Το έλεγαν καιρό κάποιοι πως είμαστε μονάχα στην κορυφή του παγόβουνου. Τώρα, όμως, φαίνεται πως το παγόβουνο έχει αρχίσει να λιώνει και ό,τι έκρυβε από κάτω ανεβαίνει στην επιφάνεια μαζί με τη λάσπη. Το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι απλώς ο πολλαπλασιαστής των αποκαλύψεων, η ρωγμή στο σύστημα που έχει αρχίσει να γίνεται χείμαρρος.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, υπό την καθοδήγηση της Λάουρα Κοβέσι, φέρεται να έχει ανοίξει φακέλους που αφορούν μια ευρύτερη σειρά από διαχειριστικά πεδία: ΕΣΠΑ, Ταμείο Ανάκαμψης, έργα COVID, χρηματοδοτήσεις για το σιδηροδρομικό δίκτυο, ακόμα και υποθέσεις μέσα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και στους δήμους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, δεκάδες υποθέσεις βρίσκονται ήδη στο μικροσκόπιο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και φέρονται να αγγίζουν πολιτικά πρόσωπα, μεταξύ αυτών και βουλευτές ή πρώην υπουργούς. Οι έρευνες αφορούν τη διαχείριση κοινοτικών πόρων και, εφόσον προκύψουν ενδείξεις για εγκληματική δομή, η διαδικασία μπορεί να προσλάβει χαρακτήρα ποινικής δίωξης, χωρίς συνταγματικά προνόμια. Γιατί μπορεί το άρθρο 86 του Συντάγματος να λειτούργησε επί δεκαετίες ως ασπίδα, προσφέροντας προστασία σε υπουργούς για αδικήματα που τελέστηκαν «κατά την άσκηση των καθηκόντων τους», όμως σε περιπτώσεις απάτης εις βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σύστασης εγκληματικής οργάνωσης, η πράξη δεν θεωρείται υπηρεσιακή και άρα, η συνταγματική ομπρέλα παύει να ισχύει.
Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα δεν είναι άμοιρα ευθυνών. Ο τρόπος με τον οποίο διαρθρώθηκε η λογοδοσία, με τους Επιτρόπους να επικοινωνούν μόνο με υπουργούς, και τους ελεγκτές να επαναπαύονται στις διαβεβαιώσεις των κρατών-μελών, κατέστησε την Ευρωπαϊκή Ένωση ευάλωτη στις εθνικές μεθοδεύσεις. Η Ελλάδα, μέσα από ένα καλοκουρδισμένο σύστημα παραπληροφόρησης, κατόρθωσε για χρόνια να περνά απαρατήρητη, μέχρι που η πραγματικότητα έγινε πιο δυνατή από την πολιτική προστασία.
Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι ενδεικτική. Το μέγεθος της απάτης θα έκανε ακόμα και τον πιο κυνικό ελεγκτή να κοκκινίσει. Βοσκοτόπια χωρίς τίτλους, κληρονόμοι 57 νεκρών με την ίδια διαθήκη, εκατοντάδες δηλώσεις με το ίδιο Ε9, αιτήσεις που περνούσαν επειδή κάποιοι «εντός συστήματος» φρόντιζαν να κάνουν τα στραβά μάτια, μεθοδική παράκαμψη ελέγχων, ψευδή παραστατικά και συστηματική παραβίαση των κανόνων της ΕΕ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα σήψης και θεσμικής διάβρωσης, δεν άργησαν να έρθουν και οι συγκρούσεις στο εσωτερικό του ίδιου του οργανισμού. Σύμφωνα με μαρτυρίες, η ένταση μεταξύ κορυφαίων στελεχών είχε φτάσει σε οριακό σημείο, με ορισμένους να κάνουν λόγο ακόμη και για επεισόδια «με μπουνιές». Αν και το περιστατικό δεν έχει επιβεβαιωθεί επισήμως, αποτυπώνει το εκρηκτικό περιβάλλον μιας διοίκησης που είχε αρχίσει να τρίζει εκ των έσω.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι είχαν προηγηθεί σοβαρές διαφωνίες για την έγκριση πληρωμών και για τη νομιμότητα συγκεκριμένων φακέλων. Η σύγκρουση δεν ήταν απλώς διοικητική. Ήταν η σύγκρουση ανάμεσα στην προσήλωση στους κανόνες και στην πίεση να προχωρήσουν αποφάσεις χωρίς ερωτήσεις. Και σε αυτόν τον αγώνα, το σύστημα είχε ήδη επιλέξει πλευρά.
Σήμερα, στο μεταξύ, η Παρασκευή Τυχεροπούλου έγινε το πρώτο -και μέχρι στιγμής το μόνο- πρόσωπο που τιμωρείται πειθαρχικά στην υπόθεση: της επιβλήθηκε περικοπή μισθού 20 ημερών. Η υπάλληλος, δηλαδή, που ανέδειξε τις παρατυπίες στο σύστημα των επιδοτήσεων, που αμφισβήτησε φακέλους χωρίς τεκμήρια και κατέθεσε στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, έφαγε την πρώτη ποινή για το σκάνδαλο των αγροτικών επιδοτήσεων. Αντί να επιβληθεί σε κάποιον εμπλεκόμενο, τιμωρήθηκε η υπάλληλος που το αποκάλυψε. Η ιστορία της, την οποία δημοσιεύσαμε στο ΒΗΜΑ της περασμένης Κυριακής (6/6) μάλλον εξηγεί το γιατί.
Όλα τα παραπάνω δεν περιγράφουν μόνο ένα διοικητικό ή οικονομικό σκάνδαλο. Στην πραγματικότητα περιγράφουν την πλήρη εκτροπή μιας διακυβέρνησης από τη νομιμότητα. Πρόκειται για ένα σύστημα που δεν γεννήθηκε από τυχαίες παθογένειες, αλλά καλλιεργήθηκε σκόπιμα, βήμα-βήμα. Πίσω από κάθε παρατυπία υπήρχε ένα πλαίσιο και πίσω από κάθε εγκληματική «αμέλεια», η πολιτική πρόθεση να διατηρηθεί ανέπαφος ο μηχανισμός διανομής πόρων με όρους εξουσίας και όχι νομιμότητας.
Έτσι ένα κράτος, σε συνθήκες πολλαπλών κρίσεων, κατάφερε να επιδοτεί εκτάσεις χωρίς τίτλους, να διαχειρίζεται κονδύλια με βάση «γνωριμίες», να παράγει κληρονόμους νεκρών κατά δεκάδες, να ξεγελά την ίδια την Ευρώπη και τελικά να παραδίδει στον πολίτη έναν λογαριασμό που δεν του ανήκει. Κυρίως, όμως, να το κάνει οργανωμένα, με διοικητικές εντολές, υπηρεσιακές καλύψεις, ελεγκτικούς μηχανισμούς που σιωπούσαν και ψηφισμένες ρυθμίσεις που εξυπηρετούσαν λίγους και εκλεκτούς.
Απέναντι σε αυτή τη συνθήκη, η κοινωνία μοιάζει αποσβολωμένη, αλλά και βαθιά εξοργισμένη. Όχι μόνο για το σκάνδαλο καθαυτό, αλλά γιατί αποκαλύπτεται πόσο συστηματικά, πόσο κυνικά και πόσο επιλεκτικά διαστρεβλώθηκε η έννοια του δικαίου. Γι’ αυτό και η επόμενη μέρα δεν θα είναι εύκολη.
Όταν καταρρέει, όχι μόνο η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, αλλά και η ίδια η πίστη ότι λειτουργούν οι θεσμοί, τότε δεν αρκεί μια κάθαρση. Χρειάζεται επανίδρυση. Κι αν κάτι μπορεί να βγει από τις στάχτες αυτού του σάπιου συστήματος, είναι η απαίτηση για έναν νέο θεσμικό πολιτισμό. Με ανεξάρτητους ελέγχους, με πραγματική διαφάνεια, με εγγυήσεις ότι οι δημόσιοι πόροι δεν θα ξαναγίνουν τσιφλίκι κανενός.
Πάνω απ’ όλα, όμως, χρειάζεται μια κοινωνία που δεν θα συμβιβάζεται πλέον με το «έλα μωρέ, έτσι δουλεύει το κράτος». Γιατί αυτός ο κυνισμός είναι το πρώτο στάδιο της συνενοχής. Κι αυτή τη φορά, τα όρια εξαντλήθηκαν. Μαζί με την υπομονή των πολιτών.
