Οι γερμανοί πολίτες φαίνεται να κρατούν αποστάσεις από τον σκληρό δεξιό εξτρεμισμό, αλλά ταυτόχρονα χάνουν την πίστη τους στη δημοκρατία της.
Μια νέα έρευνα του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ (Friedrich-Ebert-Stiftung), που συνδέεται με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), αποτυπώνει αυτή την αντιφατική εικόνα: λιγότεροι πολίτες δηλώνουν ταύτιση με καθαρά ακροδεξιές αντιλήψεις, ωστόσο η εμπιστοσύνη των πολλών στους θεσμούς και στην αποτελεσματικότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος υποχωρεί δραματικά.
Μια στατιστική υποχώρηση με πολιτικό βάθος
Σύμφωνα με τη μελέτη, το ποσοστό των Γερμανών που δηλώνουν ανοιχτά ότι τους εκφράζει η ακροδεξιά κοσμοθεωρία μειώθηκε στο 3,3%, έναντι 8,3% πριν από δύο χρόνια. Η μείωση αυτή δείχνει ότι το πιο σκληρό, αδιαπραγμάτευτα εξτρεμιστικό κομμάτι της κοινωνίας έχει υποχωρήσει.
Ωστόσο, η έρευνα φανερώνει και μια άλλη, πιο αμφίσημη πραγματικότητα: ένα 20% των ερωτηθέντων δηλώνει «ουδέτερο» απέναντι σε κάποιες από τις βασικές αρχές της ακροδεξιάς ιδεολογίας, χωρίς να τις αποδέχεται ή να τις απορρίπτει.
Αυτή η «γκρίζα ζώνη» —όπως τη χαρακτηρίζουν οι ερευνητές— δεν είναι ακίνδυνη. Αντιθέτως, αποτελεί έναν χώρο ευάλωτο στη ρητορική των εξτρεμιστών, ειδικά σε περιόδους κοινωνικής και οικονομικής κρίσης.
Η μελέτη σημειώνει ότι μόλις το 6,6% των ερωτηθέντων απέρριψε κατηγορηματικά και τις 18 δηλώσεις με σαφώς ακροδεξιό περιεχόμενο που τέθηκαν στο ερωτηματολόγιο.
Το συμπέρασμα είναι ανησυχητικό: ενώ οι καθαρά εξτρεμιστές μειώνονται, η κοινωνική ανοχή απέναντι σε ορισμένα στοιχεία της ρητορικής τους φαίνεται να παραμένει υψηλή. Και αυτή η ανοχή μπορεί να μετατραπεί σε αποδοχή, αν προκύψει μια νέα περίοδος αβεβαιότητας.
Η «γκρίζα ζώνη» ως πολιτικό ρίσκο
Οι ερευνητές της Friedrich-Ebert-Stiftung προειδοποιούν ότι η μεσαία κοινωνική ζώνη, που αποφεύγει να τοποθετηθεί καθαρά, ενδέχεται να λειτουργήσει ως η βάση της νομιμοποίησης ακραίων ιδεών. Το 23% των συμμετεχόντων, για παράδειγμα, συμφωνεί με τη δήλωση ότι «ο απώτερος στόχος της γερμανικής πολιτικής θα πρέπει να είναι να δοθεί στη Γερμανία η δύναμη και η επιρροή που της αξίζει».
Περίπου ένας στους έξι (15%) θεωρεί ότι «θα έπρεπε να έχουμε έναν ηγέτη που να κυβερνά με πυγμή για το καλό όλων», μια διατύπωση που θυμίζει ανοιχτά αυταρχικές λογικές. Αυτή η τάση δεν έχει ιδεολογικές ρίζες, αλλά προκύπτει από την απογοήτευση και την κοινωνική ανασφάλεια — τα ίδια συναισθήματα που τροφοδότησαν την άνοδο της Ακροδεξιάς τα τελευταία χρόνια.
Οι ερευνητές μιλούν για «σημεία καμπής» (Tipping Points): απρόβλεπτα γεγονότα ή μακροχρόνιες διαδικασίες κανονικοποίησης ρητορικής που παλαιότερα θεωρούσαν ακραία. Η μετατόπιση δεν γίνεται απότομα, αλλά μέσα από μια αργή αποσάθρωση των ορίων του δημόσιου λόγου.
Ιδιαίτερα στο ζήτημα των προσφύγων και της μετανάστευσης, η μελέτη καταγράφει ανησυχητικές τάσεις. Σχεδόν το ένα τρίτο των ερωτηθέντων πιστεύει ότι «οι πρόσφυγες καταχρώνται το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας», ενώ ένα επιπλέον 36% δηλώνει «αναποφάσιστο». Έτσι, η άποψη ότι «η Γερμανία κατακλύζεται επικίνδυνα από ξένους» φαίνεται να έχει περάσει σταδιακά από το περιθώριο στο κέντρο της κοινωνικής συζήτησης.
Η σταδιακή «νομιμοποίηση» αυτών των απόψεων δημιουργεί —όπως σημειώνει η έκθεση— «γέφυρες» προς την ακροδεξιά ιδεολογία. Δεν πρόκειται πια για μειοψηφικά πιστεύω, αλλά για συζητήσεις της καθημερινότητας χωρίς τον φόβο για το αν θα χαρακτηριστούν ρατσιστικές ή ακραίες. Αυτή η μετάβαση από τον χώρο των άκρων στην κοινωνική «κανονικότητα» θεωρείται η πιο επικίνδυνη εξέλιξη.
Από τα πιο ανησυχητικά ευρήματα της μελέτης είναι ο διπλασιασμός των ποσοστών δεξιού εξτρεμισμού στους νέους ηλικίας 18–34 ετών: 7% έναντι 3,3% στο σύνολο του πληθυσμού. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι οι νεότερες γενιές, που διαμορφώνουν ακόμη την πολιτική τους ταυτότητα, εκτίθενται μαζικά σε ακροδεξιό περιεχόμενο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Οι ομάδες της Ακροδεξιάς και του δεξιού λαϊκισμού χρησιμοποιούν στοχευμένα την online επικοινωνία για να απευθυνθούν σε ένα κοινό που αναζητά απλές απαντήσεις σε σύνθετα προβλήματα. Η ρητορική τους εστιάζει στο θυμικό, ενσωματώνει συνθήματα περί «εθνικής ταυτότητας» και εκμεταλλεύεται την κούραση από τις συνεχείς κρίσεις — από την πανδημία μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή ανασφάλεια.
Επιπλέον, η έρευνα εντοπίζει έναν κοινωνικό μηχανισμό αναπαραγωγής αυταρχικών αντιλήψεων: όσοι μεγάλωσαν σε οικογένειες με αυστηρή, προσανατολισμένη στην επίδοση ή πειθαρχία ανατροφή, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να υιοθετήσουν αυταρχικές ή δεξιές εξτρεμιστικές τάσεις ως ενήλικες.
Κρίση εμπιστοσύνης στους δημοκρατικούς θεσμούς
Αν και το 79% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι «υποστηρίζει τη δημοκρατία», σχεδόν ένας στους τέσσερις πιστεύει ότι «η δημοκρατία στη Γερμανία δεν λειτουργεί». Μόνο το 52% θεωρεί ότι το πολιτικό σύστημα είναι «αποτελεσματικό», ενώ η εμπιστοσύνη στους θεσμούς έχει πέσει από το 62% (το 2021) στο 50,5% φέτος.
Η απογοήτευση από την πολιτική τάξη, τη γραφειοκρατία και η αίσθηση αδικίας υπονομεύει την ίδια τη βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι ερευνητές τονίζουν ότι πολλοί πολίτες έχουν μια «αντιφατική» σχέση με τη δημοκρατία: την αποδέχονται ως αρχή, αλλά δεν εμπιστεύονται πια τους θεσμούς που τη στηρίζουν.
Αυτή η αντίφαση —δημοκρατικός αυτοπροσδιορισμός χωρίς εμπιστοσύνη στη δημοκρατία— αποτελεί, σύμφωνα με τη μελέτη, το νέο πεδίο κινδύνου. Όταν οι πολίτες νιώθουν ότι η δημοκρατία δεν τους εκφράζει, γίνονται πιο δεκτικοί σε αυταρχικά αφηγήματα που υπόσχονται «αποφασιστικότητα» και «τάξη».
Η άνοδος μιας «φιλελεύθερης-αυταρχικής» νοοτροπίας
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα —και ίσως πιο ανησυχητικά— συμπεράσματα της μελέτης αφορά την εξάπλωση μιας νέας μορφής αυταρχισμού, καλυμμένου πίσω από φιλελεύθερα και ατομικιστικά επιχειρήματα. Το 25% των ερωτηθέντων συμμερίζεται την άποψη ότι «η αξία του ανθρώπου καθορίζεται από την απόδοσή του» — μια ιδεολογία που συνδυάζει νεοφιλελεύθερες αξίες με αυταρχικά πρότυπα κοινωνικής αξιολόγησης.
Αυτή η «φιλελεύθερη-αυταρχική» νοοτροπία, όπως τη χαρακτηρίζουν οι ερευνητές, συνδέεται με την ιδέα ότι «ο καθένας πρέπει να φροντίζει τον εαυτό του» και ότι η κοινωνία οφείλει να ανταμείβει μόνο τους «ικανότερους» και τους «άριστους». Στο πλαίσιο αυτό, η κοινωνική αλληλεγγύη και η προστασία των μειονοτήτων παρουσιάζονται ως εμπόδιο στην «πρόοδο».
Το 13% αυτής της ομάδας δείχνει, σύμφωνα με τη μελέτη, αυξημένη τάση προς πολιτική βία και ακροδεξιές αντιλήψεις. Οι ερευνητές υπογραμμίζουν ότι αυτή η εξέλιξη είναι επικίνδυνη γιατί μεταφέρει το αυταρχικό φρόνημα στο mainstream, χωρίς να φέρει τα στίγματα του παραδοσιακού εξτρεμισμού.
Η κοινωνία ανάμεσα στην ασφάλεια και την ελευθερία
Το συνολικό συμπέρασμα της μελέτης «Mitte-Studie 2024–25» είναι διττό: η Γερμανία φαίνεται να απορρίπτει τις πιο ακραίες μορφές δεξιού εξτρεμισμού, αλλά η κοινωνία της εισέρχεται σε μια περίοδο υπόγειας αυταρχικοποίησης και δυσπιστίας απέναντι στους θεσμούς.
Η «γκρίζα ζώνη» που περιγράφουν οι ερευνητές δεν είναι απλώς μια στατιστική κατηγορία. Είναι το κοινωνικό πεδίο όπου η αβεβαιότητα, η ανασφάλεια και η απογοήτευση από το πολιτικό σύστημα μπορούν να μετατραπούν σε αποδοχή του ισχυρού χεριού. Η πρόκληση για τη γερμανική δημοκρατία —και όχι μόνο— είναι να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη αυτής της μεγάλης, σιωπηλής πλειοψηφίας.
Όπως σημειώνει η ίδια η έκθεση, «η δημοκρατία δεν απειλείται πια τόσο από τους δηλωμένους εχθρούς της, όσο από εκείνους που σταδιακά χάνουν την πίστη τους σε αυτήν».
(Πηγή: Deutschlandfunk, Friedrich-Ebert-Stiftung, Mitte-Studie 2024–25)
