν συνιστούν αποσπασματικά γεγονότα, αλλά συμπτώματα μιας βαθύτερης πολιτικής και πολιτισμικής μετατόπισης.
Ο διάλογος αυτός δεν αφορά τόσο τη νομοθεσία — το ισχύον πλαίσιο του Ν. 2168/1993, αυστηρό και εναρμονισμένο με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, δεν έχει μεταβληθεί — όσο το νόημα που προσλαμβάνει η ασφάλεια στη δημόσια σφαίρα: μετατοπίζεται από συλλογικό δικαίωμα σε ατομική υποχρέωση, από θεσμική εγγύηση σε προσωπική εξουσιοδότηση.
Η σχέση της Δύσης με το όπλο είναι μακρά και αντιφατική. Από τον ιππότη του Μεσαίωνα που θεωρούσε το ξίφος προέκταση της τιμής του, έως τον αστό της νεωτερικότητας που υπερασπιζόταν την ιδιοκτησία του, το όπλο συνδέθηκε με την έννοια της κοινωνικής ισχύος. Με τη συγκρότηση του εθνικού κράτους, η Ευρώπη θεμελίωσε το μονοπώλιο της νόμιμης βίας· το κράτος ανέλαβε τον ρόλο της ασφάλειας των πολιτών, όπως το περιέγραψε ο Μαξ Βέμπερ, και η ιδιωτική βία απώλεσε τη νομιμοποίησή της. Αυτή η θεσμική μεταβολή υπήρξε καθοριστική για τη γέννηση του πολιτικού φιλελευθερισμού και της δημοκρατικής εμπιστοσύνης.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ιστορική διαδρομή υπήρξε διαφορετική. Η κουλτούρα της οπλοκατοχής συνδέθηκε με τη μυθολογία της πρωτοπορίας, της ατομικής αυτάρκειας και της ελευθερίας απέναντι στην εξουσία. Ο ένοπλος άποικος, το αρχέτυπο του πολίτη που επιβιώνει και υπερασπίζεται μόνος τον εαυτό του, αποτέλεσε θεμελιώδες πρότυπο μιας δημοκρατίας που στήριξε μεγάλο μέρος της συλλογικής της ταυτότητας στην αυτονομία του ατόμου.
Η δεύτερη τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος, προϊόν μιας εποχής πολιτοφυλακών και πρώιμης δημοκρατικής ανασφάλειας, μετατράπηκε σταδιακά σε ιδεολογικό δόγμα: ότι η ελευθερία διασφαλίζεται μέσα από την ατομική ισχύ. Έτσι, ο αμερικανικός πολιτικός πολιτισμός αναπτύχθηκε πάνω στη δυσπιστία προς το κράτος, ενώ η Ευρώπη οικοδόμησε τη νομιμοποίησή της πάνω στην εμπιστοσύνη στους θεσμούς.
Αλλά οι ιστορικές αυτές διαφοροποιήσεις δεν αρκούν για να εξηγήσουν το ελληνικό παράδειγμα. Η ελληνική ανασφάλεια, βέβαια, δεν διαμορφώνεται επειδή υπάρχουν διαφορετικά διεθνή μοντέλα· διαμορφώνεται επειδή οι παγκόσμιες αφηγήσεις φόβου συναντούν ένα εγχώριο υπόστρωμα κόπωσης και αβεβαιότητας. Η παρατεταμένη κοινωνική πίεση, η διεύρυνση των ανισοτήτων και η εντύπωση ότι οι θεσμοί λειτουργούν στα όριά τους (όπως επιβεβαιώνουν και πρόσφατες μετρήσεις εμπιστοσύνης της Κάπα Research, του Eteron και άλλων δεξαμενών σκέψης) συγκροτούν ένα περιβάλλον όπου ο φόβος γίνεται πιο πειστικός από τα γεγονότα. Έτσι, η δημόσια συζήτηση δεν αντανακλά μόνο πραγματικές απειλές, αλλά και ένα διαρκές αίσθημα ευαλωτότητας που διαμορφώνει τον τρόπο με τον οποίο φανταζόμαστε την ασφάλεια.
Σε αυτό το πλαίσιο, η παρέμβαση του Άδωνι Γεωργιάδη αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Οι δηλώσεις του δεν προαναγγέλλουν αλλαγές στη νομοθεσία· όμως διευρύνουν το πλαίσιο του επιτρεπτού λόγου. Με τη διατύπωση μιας «προσωπικής άποψης», εισάγεται στο δημόσιο πεδίο μια ιδέα που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν εκτός ορίων. Πρόκειται για χαρακτηριστική μετατόπιση του Overton window: μια ακραία πρόταση δεν υιοθετείται, αλλά καθίσταται συζητήσιμη.
Η στρατηγική του Γεωργιάδη δεν αφορά τα όπλα· αφορά την αναπλαισίωση του συντηρητικού χώρου. Ως πολιτικός με βαθιές ρίζες στον δεξιό εθνολαϊκισμό, αλλά και με θεσμικό ρόλο σε ένα κεντροδεξιό κόμμα, επιχειρεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δύο ακροατήρια: εκείνο που βλέπει την ασφάλεια ως κρατικό καθήκον και εκείνο που την αντιλαμβάνεται ως ατομική ευθύνη.
Με τη ρητορική αυτή, ανοίγει χώρο προς τα δεξιά χωρίς να συγκρουστεί με την κυβερνητική γραμμή· μετατοπίζει το αφήγημα χωρίς να το μετατρέπει σε πολιτική. Με άλλα λόγια, λειτουργεί ως «γέφυρα»: ενσωματώνει σκληρότερες θέσεις στον θεσμικό λόγο, νομιμοποιώντας τες, χωρίς να αναλαμβάνει το κόστος να τις κάνει δόγμα. Γι’ αυτό και η παρέμβασή του είναι επιδραστική — όχι επειδή αλλάζει νόμους, αλλά επειδή αλλάζει όρια.
Η Αφροδίτη Λατινοπούλου κινείται σε συγγενή κατεύθυνση, αν και σε διαφορετικό επίπεδο. Η παρουσία της δεν περιορίζεται στα κοινωνικά δίκτυα· συνδυάζει ψηφιακό ακτιβισμό με τακτικές εμφανίσεις σε τηλεοπτικές εκπομπές και ενημερωτικά μέσα, διαμορφώνοντας ένα επικοινωνιακό προφίλ που αντλεί ισχύ από πολλαπλές πλατφόρμες. Ο λόγος της οργανώνεται γύρω από ένα συνεκτικό σχήμα: εγκληματικότητα, μετανάστευση και πολιτισμική μεταβολή συντίθενται σε ένα ενιαίο αφήγημα απειλής. Στο αφήγημα αυτό, η οπλοκατοχή λειτουργεί όχι ως πρακτικό μέσο αλλά ως συμβολικό δικαίωμα αυτοπροστασίας.
Η συνάφεια των δύο λόγων γίνεται ευκρινής σε αυτό ακριβώς το σημείο. Ο Άδωνις Γεωργιάδης επηρεάζει το θεσμικό πλαίσιο της συζήτησης, εισάγοντας νέες έννοιες στο δημόσιο πεδίο· η Λατινοπούλου επηρεάζει το κοινωνικό φαντασιακό, προσδίδοντας συναισθηματική ένταση και αναγνωρισιμότητα σε αυτές τις έννοιες. Αυτό που τους ενώνει είναι η κοινή τάση προς ατομικοποίηση της ασφάλειας· αυτό που τους διαφοροποιεί είναι ο τρόπος επιρροής: ο ένας δρα από το κέντρο του πολιτικού συστήματος, η άλλη από την περιφέρειά του.
Σε ένα τέτοιο τοπίο, η άκρα δεξιά αξιοποιεί μεθοδικά την απόσταση που νιώθει ο πολίτης από τους θεσμούς. Ο «οπλισμένος πολίτης» δεν προβάλλεται ως πρακτική λύση, αλλά ως σύμβολο αυτονομίας απέναντι σε μια αντιληπτή θεσμική αδυναμία· ένα πολιτικό φαντασιακό όπου η αυτοπροστασία υποκαθιστά τη συλλογική ασφάλεια. Το μοτίβο αυτό εμφανίζεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες: η πολιτική ταυτίζεται με την άμυνα έναντι ενός κόσμου που φαίνεται να αλλάζει γρηγορότερα από όσο μπορούν να εγγυηθούν οι θεσμοί. Έτσι, το αφήγημα της οπλοκατοχής αποκτά μεγαλύτερη απήχηση από όσο δικαιολογεί η πραγματική συγκυρία.
Σε μια τέτοια συνθήκη, η συζήτηση για την οπλοκατοχή λειτουργεί ως δείκτης ενός βαθύτερου μετασχηματισμού: η πολιτική δεν ορίζει πλέον το πλαίσιο της ασφάλειας, αλλά το πλαίσιο της ανασφάλειας. Και εκεί όπου η ανησυχία μετατρέπεται σε μόνιμο ερμηνευτικό υπόβαθρο, οι ατομικές λύσεις αρχίζουν να εμφανίζονται ως πιο «ρεαλιστικές» από τις θεσμικές. Το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι το όπλο, αλλά το ποιος ορίζει την έννοια του κινδύνου και για ποιον.
Η ελληνική ιστορική εμπειρία δείχνει ότι τέτοιες μετατοπίσεις δεν είναι ουδέτερες. Το όπλο υπήρξε σύμβολο ελευθερίας στην Επανάσταση, εργαλείο διαίρεσης στη μετεμφυλιακή περίοδο και αντικείμενο προοδευτικής απονομιμοποίησης στη Μεταπολίτευση. Η μεταπολιτευτική δημοκρατία στηρίχθηκε στην αρχή ότι η ασφάλεια αποτελεί ευθύνη των θεσμών και όχι του ιδιώτη.
Σήμερα, η κοινωνική κόπωση, οι οικονομικές πιέσεις και η υπερπληροφόρηση ενισχύουν αφηγήσεις που προσφεύγουν σε απλοποιητικά σχήματα. Η επανεμφάνιση της συζήτησης για την οπλοκατοχή δεν προοιωνίζεται αλλαγή νόμου· αλλάζει όμως τα όρια της δημόσιας συζήτησης.
Το αντίβαρο σε αυτή τη μετατόπιση δεν είναι η επιστροφή σε παρωχημένες βεβαιότητες, αλλά η ενίσχυση της θεσμικής εμπιστοσύνης μέσα από την αποτελεσματικότητα, τη συνέπεια και τη διαφάνεια. Μια δημοκρατία δεν κρίνεται από τον αριθμό των νόμων της· κρίνεται από το κατά πόσο οι πολίτες της αισθάνονται ότι δεν χρειάζεται να υποκαταστήσουν οι ίδιοι λειτουργίες που ανήκουν στο κράτος δικαίου. Η ασφάλεια θεμελιώνεται όχι στην ατομική ισχύ, αλλά στην προβλεψιμότητα των κανόνων, στη δικαιοσύνη των διαδικασιών και στην πεποίθηση ότι οι θεσμοί λειτουργούν προς όφελος όλων.
Το πραγματικό ερώτημα, επομένως, δεν είναι τεχνικό. Είναι θεσμικό και πολιτικό: αν η Ελλάδα θα παραμείνει μια δημοκρατία που αναθέτει την ασφάλεια στους δημόσιους θεσμούς ή αν θα μετακινηθεί σταδιακά προς μια λογική ιδιωτικοποίησης της προστασίας. Η επιλογή αυτή επηρεάζει όχι μόνο το ερώτημα της οπλοκατοχής, αλλά και την ίδια τη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος δικαίου.
*Η κ. Βέρα Τίκα είναι επιστημονική συνεργάτις στο Κέντρο Πολιτικών Ερευνών του Παντείου Πανεπιστημίου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Far-Right Analysis Network (FRAN)
