Giorgio Armani: Ο ταπεινός βασιλιάς της κομψότητας

Στιγμές από τη μυθιστορηματική ιστορία της ζωής του Giorgio Armani, ενός αγοριού που ξεκίνησε από την Πιατσέντσα του ΄Β Παγκόσμιου Πολέμου, κατέκτησε τον κόσμο και πέθανε ως ένας δισεκατομμυριούχος εργάτης, αφήνοντας τον κόσμο λίγο κομψότερο απ' όσο τον παρέλαβε.

Giorgio Armani: Ο ταπεινός βασιλιάς της κομψότητας

Στις 28 Σεπτεμβρίου η Εβδομάδα Μόδας του Μιλάνου, ένας θεσμός τον οποίο ο Τζόρτζιο Αρμάνι όχι μόνο υπηρέτησε και στήριξε, αλλά όρισε με το όραμα και το έργο του προγραμμάτιζε να τιμήσει τον βασιλιά Τζόρτζιο, όπως τον αποκαλούσαν στην Ιταλία. Στην Πινακοθήκη της Μπρέρα, στο περιθώριο της έκθεσης με 150 δημιουργίες από το αρχείο του Ιταλού σχεδιαστή, θα πραγματοποιούνταν η επίδειξη της συλλογής άνοιξη/καλοκαίρι 2026 με την οποία θα έπεφτε και η αυλαία της διοργάνωσης.

Ήταν ο τρόπος των συμπατριωτών του να τιμήσουν το ορόσημο των 50 χρόνων του Ιταλού σχεδιαστή (και δαιμόνιου επιχειρηματία) στη μόδα. Ο Αρμάνι, που σύμφωνα με τη λιτή ανακοίνωση που εκδόθηκε για το θάνατό του πέθανε δουλεύοντας μέχρι τις ύστατες ημέρες του, όπως δηλαδή ο ίδιος έλεγε στις συνεντεύξεις του ότι επιθυμούσε να συμβεί, δε θα είναι εκ των πραγμάτων εκεί. Τουλάχιστον ως εν σώματι παρουσία. Κι αυτή θα είναι η πρώτη φορά που τα πράγματα θα συμβούν χωρίς εκείνος να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο.

Στις 24 Ιουλίου ο Giorgio Armani συμπλήρωσε μισό αιώνα αδιάλειπτης παρουσίας και δημιουργίας στον κόσμο της μόδας

Η τελευταία παράσταση

Ο Αρμάνι, ένας άνθρωπος πειθαρχημένος, εστιασμένος σε βαθμό μονομανίας στη δουλειά και καθ’ ομολογίαν του συγκεντρωτικός, δε συνήθιζε να χάνει ή να ματαιώνει «παραστάσεις» του. Για τη μόνη ίσως φορά στην ζωή του που αναγκάστηκε να αναβάλει τα σχέδιά του θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στα παιδικά χρόνια του στην Πιατσέντσα όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ήταν εν μέσω του Β Παγκόσμιου Πολέμου όταν ο ιερέας της γειτονιάς του είχε υποσχεθεί στον Τζόρτζιο και τα αδέλφια του Σέρτζιο και Ροζάνα πως θα τους παραχωρούσε την πλατεία της πόλης, για να στήσουν μια παράσταση κουκλοθεάτρου.

Τα τρία αδέλφια στρώθηκαν στη δουλειά. Έφτιαξαν τις κούκλες, τις έντυσαν με ρούχα που έραψαν από όσα αποφόρια και κουρέλια μπόρεσαν να βρουν, έφτιαξαν ακόμα και 150 αυτοσχέδια εισιτήρια για τους υποψήφιους θεατές. Η παράσταση όμως δεν έγινε ποτέ, λόγω της προέλασης των συμμαχικών στρατευμάτων προς την πόλη.

Sergio, Giorgio και Rosanna Armani

Αυτή είναι μια ιστορία από τις πολλές που ξεδιάλεγε από το θησαυρό των αναμνήσεών του και μοιραζόταν στις συνεντεύξεις του ο Τζόρτζιο Αρμάνι. Όχι τυχαία – άλλωστε τίποτα στην ζωή του δεν αφηνόταν στην τύχη ή τη μοίρα. Η παιδική ηλικία του που είχε στερήσεις υλικών αγαθών, φόβο για το άδηλο μέλλον, το ζόφο του Β Παγκόσμιου Πολέμου και του φασισμού και μια μάλλον αποστειρωμένη συναισθηματικά σχέση με τους γονείς του διαμόρφωσε τον τρόπο που ο ίδιος αργότερα τοποθετήθηκε όχι μόνο απέναντι στον κόσμο αλλά και μέσα στη μόδα.

Ο Ιταλός σχεδιαστής που έντυσε τον κόσμο περισσότερο με το μυαλό παρά με το συναίσθημα ανέτρεχε σε λεπτομέρειες που έμοιαζαν επουσιώδεις αλλά επηρέασαν μέχρι κεραίας την κοσμοθεωρία του.

Ο Τζόρτζιο απ’ την Πιατσέντσα

Μιλούσε για την σόμπα που έκαιγε στο πατρικό σπίτι τους, για τη μουντή στολή εργασίας του λογιστή πατέρα του, για τα ρούχα που η μητέρα του μεταποιούσε ελέω πενιχρών οικονομικών και φορούσε σε διαφορετικές περιόδους της ζωής της, για τη βαμβακερή παιδική κουβέρτα του με τα μικρά κεντημένα λουλούδια. Ή για εκείνη τη σακούλα με το μπαρούτι που είχε βρει ένας φίλος του και παρολίγον να του κοστίσει την ζωή, όταν η πυρίτιδα αναφλέχθηκε και ο Αρμάνι βρέθηκε για πολλές εβδομάδες κλινήρης στο νοσοκομείο.

Με την μητέρα του Maria Raimondi και τον μεγαλύτερο αδελφό του Sergio

Συχνά στις κουβέντες του μνημόνευε και τον παππού του, έναν τεχνίτη του θεάτρου που έφτιαχνε περούκες για τους τοπικούς θιάσους. Χάρη σε εκείνον ήρθε από πολύ μικρός σε επαφή με την τέχνη. Ήταν ένας κόσμος απέραντος και θαυμαστός στα μάτια του, όπως και ο κινηματογράφος, τον οποίο αντιμετώπιζε ως καταφύγιο – μεταφορικό αλλά και κυριολεκτικό-, όμως ο Αρμάνι αναγκάστηκε να καταπιεί την καλλιτεχνική του ενόρμηση και κατόπιν υπόδειξης του πατέρα του να επιλέξει για το βιοπορισμό του ένα επάγγελμα με κοινωνική αίγλη και επαγγελματική εξασφάλιση.

Ανατόμος της μόδας

Για τρία χρόνια, από το 1953 έως το 1956, φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Μιλάνου – ίσως εκεί βρίσκεται η ρίζα του χειρουργικού τρόπου με τον οποίο εκτελούσε τα πράγματα-, όμως τα παράτησε και αποφάσισε να ξεμπερδέψει με τις στρατιωτικές υποχρεώσεις του. Παρεμπιπτόντως στην παιδική ηλικία του ένα από τα αυτοσχέδια παιχνίδια του ήταν να κατασκευάζει κούκλες από λάσπη μέσα στο σώμα των οποίων έκρυβε κόκκους καφέ.

Ο Armani ανέτρεχε πάντα στο θησαυρό των αναμνήσεών του από τη γενέτειρά του Πιατσέντσα

Ήταν ένα πρωτόλειο μάθημα ανατομίας, η πρώτη του επαφή με το ανθρώπινο σώμα, τη σιλουέτα και τις φόρμες του. Τη θητεία του στο στρατό την εξέτισε, λόγω της προηγούμενης εκπαίδευσής του, στο νοσοκομείο της Βερόνας. Οι παραστάσεις που είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει στο διάσημο φεστιβάλ της πόλης έγιναν προίκα που κουβαλούσε για όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Θα περίμενε κανείς πως η ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου που γνωρίσαμε ως θρύλο της μόδας αλλά και του επιχειρείν – υπενθυμίζεται ότι ο Αρμάνι είχε επεκτείνει τη δραστηριότητά του σε προϊόντα ομορφιάς, design και σπιτιού, σε εστιατόρια, ξενοδοχεία, ακόμα και ανθοπωλεία και διέθετε προσωπική περιουσία 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων σύμφωνα με το Forbes– θα εξελισσόταν γραμμικά. Όμως μεσολάβησε σχεδόν μια εικοσαετία μέχρι ο ίδιος να αποφασίσει να επενδύσει στο ταλέντο του ή μάλλον καλύτερα να το εμπιστευτεί και να χτίσει τελικά την αυτοκρατορία που όλοι γνωρίζουμε σήμερα.

Μια σημαδιακή σχέση

Από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 ξεκίνησε να εργάζεται ως πωλητής και διακοσμητής βιτρίνας σε πολυκαταστήματα. Αργότερα προσελήφθη ως σχεδιαστής από τον οίκο Nino Cerruti ενώ η δημιουργικότητα αλλά και η φήμη του που είχε αρχίσει να μεγεθύνεται τον έκανε περιζήτητο και σε άλλους σχεδιαστές, στους οποίους εργαζόταν ως freelancer. Πιθανότατα τίποτα από όσα σήμερα γνωρίζουμε για εκείνον δε θα είχε συμβεί εάν στα μέσα της δεκαετίας του ’60 δεν είχε συναντηθεί με τον αναντίρρητα πιο καθοριστικό άνθρωπο για την ζωή και την καριέρα του. Η σχέση του – επαγγελματική αλλά και προσωπική- με τον αρχιτέκτονα Σέρτζιο Γκαλεότι έγινε η θρυαλλίδα για την πολύ προσωπική του κοσμογονία.

Με τον πιο καθοριστικό άνθρωπο της ζωής του. Τον συνεργάτη, σύντροφο και alter ego του Sergio Galeotti

Στις 11 Ιουλίου του 1975 ο Τζόρτζιο Αρμάνι γιόρτασε τα 41α γενέθλιά του. Δεκατρείς ημέρες μετά, στις 24 Ιουλίου ίδρυσε τον οίκο που όλοι γνωρίζουμε σήμερα με κεφάλαιο τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από την πώληση του Σκαραβαίου του, τον οποίο αποχωρίστηκε με βαριά καρδιά. Αν ο ίδιος ήταν το μυαλό, ο Γκαλεότι σύντροφος της ζωής του και εξ απορρήτων συνεργάτης του ήταν η ψυχή ενός project που ακόμα και ο πιο τολμηρός νους δεν μπορούσε να διαβλέψει πώς και πόσο θα γιγαντωνόταν.

Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς ο Αρμάνι παρουσίασε την πρώτη ανδρική συλλογή του ενώ ήδη είχε ξεκινήσει να δημιουργεί και γυναικείες κολεξιόν. Πού εδραίωσε την επιτυχία του; Στην αποδόμηση του κλασικού, παραδοσιακού, στερεοτυπικού κοστουμιού.

Ο Giorgio Armani υπηρέτησε με συνέπεια το ρόλο του δαιμόνιου επιχειρηματία και του επινοητικού δημιουργού

Ο πατέρας του power suit

Αφαίρεσε τις βάτες από τα σακάκια, φάρδυνε τις γραμμές στα παντελόνια, αναθεώρησε και άμβλυνε την έως τότε ιερή και όσια χρωματική παλέτα – πολλοί βρίσκουν στα απαλά χρώματα που υιοθέτησε αναφορές στη φύση και την αρχιτεκτονική της γενέτειράς του. Κυρίως πέτυχε να δημιουργήσει έναν καινούργιο ενδυματολογικό κώδικα. Μια νέα γλώσσα επικοινωνίας.

Έδωσε στους άνδρες και τις γυναίκες μια άνετη, αφαιρετική αλλά εμφατική στολή εργασίας, πριν οι ίδιοι προλάβουν να αρθρώσουν πως τη χρειάζονταν. Όπως η Κοκό Σανέλ βρήκε τη θέση της στην ιστορία της μόδας με το μικρό μαύρο φόρεμα, έτσι ο Αρμάνι κατέκτησε άμα τη εμφανίσει του τη δική του χάρη στο power suit.

Η Coco Chanel δημιούργησε το μικρό μαύρο φόρεμα, ο Armani κέρδισε τη θέση του στην ιστορία χάρη στο power suit

Το 1985 κι ενώ το brand είχε πια καθιερωθεί, ο Αρμάνι κλήθηκε να διαχειριστεί τη μεγαλύτερη απώλεια της ζωής του, η οποία τον έφερε σε ένα σταυροδρόμι αποφάσεων. Ο Γκαλεότι πέθανε από επιπλοκές του AIDS – ο θάνατός του αποδόθηκε τότε σε καρδιακή προσβολή- και ο 50χρονος τότε Αρμάνι κλήθηκε να αποφασίσει τι θα κάνει με την ζωή αλλά και με την εταιρία του. Όλοι στοιχημάτιζαν πως δε θα μπορούσε να τα καταφέρει χωρίς τον Γκαλεότι στο πλευρό του.

Ήταν μια πεποίθηση, η οποία πολιορκούσε ακόμα και το δικό του μυαλό. Αποφάσισε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα απ’ όλα. Να υπερβεί και να ξεπεράσει την πιο σκληρή περίοδο της ζωής του με σκληρή και ατέρμονη δουλειά. Πλέον στο μυαλό του έπρεπε να συνυπάρχουν δύο χαρακτήρες: ο σχεδιαστής και ο επιχειρηματίας. Αυτό το ρόλο υπηρέτησε ακατάβλητος και με πλήρη ευθύνη – είναι εξάλλου ο μοναδικός μέτοχος της εταιρίας του- έως το τέλος της ζωής του.

Δισεκατομμυριούχος εργάτης

Και μάλιστα όχι με τον εύκολο, ούτε με τον πιο φαντασμαγορικό ή πομπώδη τρόπο. Ναι, μπορεί η περιουσία του να του εξασφάλιζε μια άνετη διαβίωση με πολυτελείς κατοικίες σε όλο τον κόσμο αλλά και το περίφημο πλωτό παλάτι του, το superyacht ονόματι MAIN, μπορεί να βρισκόταν πάντα εκεί όπου χτυπούσε ο κοσμικός παλμός του πλανήτη και να ενσάρκωνε με κάθε ικμάδα του και σε υπερθετικό βαθμό το τρίπτυχο του διάσημου, πλούσιου και επιδραστικού, μπορεί να απολάμβανε βίο πολυτελή και συχνά τρυφηλό, όμως ο Τζόρτζιο Αρμάνι δεν το έκανε ποτέ θέμα. Δεν αναπαυόταν στις δάφνες της επιτυχίας ούτε μηρύκαζε τον αυτοθαυμασμό και τη φιλαυτία του. Αντιθέτως, είχε επιλέξει για τον εαυτό του το ρόλο του εργάτη.

Στο χιλιοτραγουδισμένο superyacht του στο οποίο συνήθιζε να περνά σημαντικές περιόδους του χρόνου του

Πάντα υπήρχε κάτι καλύτερο και κάτι περισσότερο να κάνει. Πάντα μπορούσε να προσπαθήσει κι άλλο. Ακόμα και η εξωτερική εμφάνισή του με τα λευκά μαλλιά, το ηλιοκαμένο δέρμα και το fit, χωρίς υπερβολές σώμα, η δωρική, συνήθως μπλε σκούρα με λευκά παπούτσια εξάρτυσή του αλλά και οι αβροί, μειλίχιοι τρόποι του – ακόμα και τις στιγμές του απόλυτου χάους πριν από τις επιδείξεις λένε πως παρέμενε νηφάλιος και ευγενής- δημιουργούσαν περισσότερο την αίσθηση πως απέναντί του είχε κανείς μια ασκητική φιγούρα και όχι κάποιον larger than life Μεσσία της μόδας και των trends.

«Έχω στην πραγματικότητα δημιουργήσει έναν τρόπο ζωής που θα όριζα ως έναν κόσμο φυσικής κομψότητας, στον οποίο τίποτα δεν είναι υπερβολικό, αλλά όλα βρίσκουν μια ισορροπία που, αν και ψιθυριστή, είναι πλούσια σε προσωπικότητα», έλεγε σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της ζωής του, μιλώντας με αφορμή το ορόσημο του μισού αιώνα του στη μόδα. Αν τον ρωτούσε κανείς, σίγουρα θα απαντούσε πως μπορούσε να τα είχε καταφέρει και καλύτερα. Μετριοπαθής; Μπορεί. Εργασιομανής; Στα σίγουρα. Τόσο πολύ, ώστε δε δίσταζε να παραδεχτεί πως η αφοσίωσή του στη δουλειά, ίσως του στέρησε κάποιες από τις χαρές και τις απολαύσεις της ζωής. Κυρίως τις σχέσεις με ανθρώπους που τόσο είχε ανάγκη.

Ο μαέστρος στο φυσικό του χώρο

Παρών ως το τέλος

Και βέβαια δε μιλούσε για τις τυπικές κοινωνικότητες ή τις κοσμικότητες. Ο Αρμάνι, όπως έλεγε, έβρισκε την ασφάλεια στο άγγιγμα και στην αγκαλιά των ανθρώπων. Ίσως η προσήλωσή του στη δουλειά ήταν κι εκείνη που τον απέτρεψε από το να αποκτήσει παιδιά – ήθελε, έλεγε, να έχει όχι έναν αλλά πολλούς απογόνους. Το πραγματικά σπάνιο κι εντυπωσιακό είναι πως ο Τζόρτζιο Αρμάνι δεν παραπονιόταν, ούτε μετάνιωνε. Απλώς περιέγραφε – μπορεί ως μέσο αποδοχής- τις συνέπειες της απόφασης που πήρε να πορευτεί στη δουλειά του αλλά και στην ζωή. Άλλωστε για εκείνον υπήρξαν έννοιες αδιαχώριστες.

Στην παρουσίαση της αυτοβιογραφίας του που κυκλοφόρησε το 2015 από τον εκδοτικό οργανισμό Rizzoli

Όσο για το πώς θα προτιμούσε να τον θυμόμαστε και να τον μνημονεύουμε; Σίγουρα όχι ως βασιλιά, μαέστρο ή θρύλο, με τους επιθετικούς προσδιορισμούς δηλαδή που αυτοδίκαια του αποδίδονται. Αν ο ίδιος μπορούσε να διαλέξει έναν τίτλο για τον εαυτό του, θα ήταν εκείνος του καλλιτέχνη. Όπως άλλωστε είχε πει σε μια στιγμή αναδρομής: «Ίσως θα έπρεπε να είχα κάνει κάτι όπου θα μπορούσα να εκφράζομαι περισσότερο, χωρίς καμία προϋπόθεση. Όπως ένας συγγραφέας. Ένας συγγραφέας που γράφει αυτά που σκέφτεται. Τελεία και παύλα.

Στον κόσμο της μόδας, πρέπει να φτιάχνεις ρούχα για να πουλήσεις, πρέπει να φτιάχνεις ρούχα για τον Τύπο, πρέπει να φτιάχνεις ρούχα για τον εαυτό σου. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα πάντα είναι μια υποχρέωση. Αλλά ένας συγγραφέας; Ένας αληθινός καλλιτέχνης; Ίσως να μην βγάζει ούτε μία λίρα, αλλά τελικά κάνει αυτό που θέλει».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version