Η λέξη «ρεντίκολο» έχει μια πλούσια διαδρομή από τη γαλλική αυλή του 18ου αιώνα έως τα λαϊκά καφενεία του 20ού. Είναι μία λέξη που κουβαλά ταυτόχρονα κομψότητα και γελοιοποίηση, ειρωνεία και κοινωνική παρατήρηση.
Η λέξη προέρχεται από το γαλλικό επίθετο ridicule, που σημαίνει «γελοίος», «αστείος», «άξιος χλευασμού». Στα γαλλικά του 18ου αιώνα, ο όρος πέρασε και ως ουσιαστικό, δηλώνοντας όχι μόνο το γελοίο πρόσωπο αλλά και ένα μικρό τσαντάκι που κρατούσαν οι κυρίες της εποχής — le ridicule ή le réticule.
Από εκεί ξεκινά και η διττή σημασία που απέκτησε η λέξη στα ελληνικά: αφενός το αντικείμενο, ένα μικρό πουγκί ή τσαντάκι· αφετέρου το γελοίο υποκείμενο, ο άνθρωπος που προκαλεί γέλιο, ειρωνεία ή οίκτο.
Από τη γαλλική λέξη ridicule —το γελοίο—, πέρασε στην ελληνική γλώσσα ως κάτι περισσότερο από χαρακτηρισμός: έγινε στάση απέναντι στην υπερβολή. Ρεντίκολο γίνεται εκείνος που έχει χάσει κάθε κύρος, κάθε σοβαρότητα, που εκτίθεται χωρίς να το καταλαβαίνει.
Το ρεντίκολο δεν γελοιοποιείται επειδή είναι κωμικό· γελοιοποιείται επειδή είναι παράταιρο μέσα στην κοινή αίσθηση του ποιος είναι πραγματικά σοβαρός και ποιος όχι. Είναι η στιγμή που κάποιος, κυνηγώντας την εικόνα του γίνεται μανιώδης του ενσταντανέ χάνοντας την ουσία. Και εκεί, κάπου ανάμεσα στο επιτηδευμένο ύφος και την απώλεια της ουσίας, αρχίζει η πολιτική μας τραγωδία.
Ο Ανρί Μπεργκσόν, στο δοκίμιό του Το Γέλιο, δίνει μια εξαιρετικά διαφωτιστική ερμηνεία: το γελοίο, προκαλεί τον μηχανισμό του γέλιου να εισβάλλει στην πραγματικότητα· κι αυτό συμβαίνει όταν κάποιος λειτουργεί με επικοινωνιακούς αυτοματισμούς, χωρίς ευαισθησία έχοντας χάσει τη δυνατότητα να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του.
Η έννοια του «ρεντίκολου» ξεπερνά την απλή γελοιοποίηση· υποδηλώνει απώλεια αξιοπρέπειας. Όποιος γίνεται ρεντίκολο δεν είναι απλώς αστείος· έχει χάσει την κοινωνική του θέση, το κύρος του, τη σοβαρότητά του στα μάτια των άλλων.
Γι’ αυτό και η λέξη φέρει μια έντονη κοινωνική φόρτιση — γίνεται εργαλείο κοινωνικού ελέγχου.
«Το γέλιο είναι μια κοινωνική άμυνα και συνάμα τιμωρία απέναντι στην ακαμψία»
Αυτή η φράση του Μπεργκσόν εξηγεί τέλεια το «ρεντίκολο». Ο άνθρωπος που γίνεται ρεντίκολο είναι αυτός που παγιδεύεται στην ακαμψία του ρόλου του, που δεν αντιλαμβάνεται τη στιγμή, που υπερβάλλει ή υποδύεται κάτι περισσότερο από αυτό που είναι.
Το «ρεντίκολο» δεν είναι τραγικό — είναι κωμικό μέσα στην τραγωδία του. Είναι η στιγμή που η υπερβολή του ανθρώπου εκθέτει τη ματαιότητα της εικόνας του.
Όπως το περιγράφει ο Μπεργκσόν, όταν κάποιος γίνεται ρεντίκολο, η κοινωνία γελά μαζί του όχι από κακία, αλλά από ανάγκη να αποκαταστήσει την ισορροπία.
Στην ελληνική χρήση, αυτή η λειτουργία φαίνεται καθαρά:
- Ο πολιτικός που υπερβάλλει για τις επιτυχίες και τη σπουδαιότητά του γίνεται ρεντίκολο.
- Ο κοσμικός που επιδεικνύει πλούτο χωρίς μέτρο γίνεται ρεντίκολο.
- Ο άνθρωπος που παίρνει υπερβολικά σοβαρά τον εαυτό του καταλήγει ρεντίκολο.
Το να γίνεις ρεντίκολο -με selfies, με γκριμάτσες, με υπερβολές, με εκτός τόπου και χρόνου δηλώσεις- είναι, δηλαδή, η τιμωρία της υπερβολής.
Στην κλασική γαλλική κωμωδία —ιδίως στον Μολιέρο— το «ridicule» είναι μια δύναμη κάθαρσης. Οι γελοίοι ήρωες, όπως ο Αρπαγκόν ή ο Φιλάργυρος, δεν είναι κακοί άνθρωποι· είναι παράλογοι, είναι αμετροεπείς, και το γέλιο του κοινού λειτουργεί ως καθαρτήριο.
Από τη γαλλική αυλή του 18ου αιώνα ως τις μέρες μας, ρεντίκολο παραμένει ο άνθρωπος που έχασε την αίσθηση του μέτρου, που έγινε θύμα της ίδιας του της πόζας.
Αν δούμε τη σύγχρονη πολιτική σκηνή μέσα από αυτό το πρίσμα, το ρεντίκολο δεν είναι απλώς ένας ανθρωπότυπος που λέει διάφορα άνευ ουσίας βαρύγδουπα από μικροφώνου ή που πιστεύει πως μία φωτογραφία μπορεί να υποκαταστήσει την πραγματικότητα. Είναι και πολιτικό σύμπτωμα. Είναι το προϊόν ενός πολιτικού συστήματος που επιμένει να παριστάνει ότι ελέγχει την πραγματικότητα, ότι πρωταγωνιστεί, ενώ η πραγματικότητα το έχει ήδη ξεπεράσει. Είναι το θεσμικό πρόσωπο που επιμένει να παίζει με τους παλιούς κανόνες, ενώ το παιχνίδι έχει αλλάξει. Είναι η πολιτικάντικη ρητορική που προσπαθεί να διατηρήσει ψήγματα σοβαρότητας μέσα στην πλήρη απώλεια αξιοπιστίας.
Δυστυχώς, όσο η πολιτική μας σκηνή εξακολουθεί να παράγει ρεντίκολα με την άνεση που άλλοτε παρήγαγε οράματα, τόσο θα γελάμε λιγότερο και θα ανησυχούμε περισσότερο.
