«Αποστολή της Δικαιοσύνης είναι η ποιοτική επίλυση των διαφορών σε εύλογο χρόνο». Σε διαφορετική περίπτωση, ο θεσμός «εκτίθεται ανεπανόρθωτα απέναντι στον πολίτη και την κοινωνία». Αυτά δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Μιχάλης Πικραμένος, σε συνέντευξή του στο «NB Daily», με αφορμή την αυγή του νέου δικαστικού έτους.
Ευρισκόμενος στα ηνία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου από το καλοκαίρι του 2024 μέχρι τον Ιούνιο του 2027, οπότε και λήγει η θητεία του, έχει κληθεί να αναμετρηθεί με έναν χρόνιο μεταπολιτευτικό «δαίμονα» της χώρας: τους βραδύτατους ρυθμούς απονομής της Δικαιοσύνης.
Με βάση την ευρωπαϊκή του εμπειρία και τα συγκεκριμένα βήματα που έχουν ήδη δρομολογηθεί, έχει θέσει έναν ξεκάθαρο στόχο: το Συμβούλιο της Επικρατείας να «καταστεί ένα ευρωπαϊκό ανώτατο δικαστήριο σε όλες τις εκφάνσεις της δραστηριότητάς του και όχι μόνο στην ποιότητα των δικαστών και των αποφάσεών του».
Τα μέτρα για ένα ταχύτερο Συμβούλιο της Επικρατείας
Αναφορικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την επιτάχυνση των διαδικασιών στο ΣτΕ, αλλά και για όσα ακόμη πρέπει να γίνουν, τόνισε: «Έχουν ληφθεί αρκετά μέτρα, τα οποία προέρχονται από την ευρωπαϊκή εμπειρία και στοχεύουν στον εξορθολογισμό και την απλούστευση διαδικασιών που συνδέονται με τον χρόνο περαίωσης των υποθέσεων. Μεταξύ αυτών μπορώ να αναφέρω την προτεραιότητα στην περαίωση των υποθέσεων που εισάγονται στην Ολομέλεια, τη θέσπιση κανόνων από τη Διοικητική Ολομέλεια για τη σύνταξη των προεισηγήσεων, καθώς και για τη σύνταξη σχεδίου απόφασης με πιο λιτό περιεχόμενο. Επίσης, τη μείωση του χρόνου ανάγνωσης των εκθέσεων από τον εισηγητή δικαστή και των αγορεύσεων των δικηγόρων στο ακροατήριο της Ολομέλειας, όπως και την ενθάρρυνση του διαλόγου μεταξύ έδρας και δικηγόρων. Ακόμη, τον ορισμό τριμηνιαίας στοχοθεσίας για όλους τους δικαστές, με σκοπό την παρακίνηση στον προγραμματισμό των υποθέσεων και την περαίωσή τους σε εύλογο χρόνο, την εξοικείωση των δικηγόρων με τη νέα δικονομία μέσω της έκδοσης πρακτικού οδηγού, αλλά και την κωδικοποίηση της νομοθεσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας από νομοπαρασκευαστική επιτροπή, η οποία σύντομα θα ολοκληρώσει το έργο της.
Επόμενα απαραίτητα βήματα που θα ενισχύσουν το Δικαστήριο σε ανθρώπινο δυναμικό, κτιριακές εγκαταστάσεις και τεχνικές υποδομές είναι η προκήρυξη διαγωνισμού για την πρόσληψη πενήντα δικαστικών υπαλλήλων, ο οποίος θα διεξαχθεί από το ίδιο το Δικαστήριο, προκειμένου να ενισχυθεί το υπαλληλικό δυναμικό. Επίσης, η επιστροφή της έδρας στο ανακαινισμένο Αρσάκειο, στο τέλος του τρέχοντος έτους, η ταχεία προώθηση της ανακαίνισης του κτιρίου επί της οδού Σανταρόζα, το οποίο παραχωρήθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης και τον Δήμο Αθηναίων, καθώς και η αναβάθμιση της ψηφιοποίησης του Δικαστηρίου, που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη».
Σε ό,τι αφορά τη νέα δικονομία του Δικαστηρίου, ο κ. Πικραμένος υπογράμμισε: «Στη νέα δικονομία προστέθηκε η ρύθμιση του ν. 5221/2025, σχετικά με την άδεια για τις αιτήσεις αναιρέσεως του Δημοσίου και ορισμένων ακόμη δημοσίων φορέων. Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες αιτήσεις θα εισάγονται σε τριμελή σύνθεση, η οποία σε συμβούλιο θα αποφασίζει αν πρέπει να εισαχθούν στο ακροατήριο. Σε περίπτωση που κριθεί ότι δεν εισάγονται, θα αρχειοθετούνται χωρίς αιτιολογία.
Με αυτή τη ρύθμιση, επιταχύνεται η απονομή της Δικαιοσύνης. Επομένως, συνεχίζουμε την εφαρμογή της νέας, εμπλουτισμένης πλέον, δικονομίας με στόχο τη βελτίωση της παρεχόμενης δικαστικής προστασίας και την επιτάχυνση του έργου του Δικαστηρίου. Είναι, ωστόσο, πολύ νωρίς για την εξαγωγή συμπερασμάτων, καθώς όλα βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη».
Επαναφέροντας την εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη
Προκειμένου η Δικαιοσύνη να ανακτήσει το έδαφος που έχει χάσει λόγω της μειωμένης εμπιστοσύνης των πολιτών προς τον θεσμό, ο Πρόεδρος του ΣτΕ στέκεται σε τρία σημεία: «Το πρώτο στοιχείο που απαιτεί βελτίωση είναι η περαίωση των υποθέσεων εντός εύλογου χρόνου από την εισαγωγή τους στο δικαστήριο. Όταν οι αποφάσεις εκδίδονται μετά από χρόνια, η Δικαιοσύνη εκτίθεται ανεπανόρθωτα απέναντι στον πολίτη και την κοινωνία. Το δεύτερο στοιχείο είναι ο δημόσιος λόγος των δικαστών, ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από αυτοσυγκράτηση και ευπρέπεια. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, η οποία γίνεται πολλές φορές χωρίς την τήρηση ορίων. Το τρίτο στοιχείο είναι η προβολή μαξιμαλιστικών οικονομικών αιτημάτων από τις δικαστικές ενώσεις, κατά παραγνώριση της επικρατούσας κατάστασης στην ελληνική κοινωνία. Επίσης, οι ανακοινώσεις ορισμένων ενώσεων που εμπλέκουν τη Δικαιοσύνη σε ζητήματα πολιτικής, τα οποία είναι πιθανό να απασχολήσουν τα δικαστήρια επ’ ευκαιρία ελέγχου νομοθετικών ρυθμίσεων, πλήττουν τις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας που διέπουν τη δικαστική κρίση».
Η ευθύνη των δικαστών και η ανάγκη αυτοκριτικής
Περαιτέρω, ο κ. Πικραμένος αναγνώρισε με αυτοκριτική διάθεση ότι για την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών στη Δικαιοσύνη μερίδιο ευθύνης φέρουν και οι δικαστές, τονίζοντας: «Ασφαλώς φέρουν μερίδιο ευθύνης, καθώς είναι άμεσα όργανα της Πολιτείας, των οποίων ο λόγος, η δραστηριότητα και το παραγόμενο έργο επηρεάζουν την κοινωνία και το κράτος. Δυστυχώς, ορισμένοι δικαστές δεν αντιλαμβάνονται τον βαρύνοντα ρόλο τους ως άμεσα όργανα της Πολιτείας και θεωρούν ότι είναι απλώς εργαζόμενοι που διαρκώς διεκδικούν δικαιώματα, υποβαθμίζοντας τις υποχρεώσεις τους».
Ευρωπαϊκές πρακτικές
Στην εξίσωση της συζήτησης μπαίνουν και οι καλές πρακτικές του εξωτερικού, τις οποίες ο ίδιος έχει γνωρίσει λόγω των επαφών με τους ομολόγους του. Όπως παρατηρεί: «Υπάρχουν κάποια στοιχεία που εκείνοι διαθέτουν και εμείς όχι, με αποτέλεσμα να υστερούμε στην ποσότητα του παραγόμενου έργου, διότι στην ποιότητα θεωρώ ότι βρισκόμαστε σε εξίσου υψηλό επίπεδο. Το πρώτο είναι το πολυάριθμο υπαλληλικό προσωπικό, το οποίο αναλαμβάνει το μη δικαιοδοτικό κομμάτι του δικαστηρίου και απελευθερώνει τους δικαστές από το βάρος των διοικητικών καθηκόντων, όπως π.χ. επιτροπές πληροφορικής, ασφάλειας κτιρίου, προμηθειών, δημοσίων σχέσεων και επικοινωνίας. Το δεύτερο είναι η αρχειοθέτηση μεγάλου αριθμού υποθέσεων που δεν θέτουν σημαντικά νομικά ζητήματα, χωρίς μάλιστα να απαιτείται αιτιολόγηση για την κρίση αυτή. Για αυτόν τον λόγο θεωρώ άδικη τη σύγκριση του ελληνικού ΣτΕ με τα ευρωπαϊκά, ως προς τον χρόνο περαίωσης των υποθέσεων και τον αριθμό αποφάσεων, διότι εμείς εργαζόμαστε με μεγαλύτερες επιβαρύνσεις, γεγονός που προκαλεί καθυστερήσεις.
Θετικό, βέβαια, είναι ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και η Βουλή ανταποκρίθηκαν στην ανάγκη να προσεγγίσουμε τα ευρωπαϊκά ανώτατα δικαστήρια. Στον πρόσφατο νόμο για τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπεται η αύξηση των θέσεων των δικαστικών υπαλλήλων, καθώς και η εισαγωγή της «άδειας» για τις αιτήσεις αναιρέσεως του Δημοσίου, όπως προανέφερα, δηλαδή η αρχειοθέτηση των υποθέσεων που δεν εμφανίζουν σημαντικά νομικά ζητήματα χωρίς αιτιολογία της σχετικής κρίσης.
Επίσης, σημαντικό στοιχείο για τη Δικαιοσύνη στην Ευρώπη είναι η εξωστρέφεια των δικαστηρίων, και ιδίως των ανωτάτων. Στο πλαίσιο αυτό η Διοικητική Ολομέλεια όρισε εκπρόσωπο Τύπου και τον αναπληρωτή του, οι οποίοι μεριμνούν για την ενημέρωση των δημοσιογράφων και του κοινού, με την έκδοση ανακοινώσεων, με την εξήγηση των σημαντικών αποφάσεών μας μέσω σύνταξης ερωταπαντήσεων και με την προβολή, εν γένει, του έργου του Δικαστηρίου. Στο ίδιο πλαίσιο οι εκπρόσωποι Τύπου εργάστηκαν και για την προετοιμασία ενός μεγάλου συνεδρίου που θα πραγματοποιηθεί στις 23.9.2025, το οποίο διοργανώνεται με τη συμβολή του Συμβουλίου της Επικρατείας και έχει θέμα: «Δικαιοσύνη: Θεμέλιο Ανάπτυξης και Ευημερίας».
Πλειοψηφία οι δικαστές που εργάζονται «με αφοσίωση και ακεραιότητα»
Σχετικά με τις απόψεις οι οποίες κατά καιρούς διατυπώνονται για παρεμβάσεις στο έργο των δικαστών που μειώνουν την ανεξαρτησία τους, ο κ. Πικραμένος παίρνει θέση, στέκεται δε και στον ρόλο που επιτελεί ο Πρόεδρος εντός του θεσμού. Όπως σημειώνει: «Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν παθογένειες και προβλήματα στη Δικαιοσύνη, όπως επίσης και δικαστές που δεν στέκονται στο ύψος των περιστάσεων. Επειδή, όμως, στην εποχή μας κυριαρχούν ο καταγγελτικός λόγος και οι θεωρίες συνωμοσίας, κατασκευάζονται επικοινωνιακού τύπου σενάρια, τα οποία πλήττουν ανεξέλεγκτα ακόμη και δικαστές που κάνουν σωστά τη δουλειά τους. Έτσι, δημιουργείται η εικόνα μιας γενικευμένης αποσύνθεσης της Δικαιοσύνης. Απέναντι σε αυτήν την κατάσταση, οι δικαστές που εργάζονται με αφοσίωση και ακεραιότητα, που αποτελούν την πλειοψηφία, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να επεξεργάζονται τις υποθέσεις με αντικειμενικότητα, σε εύλογο χρόνο, και να τεκμηριώνουν τις αποφάσεις τους με πληρότητα. Ειδικότερα, ο ρόλος του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι να μεριμνά για την εκδίκαση των υποθέσεων, ιδίως εκείνων της Ολομέλειας στην οποία προεδρεύει, σε εύλογο χρόνο και για την εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση των αποφάσεων. Παράλληλα, για τους δικαστές που τίθενται ζητήματα ήθους, συμπεριφοράς ή επί μακρόν μειωμένης απόδοσης, ο Πρόεδρος πρέπει να κινεί τις προβλεπόμενες διαδικασίες».
Κληθείς να σχολιάσει ζήτημα της οικονομικής εξάρτησης της Δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία, και με αφορμή το παράδειγμα της Γαλλίας, σημειώνει: «Θα έλεγα ότι δεν αποτελεί τροχοπέδη για την ανεξαρτησία, αλλά δημιουργεί προβλήματα στην εύρυθμη καθημερινή λειτουργία των δικαστηρίων, δηλαδή στην απρόσκοπτη διεκπεραίωση του παραγόμενου δικαιοδοτικού και διοικητικού έργου τους. Το ζήτημα αυτό πρέπει να λυθεί με την πρόβλεψη, σε ετήσια βάση, ενός επαρκούς ποσού, το οποίο θα διαχειρίζεται το ίδιο το δικαστήριο. Υπάρχουν εδώ και χρόνια οι πάγιες προκαταβολές, αλλά πρέπει να ενισχυθούν τα χορηγούμενα ποσά και να απλουστευθούν οι διαδικασίες, ώστε να καταστεί δυνατή η ευέλικτη αντιμετώπιση των καθημερινών αναγκών».
Σηκώνοντας το γάντι στην κριτική για τη «βιασύνη» του ΣτΕ σε σειρά αποφάσεων
Η ποιότητα και η ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης θεωρούνται από πολλούς ως ασύμβατες έννοιες. Με αφορμή τα σχόλια που προκάλεσαν οι πρόσφατες δικαστικές εξελίξεις για τα μη κρατικά πανεπιστήμια, εξηγεί πώς η διαδικασία του Ανώτατου Δικαστηρίου διασφαλίζει και τα δύο, απαντώντας παράλληλα σε αιτιάσεις της νομικής κοινότητας. Πιο συγκεκριμένα, επισημαίνει: «Όπως προανέφερα, αποστολή της Δικαιοσύνης είναι η ποιοτική επίλυση των διαφορών σε εύλογο χρόνο. Ειδικά οι υποθέσεις που εισάγονται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι μεγάλης σπουδαιότητας και από τις αποφάσεις που λαμβάνονται εξαρτάται η πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας. Θεωρώ, λοιπόν, ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας πρέπει να περαιώνονται σε διάστημα μικρότερο των δώδεκα μηνών από την κατάθεση του ενδίκου βοηθήματος. Οι δικαστές του Συμβουλίου της Επικρατείας διαθέτουν εμπειρία, ικανότητες και ποιότητα, και μπορούν μέσα σε αυτό το χρονικό πλαίσιο να ολοκληρώνουν δυσχερείς υποθέσεις μεγάλης σημασίας.
Αυτό αποδείχθηκε το δικαστικό έτος που πέρασε, όταν αρκετές υποθέσεις περαιώθηκαν σε λίγους μήνες με πληρέστατη αιτιολογία, όπως οι υποθέσεις του ΝΟΚ, της Τουρκίας ως ασφαλούς χώρας, της παραβίασης προσωπικών δεδομένων πολιτών από υποψήφιο σε εκλογές, της συνταγματικότητας των επιτροπών προσφυγών κ.ά. Στο ίδιο πλαίσιο κινηθήκαμε και για τις υποθέσεις των μη κρατικών πανεπιστημίων: οι αιτήσεις ακυρώσεως κατατέθηκαν τον Νοέμβριο, οι υποθέσεις δικάστηκαν τον Απρίλιο, η διάσκεψη έγινε τον Ιούνιο και επίκειται η δημοσίευση των αποφάσεων. Αυτοί οι χρόνοι ανταποκρίνονται σε ένα πραγματικό ευρωπαϊκό δικαστήριο ανώτατου επιπέδου, καθώς βοηθούν τη χώρα και τους πολίτες να οργανώνουν το μέλλον με ασφάλεια δικαίου.
Να τονίσω, ακόμη, ότι με τις Νομικές Σχολές οι σχέσεις μας είναι άριστες και συνεργαζόμαστε για το καλό της νομικής εκπαίδευσης και της Δικαιοσύνης. Μου προκάλεσε, ωστόσο, απορία ότι ορισμένα μέλη της νομικής κοινότητας, όχι μόνο καθηγητές, έσπευσαν να σχολιάσουν τόσο την απόφαση του ΣτΕ για τα μη κρατικά ΑΕΙ όσο και την απόφαση του ΑΕΔ για τους «Σπαρτιάτες», πριν ακόμη δημοσιευθεί το σκεπτικό. Στηρίχθηκαν στις ανακοινώσεις που εκδώσαμε και για τις οποίες ακούστηκαν επικρίσεις: α) γιατί εκδόθηκαν, β) γιατί δεν δημοσιεύθηκαν οι αποφάσεις για τα μη κρατικά ΑΕΙ μέσα σε έναν μήνα από την ανακοίνωση.
Ως προς το πρώτο σκέλος, δηλαδή την παράθεση σχολίων και κριτικής, σημειώνω ότι μέλη της νομικής κοινότητας, αντί να αναμένουν το σκεπτικό των αποφάσεων και να ασκήσουν τεκμηριωμένη, ακόμη και σκληρή, κριτική επί των σκέψεων, με επιστημονική υπευθυνότητα, σχολιάζουν το διατακτικό και διατυπώνουν υποθετικές σκέψεις για το περιεχόμενο των αποφάσεων. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης δεν βοηθά τον επιστημονικό διάλογο και αποπροσανατολίζει τους πολίτες. Να υπενθυμίσω ότι στη θεωρία του δικαίου αναδεικνύεται ο θεσμός της δίκης ως θεμελιώδης για την έννομη τάξη και, παράλληλα, επισημαίνεται ότι η νομιμοποίηση της Δικαιοσύνης είναι η αιτιολογία των αποφάσεών της. Ο σχολιασμός μόνο του διατακτικού από τη νομική κοινότητα ακυρώνει τον θεσμό της δίκης και, στην ουσία, αρνείται τον νομιμοποιητικό ρόλο της αιτιολογίας της απόφασης. Τα μέλη της νομικής κοινότητας έχουν την επιστημονική υποχρέωση να επιφυλάσσονται μέχρι τη δημοσίευση του σκεπτικού, ώστε να λάβουν θέση με την παράθεση επιχειρημάτων. Ακόμη κι αν χρειαστεί να περιμένουν, το ζητούμενο δεν είναι η γρήγορη αντίδραση και ο επικοινωνιακός εντυπωσιασμός, αλλά η ουσιαστική κριτική. Το ίδιο ισχύει και για όσους θέλουν να επιδοκιμάσουν μια απόφαση, διότι και σε αυτή την περίπτωση είναι απαραίτητη η παράθεση επιχειρημάτων που να πείθουν ότι η απόφαση είναι ορθή.
Ως προς το δεύτερο σκέλος, τις ανακοινώσεις, τονίζω ότι η έκδοσή τους προβλέπεται από τη νομοθεσία· η σχετική ρύθμιση θεσπίστηκε μετά από πρόταση του Δικαστηρίου και υπηρετεί πολλούς σκοπούς: α) αντιμετωπίζει το πρόβλημα των διαρροών και των φημών που έπλητταν το κύρος του Δικαστηρίου, β) ενημερώνει τους πολίτες για το αποτέλεσμα της δίκης, το οποίο είναι σημαντικό για τη διαμόρφωση της ζωής τους, γ) συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία της διοίκησης. Να σημειώσω ότι την περασμένη χρονιά η Ολομέλεια αποφάσισε την έκδοση ανακοινώσεων σε αρκετές υποθέσεις, οι οποίες βοήθησαν την κοινωνία και τη διοίκηση, καθώς και τα διοικητικά δικαστήρια στα οποία εκκρεμούσαν πολλές υποθέσεις με τα ίδια νομικά ζητήματα. Οι δε αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδόθηκαν μέσα σε λίγους μήνες. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα μπορώ να αναφέρω τις υποθέσεις περί συνταγματικότητας: α) του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού και β) των επιτροπών προσφυγών που επιλαμβάνονται αιτημάτων διεθνούς προστασίας.
Για την άλλη πλευρά της κριτικής, που αφορά τον χρόνο δημοσίευσης των αποφάσεων, να θυμίσω ότι σε μεγάλες υποθέσεις της Ολομέλειας το χρονικό διάστημα από την τελευταία διάσκεψη έως τη δημοσίευση της απόφασης ήταν πάντοτε αρκετοί μήνες. Αυτό είναι λογικό και εντάσσεται στην παράδοση του Δικαστηρίου, καθώς οι σοβαρές υποθέσεις απαιτούν πολύ προσεκτική συγγραφή, με επεξεργασία του ογκώδους υλικού, ενώ πρέπει να δοθεί χρόνος ώστε να συντάξει και η μειοψηφία τις απόψεις της, αφού μελετήσει το κείμενο της πλειοψηφίας, και κατόπιν να επανέλθει η τελευταία για τυχόν προσθήκες. Πρόκειται για μια κοπιώδη διαδικασία, την οποία γνωρίζει η νομική κοινότητα και που δεν θα έπρεπε να προκαλεί αυτού του είδους τα σχόλια που δημιουργούν εντυπώσεις».
Έχει αλλοιωθεί ο επιστημονικός λόγος από ιδεολογικά χαρακτηριστικά;
Αναφερόμενος σε προηγούμενη δήλωσή του ότι «ο επιστημονικός λόγος έχει εν πολλοίς αλλοιωθεί από ιδεολογικά χαρακτηριστικά», εξηγεί:
«Είναι απορίας άξιο ότι σημαντικές δικαστικές αποφάσεις για το Δικαστήριο και τη χώρα σχολιάζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης από νομικούς με λίγες λέξεις ή φράσεις, οι οποίες πολλές φορές έχουν άκρως υποτιμητικό περιεχόμενο. Αυτή η πρακτική είναι κατανοητό να ακολουθείται από συμπολίτες μας που δεν είναι νομικοί και ενδιαφέρονται μόνο για το αποτέλεσμα. Δεν συνάδει, όμως, με την επιστημονική ευθύνη των νομικών για τεκμηριωμένη κριτική του περιεχομένου των δικαστικών αποφάσεων, η οποία υπηρετεί και την ουσιαστική ενημέρωση των πολιτών επί ζητημάτων ιδιαίτερης σημασίας.
Είναι απολύτως σεβαστό, σε μια δημοκρατία, η επιστημονική κοινότητα ή μερίδα της να έχει παγιωμένες θέσεις σε μείζονα ζητήματα. Αυτές, όμως, πρέπει να δοκιμάζονται στο πεδίο του σκεπτικού της κρινόμενης απόφασης με επιχειρήματα. Αυτή είναι και η ουσία της δημοκρατίας: διάλογος με επιχειρήματα επί του κειμένου της δικαστικής απόφασης.
Επισημαίνω, τέλος, ότι ο τρόπος με τον οποίο η νομική κοινότητα προσεγγίζει τις δικαστικές αποφάσεις, είτε επικοινωνιακά είτε ουσιαστικά, επηρεάζει τον βαθμό δημόσιας εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη. Για αυτό και η ευθύνη των μελών της είναι μεγάλη».
Ο κίνδυνος του συνθηματολογικού λόγου και η απάντηση της Δικαιοσύνης
Αναλύοντας το φαινόμενο του υπεραπλουστευτικού και συνθηματολογικού δημόσιου λόγου, εξηγεί πού οφείλεται και ποιος είναι ο ρόλος της Δικαιοσύνης στην αντιμετώπισή του, τονίζοντας:
«Ο απλουστευτικός και συνθηματολογικός λόγος είναι φαινόμενο της εποχής μας, το οποίο συνδέεται με την αποθέωση της πληροφορίας. Στη διεθνή βιβλιογραφία επισημαίνεται ότι η πληροφορία εξελίσσεται στις ημέρες μας σε μια νέα μορφή κυριαρχίας, με την οποία εγκαθιδρύεται ένα καθεστώς ελκυστικό. Είναι ελκυστικό γιατί μας προτρέπει να εκφράζουμε τη γνώμη μας, τις ανάγκες και τις προτιμήσεις μας, να τις αναρτούμε και να επιβραβευόμαστε με like. Έχουμε καταληφθεί από τη φρενίτιδα της πληροφορίας και της επικοινωνίας, την οποία δεν ελέγχουμε. Εκθέτουμε τον εαυτό μας στην επιταχυνόμενη ανταλλαγή πληροφοριών, που ξεφεύγει από τον συνειδητό έλεγχό μας.
Στο πλαίσιο αυτό, η δικαστική απόφαση ενδιαφέρει ως πληροφορία του αποτελέσματος και όχι ως μελέτη του περιεχομένου της. Ο χρήστης του διαδικτύου πληροφορεί το κοινό για την έκδοση της απόφασης, γράφει το σύντομο σχόλιό του, το οποίο όσο πιο ακραίο τόσο πιο ελκυστικό μοιάζει, και στη συνέχεια αναμένει τα like ή σχόλια που φουντώνουν τη συζήτηση με διάφορα σενάρια.
Η αντίδραση της Δικαιοσύνης δεν μπορεί παρά να είναι η λελογισμένη εξωστρέφεια, δηλαδή η ενημέρωση των πολιτών με διάφορους τρόπους και μέσα για το περιεχόμενο των αποφάσεων, με λόγο που μπορεί να γίνει κατανοητός από τον μέσο άνθρωπο».
Η συνεργασία των εξουσιών ως βασική προϋπόθεση για την πρόοδο του κράτους
Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μεταξύ της Δικαιοσύνης, της Νομοθετικής και της Εκτελεστικής Εξουσίας, επισημαίνει γιατί η συνεργασία είναι απαραίτητη παρά τις ιστορικές εντάσεις. Όπως σημειώνει:
«Κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών υπήρξαν περίοδοι εντάσεων μεταξύ της Δικαιοσύνης και των άλλων πολιτειακών λειτουργιών. Οι εντάσεις αυτές προκαλούνταν συνήθως, όσον αφορά το Συμβούλιο της Επικρατείας, από δικαστικές αποφάσεις που έκριναν αντισυνταγματικές διατάξεις νόμων. Σύμφωνα με τις συστάσεις και γνωμοδοτήσεις ευρωπαϊκών οργανισμών, η συνεργασία των τριών πολιτειακών λειτουργιών είναι απαραίτητη για την πρόοδο του κράτους και της κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό, οι αποφάσεις μας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την κυβέρνηση και τη Βουλή κατά τη διαμόρφωση των δημόσιων πολιτικών, ώστε να αποφεύγονται αντισυνταγματικότητες και να συμμορφώνεται η διοίκηση, αποκαθιστώντας τη νομιμότητα. Από την άλλη, το Δικαστήριο οφείλει να ανταποκρίνεται σε εύλογο χρόνο και να περαιώνει τις υποθέσεις με ποιότητα, προς χάριν της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας».
Για την ασθενική κουλτούρα αξιολόγησης εντός του δικαστικού σώματος
Για την ασθενική κουλτούρα αξιολόγησης στη χώρα, η οποία εντοπίζεται και εντός του θεσμού της Δικαιοσύνης, υποστηρίζει: «Είναι γεγονός ότι σε δικαστικούς κύκλους επικρατεί η αντίληψη ότι, αφού ένας υποψήφιος περάσει τις εξετάσεις για την είσοδο στο δικαστικό σώμα, αυτό τον καθιστά άξιο να ολοκληρώσει τη σταδιοδρομία του ως δικαστής, με την αιτιολογία ότι έχει υποστεί επιτυχώς δύσκολες γραπτές και προφορικές δοκιμασίες. Η αντίληψη αυτή, συνδυαζόμενη με το πνεύμα αντίθεσης προς την αξιολόγηση που κυριαρχεί στην κοινωνία μας, είναι εσφαλμένη.
Η είσοδος στο σώμα βασίζεται στις ακαδημαϊκές γνώσεις, αλλά η σταδιοδρομία απαιτεί επιπλέον επαγγελματικές αρετές και προσόντα, τα οποία δεν μπορούν να ελεγχθούν κατά την εισαγωγή, αλλά διαπιστώνονται στην πορεία του δικαστή.
Με βάση την αντίληψη που προανέφερα, εδώ και δεκαετίες πολλοί συνάδελφοι που επιθεωρούν την εργασία των νεότερων όχι μόνο επιλέγουν υψηλές βαθμολογίες, αλλά αποφεύγουν ακόμη και την παράθεση παρατηρήσεων, προκειμένου να παρακινήσουν τους αξιολογούμενους στη βελτίωση της απόδοσής τους».
Για την επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης
Στο θέμα της επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων ξεκαθαρίζει γιατί το υφιστάμενο σύστημα είναι το πιο ενδεδειγμένο. Όπως υποστηρίζει:
«Στη φιλελεύθερη δημοκρατία καμία πολιτειακή λειτουργία δεν μπορεί να είναι ανέλεγκτη· για αυτό υπάρχει ένα σύστημα αμοιβαίων ελέγχων και ισορροπιών. Για τον λόγο αυτό δεν είναι δικαιοπολιτικά ορθό οι δικαστές να επιλέγουν τα προεδρεία τους ούτε να δεσμεύουν απολύτως την κυβέρνηση και τη Βουλή με τη διατύπωση σύμφωνης γνώμης.
Νομίζω ότι το σύστημα της απλής γνώμης των δικαστών και η επιλογή από την κυβέρνηση, με βάση τον προτεινόμενο κατάλογο που είναι δεσμευτικός ως προς τα ονόματα αλλά όχι ως προς τη σειρά, υπηρετεί τη Δημοκρατία και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης».
Συνταγματική αναθεώρηση
Ερωτηθείς για τις προτάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συνταγματική αναθεώρηση, εξηγεί:
«Ακολουθώντας την παράδοση προηγούμενων αναθεωρήσεων, το Δικαστήριο συνέστησε ομάδες εργασίας που ασχολούνται με θέματα της συνταγματικής αναθεώρησης, τα οποία συνδέονται με την αποστολή του. Συγκεκριμένα, μελετώνται ζητήματα που αφορούν τη Δικαιοσύνη, τη δημόσια διοίκηση, τις ανεξάρτητες αρχές, το περιβάλλον και τη νομοθετική εξουσιοδότηση.
Οι προτάσεις μας θα αποτυπωθούν σε πρακτικά και θα τεθούν στον δημόσιο διάλογο».
Συγκρούσεις εθνικού και υπερεθνικού δικαίου
Για τον τρόπο που το ΣτΕ διαχειρίζεται τις συγκρούσεις μεταξύ εθνικού και υπερεθνικού δικαίου, διευκρινίζει:
«Το Σύνταγμα, το ενωσιακό δίκαιο και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) αποτελούν ένα σώμα κανόνων που καθορίζει την κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας. Πρόκειται για κείμενα που τελούν σε διαρκή αλληλεπίδραση, και το Συμβούλιο της Επικρατείας φροντίζει, τις τελευταίες δεκαετίες, να ερμηνεύει συνδυασμένα τις διατάξεις του Συντάγματος με το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, προκειμένου να διασφαλίζει την ενότητα της έννομης τάξης.
Τον δρόμο αυτό μας έδειξε, άλλωστε, η υπόθεση του «βασικού μετόχου», με τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του ΔΕΕ που σχετικοποίησαν την απόλυτη διατύπωση του άρθρου 14 παρ. 9 του Συντάγματος· η απόφαση του ΕΔΔΑ «Λυκουρέζος κατά Ελλάδος», που έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση της ΕΣΔΑ από το άρθρο 57 του Συντάγματος στη συγκεκριμένη περίπτωση· καθώς και οι αποφάσεις του ΔΕΕ που έκριναν ότι αντίκειται σε κοινοτική οδηγία το άρθρο 103 παρ. 8 του Συντάγματος, στο μέτρο που απαγορεύει απολύτως τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου.
Ο Έλληνας δικαστής είναι ταυτόχρονα και Ευρωπαίος δικαστής και οφείλει να εφαρμόζει το σύνολο των εθνικών και ευρωπαϊκών κανόνων, χωρίς προκαταλήψεις και ιδεοληψίες».
Η εκπαίδευση και η ποιότητα των μελλοντικών δικαστών
Για το ζήτημα ότι αρκετοί αντιλαμβάνονται το δικαστικό σώμα ως ένα είδος επαγγελματικής αποκατάστασης, αλλά και για τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στη διαδικασία επιλογής και εκπαίδευσης ώστε να προσελκύεται το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό, σημειώνει:
«Το πρόβλημα είναι βαθύ και αφορά την οργάνωση της εκπαίδευσης στη χώρα μας σε όλες τις βαθμίδες. Ο μαθητής, τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν ασκείται στην κριτική σκέψη και στον γόνιμο διάλογο. Δίνεται βάρος στη σώρευση γνώσεων, στην αποστήθιση και στην εξεταστική διαδικασία. Στα τελευταία χρόνια του λυκείου το σχολείο υποχωρεί έναντι των φροντιστηρίων, τα οποία το υποκαθιστούν πλήρως.
Αυτή η μορφή εκπαίδευσης έχει συνέπειες και για τη φοίτηση στο πανεπιστήμιο. Υπάρχει μία «φέτα» εξαιρετικών φοιτητών που διαπρέπουν και στο εξωτερικό, αλλά ο μέσος όρος των φοιτητών υποχωρεί διαρκώς. Πολλοί δεν παρακολουθούν τα μαθήματα, ενδιαφέρονται απλώς να περάσουν τις εξετάσεις, έστω και με τη βάση, και να πάρουν το πτυχίο με τον λιγότερο δυνατό κόπο. Όπως αντιλαμβάνεστε, αρκετοί από τους υποψηφίους δικαστές προέρχονται από την κατηγορία φοιτητών που δεν είχαν ιδιαίτερη επαφή με το πανεπιστήμιο και επιθυμούν απλώς να αποκατασταθούν επαγγελματικά.
Η μόνη λύση είναι να διενεργούνται εξετάσεις περισσότερες φορές μέσα στο έτος, όταν απαιτείται, με μικρό αριθμό εισαγομένων, ώστε να επιλέγονται μόνο οι καλύτεροι. Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι στις σειρές με μικρό αριθμό εισακτέων το επίπεδο είναι πολύ υψηλότερο».
Η κοινωνία της ανομίας και η μάχη για το συλλογικό καλό
Αναφερόμενος στη μεγαλύτερη «πληγή» της ελληνικής κοινωνίας, επισημαίνει:
«Το πρόβλημα της χώρας είναι πρωτίστως κοινωνικό. Πολλοί συμπολίτες μας κινούνται στη λογική της πρόταξης του ατομικού συμφέροντος έναντι του συλλογικού καλού και του δημοσίου συμφέροντος. Για τον λόγο αυτό αρνούνται να υπακούσουν στους κανόνες δικαίου, με αποτέλεσμα να διεξάγεται ένας συνεχής αγώνας για την επικράτηση της ανομίας και την ταυτόχρονη υποχώρηση της νομιμότητας.
Αυτές οι πεποιθήσεις έχουν βαθιά ριζώσει στην αντίληψη του πολίτη ήδη από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, δηλαδή από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, και φθάνουν έως τις ημέρες μας».
Οι στόχοι της θητείας του
Ερωτηθείς, τέλος, για το όραμά του για το Δικαστήριο και τους στόχους της θητείας του, δηλώνει:
«Στην εποχή μας δεν είναι εύκολο να μιλά κανείς για οράματα, αλλά για σχέδια που βασίζονται σε βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους. Ο μακροπρόθεσμος στόχος, που υπερβαίνει τη δική μου θητεία, η οποία λήγει τον Ιούνιο του 2027, είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας να καταστεί ένα ευρωπαϊκό ανώτατο δικαστήριο σε όλες τις εκφάνσεις της δραστηριότητάς του και όχι μόνο στην ποιότητα των δικαστών και των αποφάσεών του. Στη διάρκεια της επόμενης διετίας θα συνεχιστεί η προσπάθεια για την επίτευξη των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων στόχων, όπως έχουν παρουσιαστεί σε προηγούμενες απαντήσεις, που θα μας φέρουν πιο κοντά στο τελικό αποτέλεσμα.
Επιπλέον, το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει την προεδρία της ACA (Ένωση Ευρωπαϊκών Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων) για μία διετία, γεγονός που θα μας δώσει την ευκαιρία να διοργανώσουμε σειρά συνεδρίων στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Οι προκάτοχοί μας, που στελέχωσαν το Συμβούλιο της Επικρατείας στα εκατό περίπου χρόνια λειτουργίας του, άφησαν πολύτιμη κληρονομιά την οποία οφείλουμε να διατηρήσουμε και να εμπλουτίσουμε. Ωστόσο, κάθε εποχή φέρνει νέα προβλήματα, νέες δυσχέρειες και νέους κινδύνους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε έτοιμοι για διαρκείς πρωτοβουλίες, ώστε να επιλύουμε τις δυσκολίες και να αξιοποιούμε τις ευκαιρίες».
