Η συνάντηση Τράμπ – Σι και οι προειδοποιήσεις Ντράγκι

Το εάν η συμφωνία αυτή θα θέσει τις βάσεις μιας πρόσκαιρης εκεχειρίας στον εν εξελίξει εμπορικό πόλεμο ή μιας συνολικότερης διευθέτησης των σχέσεων των δύο χωρών, μένει να φανεί

Η συνάντηση Τράμπ – Σι και οι προειδοποιήσεις Ντράγκι

Ενόψει της πολυαναμενόμενης συνάντησης του Αμερικανού προέδρου με τον Κινέζο ομόλογό του στις 30 Οκτωβρίου, οι αγορές φαίνεται να προεξοφλούν την υπογραφή μιας συμφωνίας-πλαισίου γύρω από τους δασμούς και τις σπάνιες γαίες.

Το εάν η συμφωνία αυτή θα θέσει τις βάσεις μιας πρόσκαιρης εκεχειρίας στον εν εξελίξει εμπορικό πόλεμο ή μιας συνολικότερης διευθέτησης των σχέσεων των δύο χωρών, μένει να φανεί.

Όπως σημείωσε πάντως με νόημα ο Ντάνιελ Κουρτς, εκδότης του Foreign Affairs, ό,τι κι αν συμφωνηθεί στη Σεούλ, η αντιπαράθεση ΟυάσιγκτονΠεκίνου δεν πρόκειται να καταλαγιάσει, εάν δεν ανατραπεί η σημερινή ισορροπία ισχύος.

Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την έκβαση του μεταξύ τους ανταγωνισμού στο πεδίο των νέων τεχνολογιών και ιδιαίτερα σε στρατηγικούς τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική, οι οποίοι κυοφορούν επαναστατικές αλλαγές στις υπηρεσίες, τη βιομηχανία και τα logistics.

Στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν σαφές —αν και διαρκώς μειούμενο— προβάδισμα, χάρη στην ηγετική τους θέση στην παραγωγή υψηλής τεχνολογίας ημιαγωγών και στα λεγόμενα foundational software.

Από την άλλη πλευρά, η Κίνα ελέγχει περίπου το 70% της παγκόσμιας παραγωγής και σχεδόν το 90% της επεξεργασίας και διακίνησης των σπανίων γαιών που είναι απαραίτητες για την κατασκευή αυτών των ημιαγωγών, καθώς και συσσωρευτών, αισθητήρων και μεταλλικών κραμάτων που χρησιμοποιούνται σε συστήματα και συσκευές υψηλής τεχνολογίας.

Στον τομέα της ρομποτικής ο ανταγωνισμός είναι ακόμη πιο αμφίρροπος. Οι ΗΠΑ διατηρούν συγκριτικό πλεονέκτημα σε κρίσιμες τεχνολογίες, όπως οι αισθητήρες και τα αντιληπτικά συστήματα, ενώ διαθέτουν εξαιρετικά οικοσυστήματα καινοτομίας γύρω από τα μεγάλα πανεπιστήμια της Βοστώνης, του Σαν Φρανσίσκο και του Πίτσμπουργκ.

Αντίθετα, η Κίνα έχει σαφές προβάδισμα στις εμπορικές και, κυρίως, στις βιομηχανικές εφαρμογές, διαθέτοντας πάνω από δύο εκατομμύρια εγκατεστημένες μονάδες, ήτοι το 54% του παγκόσμιου δυναμικού. Αυτό μεταφράζεται σε ένα ποιοτικό άλμα όσον αφορά στην παραγωγικότητα της κινεζικής βιομηχανίας αλλά και στην ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.

Στην μεγάλη εικόνα, οι αμερικανικοί δασμοί αποτελούν εν πολλοίς απόρροια αυτής της εξέλιξης, αν και η ικανότητά τους να κάμψουν την εξαγωγική δυναμική της κινεζικής οικονομίας παραμένει αβέβαιη.

Αυτό οφείλεται σε σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων και οι στρατηγικές επενδύσεις του Πεκίνου σε εμπορικούς διαδρόμους και δίκτυα μεταφορών. Οι νέες σιδηροδρομικές γραμμές με το Ουζμπεκιστάν, τη Μογγολία και το Λάος, καθώς και εκείνες που δρομολογούνται προς την Ταϊλάνδη, τη Μαλαισία και το Βιετνάμ, εδραιώνουν την κινεζική παρουσία στην Κεντρική, Βόρεια και Νοτιοανατολική Ασία σε βάρος του ανταγωνισμού.

Εξίσου ενδιαφέρουσα, υπό αυτό το πρίσμα, είναι και η πρόθεση του Πεκίνου να αξιοποιήσει εμπορικά τη θαλάσσια δίοδο προς τα μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια μέσω του ρωσικού Αρκτικού Κύκλου.

Στα μέσα Οκτωβρίου, κινεζικών συμφερόντων container ship ολοκλήρωσε το ταξίδι από το Νίνγκμπο-Τζόουσαν της Κίνας στο Φέλιξστοου του Ηνωμένου Βασιλείου σε μόλις είκοσι ημέρες — έναντι 40 έως 50 ημερών που απαιτεί η διαδρομή μέσω Σουέζ ή Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, αντίστοιχα.

Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαιτέρως ανησυχητική, καθώς καταδεικνύει τόσο την πρόθεση του Πεκίνου να ανακατευθύνει μεγάλο μέρος των εξαγωγών του προς τις ευρωπαϊκές αγορές (+14% σε ετήσια βάση), όσο και την ικανότητά του να συμπιέσει δραστικά τα κόστη μεταφοράς, ενισχύοντας περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα των κινεζικών προϊόντων.

Μέσα σε αυτό το ταχύτατα μεταβαλλόμενο γεωοικονομικό περιβάλλον, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με στρατηγικά αδιέξοδα, τα οποία ο Μάριο Ντράγκι ανέδειξε εναργώς στην πρόσφατη έκθεσή του για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα. Το υψηλό ενεργειακό κόστος, το σημαντικό έλλειμμα επενδύσεων, η ατελής οικονομική και κεφαλαιακή ολοκλήρωση, καθώς και η υστέρηση που παρατηρείται στις τεχνολογίες αιχμής, απειλούν όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, αλλά και τη γεωστρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η πρόσφατη απόφαση της ολλανδικής κυβέρνησης —υπό την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών— να θέσει υπό τον έλεγχό της τη Nexperia, εταιρεία κινεζικών συμφερόντων που εξειδικεύεται στην παραγωγή μικροτσίπ, καθώς και η συνακόλουθη απόφαση του Πεκίνου να περιορίσει τις εξαγωγές σπανίων γαιών, βραχυκυκλώνοντας την ευρωπαϊκή βιομηχανία, είναι ενδεικτικές του προβλήματος και των επάλληλων εξαρτήσεων που καλείται πλέον να διαχειριστεί η Ένωση.

Τούτου δοθέντος, το φιάσκο της επίσκεψης Βάντεφουλ στο Πεκίνο και η ατολμία που χαρακτηρίζει τους στρατηγικούς στόχους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2026 δεν προμηνύουν θετικές εξελίξεις.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version