Συνηθίζουμε να λέμε ότι απέναντι στη μανία της φύσης, είμαστε όλοι ίσοι. Ότι μια πλημμύρα, μια πυρκαγιά ή ένας καύσωνας δεν κάνουν διακρίσεις. Αυτή η αντίληψη είναι μια βαθιά παρηγορητική, αλλά και επικίνδυνη πλάνη. Η κλιματική κρίση, το μεγαλύτερο στοίχημα της εποχής μας, δεν είναι καθόλου «τυφλή». Αντίθετα, λειτουργεί ως ένας αμείλικτος μεγεθυντικός φακός που φωτίζει και βαθαίνει τις ήδη υπάρχουσες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα μπορεί να έχουν φυσικά αίτια, αλλά οι συνέπειες τους, το ποιος πλήττεται περισσότερο και ποιος έχει τη δυνατότητα να σταθεί ξανά στα πόδια του, είναι ζήτημα απολύτως ταξικό, οικονομικό και πολιτικό.
Στην Ελλάδα του σήμερα, βιώνουμε αυτή την αλήθεια με τον πιο τραγικό τρόπο. Η κλιματική κρίση δεν είναι πλέον μια μακρινή απειλή, αλλά μια βίαιη πραγματικότητα που αναδιανέμει τον κίνδυνο και την απώλεια, χτυπώντας δυσανάλογα τους φτωχότερους, τους πιο ευάλωτους, την περιφέρεια. Ταυτόχρονα, η ίδια η λύση, η λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», αν δεν σχεδιαστεί με όρους απόλυτης κοινωνικής δικαιοσύνης, κινδυνεύει να μετατραπεί από ευκαιρία σε ένα νέο βάρος για τα νοικοκυριά που ήδη αγωνίζονται να επιβιώσουν. Το παρόν κείμενο πολιτικής, εξετάζει ακριβώς αυτή την έννοια της κλιματικής αδικίας: πώς οι φυσικές καταστροφές αποκαλύπτουν τις κοινωνικές μας πληγές και πώς η απάντηση μας σε αυτές οφείλει να είναι τόσο περιβαλλοντική όσο και κοινωνική.
Οι εικόνες από τις καταστροφικές πλημμύρες του Daniel στη Θεσσαλία το 2023 και τις εφιαλτικές πυρκαγιές στον Έβρο, τη Ρόδο και την Χίο τα προηγούμενα χρόνια, έχουν χαραχτεί στη συλλογική μας μνήμη. Πέρα από τον ανθρώπινο πόνο και την οικολογική καταστροφή, οι τραγωδίες αυτές λειτούργησαν και ως μια ακτινογραφία της κοινωνικής μας δομής. Ποιοι ήταν οι άνθρωποι που έχασαν τα πάντα;
Στον πλημμυρισμένο θεσσαλικό κάμπο, αυτοί που είδαν τις περιουσίες τους να πνίγονται στη λάσπη δεν ήταν οι μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις με την ισχυρή τραπεζική χρηματοδότηση και τις πολιτικές διασυνδέσεις. Ήταν οι μικροί και μεσαίοι αγρότες, οι κτηνοτρόφοι που έχασαν ολόκληρα κοπάδια, οι κάτοικοι των χωριών που είδαν τα σπίτια τους, συχνά ανασφάλιστα και χτισμένα με τους κόπους μιας ζωής, να καταστρέφονται ολοσχερώς. Ήταν οι άνθρωποι με τη μικρότερη οικονομική ανθεκτικότητα και τη λιγότερη πρόσβαση στους μηχανισμούς πληροφόρησης και κρατικής αρωγής.
Αντίστοιχα, στις πυρκαγιές του Έβρου, αυτοί που έχασαν τα μέσα παραγωγής τους ήταν οι μελισσοκόμοι, οι ρητινοκαλλιεργητές και οι κτηνοτρόφοι των οποίων η επιβίωση ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με το δασικό οικοσύστημα. Όπως τονίζουν περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως η WWF Ελλάς, η «ευαλωτότητα» απέναντι σε μια φυσική καταστροφή δεν είναι δεδομένη. Είναι κοινωνικά κατασκευασμένη. Προκύπτει από τη χρόνια εγκατάλειψη της υπαίθρου, την απουσία ουσιαστικών έργων πρόληψης (αντιπλημμυρικών, αντιπυρικών ζωνών) και την έλλειψη στήριξης των τοπικών, βιώσιμων οικονομιών που είναι και οι καλύτεροι φύλακες του τόπου τους.
Η κλιματική αδικία δεν εκδηλώνεται μόνο στην ύπαιθρο. Είναι εξίσου παρούσα, αν και πιο αθόρυβη, μέσα στις πόλεις μας. Ένας καύσωνας διάρκειας μίας εβδομάδας δεν βιώνεται το ίδιο από όλους τους κατοίκους της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης.
Οι επιστήμονες μιλούν για το φαινόμενο της «αστικής θερμικής νησίδας». Οι πυκνοδομημένες, τσιμεντένιες γειτονιές με ελάχιστο πράσινο, όπως η Κυψέλη, τα Πατήσια ή οι δυτικές συνοικίες, διατηρούν τη θερμότητα και μπορεί να έχουν θερμοκρασίες αρκετούς βαθμούς υψηλότερες από τα πιο πράσινα, αραιοκατοικημένα προάστια. Σε αυτές ακριβώς τις γειτονιές ζουν συνήθως τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Ας φανταστούμε την αντίθεση: από τη μία, ένας ηλικιωμένος συνταξιούχος που ζει μόνος του σε ένα διαμέρισμα τελευταίου ορόφου, σε μια παλιά πολυκατοικία χωρίς μόνωση και χωρίς κλιματισμό,
αντιμετωπίζει άμεσο κίνδυνο για την υγεία και τη ζωή του. Από την άλλη, μια οικογένεια σε ένα σύγχρονο, καλά μονωμένο σπίτι με κλιματισμό και κήπο στα βόρεια προάστια, βιώνει τον καύσωνα ως μια απλή ενόχληση. Εδώ κάνει την εμφάνιση της και η «ενεργειακή φτώχεια». Ακόμη και αν υπάρχει ένα παλιό κλιματιστικό στο σπίτι, πολλά νοικοκυριά φοβούνται να το χρησιμοποιήσουν λόγω του υπέρογκου κόστους του ρεύματος, επιλέγοντας να υπομείνουν συνθήκες επικίνδυνες για την υγεία.
Η απάντηση στην κλιματική κρίση είναι η ταχεία μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών ρύπων. Αυτή η «πράσινη μετάβαση» είναι απολύτως αναγκαία, αλλά ο τρόπος που σχεδιάζεται και υλοποιείται σήμερα κινδυνεύει να δημιουργήσει ένα νέο κύμα ανισοτήτων.
Το κόστος των πράσινων τεχνολογιών είναι υψηλό. Ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο, μια αντλία θερμότητας, η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στη στέγη, απαιτούν ένα σημαντικό αρχικό κεφάλαιο. Τα κρατικά προγράμματα επιδοτήσεων, όπως το «Εξοικονομώ», ενώ είναι καλοδεχούμενα, συχνά ευνοούν αυτούς που ήδη έχουν την οικονομική δυνατότητα να καλύψουν την ιδιωτική συμμετοχή, αφήνοντας πίσω τα πιο φτωχά νοικοκυριά που έχουν και τη μεγαλύτερη ανάγκη για ενεργειακή αναβάθμιση.
Την ίδια στιγμή, η εγκατάσταση γιγαντιαίων αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων από μεγάλες ενεργειακές εταιρείες γίνεται συχνά χωρίς ουσιαστικό διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες. Καταλαμβάνει γεωργική ή δασική γη, αλλοιώνει το τοπίο και τα οφέλη (οικονομικά και ενεργειακά) σπάνια επιστρέφουν στους κατοίκους της περιοχής. Αντί για μια δημοκρατική μετάβαση, βλέπουμε τη δημιουργία μιας νέας μορφής «πράσινης» ολιγαρχίας.
Μια προοδευτική πολιτική δεν μπορεί να βλέπει το περιβάλλον και την κοινωνική δικαιοσύνη ως δύο ξεχωριστά ζητήματα. Είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η απάντηση μας στην κλιματική κρίση πρέπει να είναι ταυτόχρονα και απάντηση στις ανισότητες.
- Δημιουργία “ταμείου δίκαιης πράσινης μετάβασης”: Προτείνεται η δημιουργία ενός νέου, εθνικού ταμείου που θα χρηματοδοτείται από έναν συνδυασμό πόρων: από τη φορολόγηση των υπερκερδών των εταιρειών ενέργειας, από τα έσοδα του συστήματος εμπορίας ρύπων και από έναν ειδικό φόρο στα ορυκτά καύσιμα. Σκοπός του ταμείου θα είναι η στοχευμένη στήριξη των πιο ευάλωτων. Θα επιδοτεί με πολύ υψηλά ποσοστά (έως και 100%) την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων, θα ενισχύει τους μικρούς αγρότες για τη μετάβαση σε βιώσιμες καλλιέργειες και θα χρηματοδοτεί προγράμματα επανεκπαίδευσης για τους εργαζόμενους που πλήττονται από την απολιγνιτοποίηση.
- Εθνικό σχέδιο πρόληψης και όχι αντιμετώπισης: Η χώρα δεν αντέχει άλλο να τρέχει πίσω από τις καταστροφές μετρώντας πληγές και μοιράζοντας ανεπαρκείς αποζημιώσεις. Απαιτείται μια ριζική αλλαγή παραδείγματος, με μετατόπιση του βάρους από την καταστολή στην πρόληψη. Αυτό σημαίνει ένα πολυετές, εθνικό πρόγραμμα επενδύσεων σε ουσιαστικά έργα υποδομής: σύγχρονα αντιπλημμυρικά έργα, καθαρισμός και διαχείριση των δασών βάσει επιστημονικών μελετών, δημιουργία αντιπυρικών ζωνών. Παράλληλα, απαιτείται η ενίσχυση της Πολιτικής Προστασίας σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, με πόρους, μέσα και εκπαίδευση, ώστε η πρόληψη να ξεκινά από την ίδια την τοπική κοινωνία.
- Δημόσιος έλεγχος και δημοκρατία στις ΑΠΕ: Η ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας είναι μονόδρομος, αλλά δεν μπορεί να γίνεται εις βάρος του περιβάλλοντος και των τοπικών κοινωνιών. Απαιτείται ένας αυστηρός εθνικός χωροταξικός σχεδιασμός που θα ορίζει πού επιτρέπεται και πού όχι η εγκατάσταση ΑΠΕ. Παράλληλα, το κράτος οφείλει να προωθήσει ενεργά το μοντέλο των Ενεργειακών Κοινοτήτων, όπου οι ίδιοι οι πολίτες και οι Δήμοι μπορούν να δημιουργήσουν και να διαχειριστούν τα δικά τους πάρκα ΑΠΕ, με τα έσοδα να μένουν στον τόπο τους. Αυτό μετατρέπει τους πολίτες από παθητικούς καταναλωτές σε ενεργούς παραγωγούς ενέργειας και δημοκρατικοποιεί την ενεργειακή μετάβαση.
Η κλιματική κρίση δεν είναι απλώς ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα. Είναι το μεγαλύτερο κοινωνικό και οικονομικό ζήτημα της γενιάς μας. Η αντιμετώπιση της με όρους που αγνοούν τις ανισότητες είναι καταδικασμένη να αποτύχει και ηθικά απαράδεκτη. Η ψευδής αντίθεση «περιβάλλον ή οικονομία» πρέπει να τελειώσει. Ένα βιώσιμο περιβάλλον και μια ανθεκτική οικονομία μπορούν να υπάρξουν μόνο μέσα σε μια δίκαιη κοινωνία. Η επιλογή για μια πράσινη Ελλάδα είναι αδιαχώριστη από την επιλογή για μια δίκαιη Ελλάδα για όλους, και όχι μόνο για τους λίγους ‘τυχερούς’.
* Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου
