Το μεσημέρι του Σαββάτου και ενώ το μουσείο της Θεσσαλονίκης βρισκόταν σε λειτουργία, κομμάτι της γυψοσανίδας, που βρίσκεται λίγα μέτρα κάτω από την κανονική οροφή του κτιρίου, κατέρρευσε κι άρχισαν να πέφτουν στο πάτωμα σοβάδες. Το σημείο που βρίσκεται η γυψοσανίδα που υποχώρησε, βρίσκεται στην είσοδο της αίθουσας.
Ο χώρος έκλεισε αμέσως, σύμφωνα με την parallaxi και αρκετά από τα εκθέματα μεταφέρθηκαν σε άλλες αίθουσες, υπό τον φόβο της περαιτέρω πτώσης μέρους της ψευδοροφής, λόγω πιθανών υγρασιών σε μη εμφανή σημεία.
Από την πλευρά της διεύθυνσης έγιναν όλες οι απαραίτητες ενέργειες για την ασφάλεια των εργαζομένων και των εκθεμάτων, όπως γίνονται και τακτικά συντηρήσεις του μεγάλου μουσείου.
Το περιστατικό θα μπορούσε να θεωρηθεί ήσσονος σημασίας, αν δεν παρατηρούνταν αλλοιώσεις σε αρκετά σημεία της οροφής του κτιρίου, όπως διαπιστώθηκε μετά από επιτόπια έρευνα.
Υπάρχουν πολλά σημεία με υγρασίες, μερικές από τις οποίες εμφανίστηκαν εκτεταμένα την ίδια χρονική στιγμή και σε άλλες αίθουσες, καθώς και σημεία στα οποία έχει υποχωρήσει το τσιμέντο και εμφανίστηκαν ακόμα και τα εσωτερικά σίδερα. Εμφανή είναι τα προβλήματα απορρόφησης των υδάτων λόγω ελλιπούς κλίσης.
Το μουσείο είναι κτισμένο σε οικόπεδο 15.439 τ.μ. Το κτίριο καλύπτει επιφάνεια 5.371,27 τ.μ. Η συνολική επιφάνεια των χώρων του είναι 11.500 τ.μ. Από αυτά, 2.726,52 τ.μ. καταλαμβάνει η μόνιμη έκθεση (χωρίς τους διαδρόμους) και τα υπόλοιπα οι αποθήκες, τα εργαστήρια, τα γραφεία διοίκησης και άλλοι βοηθητικοί χώροι.
Το μουσείο διαθέτει ανεξάρτητη πτέρυγα περιοδικών εκθέσεων 4211,44 τ.μ., αίθουσα εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αμφιθέατρο 62 θέσεων και καφέ-εστιατόριο, ενώ στο κτίριο Διοίκησης διαθέτει αμφιθέατρο 167 θέσεων.
Το κτίριο
Ως κτίριο το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα δημόσιας αρχιτεκτονικής που δημιουργήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα. Απέσπασε, «εκτός διαγωνισμού», μετά το θάνατο του Κρόκου, ειδική διάκριση από διεθνή επιτροπή στον διαγωνισμό «Βραβεία 2000» του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής, ως «υποδειγματικό στο είδος του και άξιο παράδειγμα μεγάλου δημοσίου κτιρίου, στην κατηγορία Έργα του Δημοσίου», ενώ το 2001 κηρύχθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού (ΥΠΠΟ/ΔΙΛΑΠ/Γ/3142/55420/19-10-2001, ΦΕΚ 1458/Β΄/22-10-2001) ιστορικό διατηρητέο μνημείο και έργο τέχνης.
Κύρια χαρακτηριστικά του είναι το μεγάλο αίθριο με την περιμετρική στοά, μετά την εξωτερική είσοδο που ανοίγεται στην τοιχοποιία, η οποία υψώνεται προς βορρά για να το απομονώσει από την ένταση της Λεωφόρου Στρατού. Πρόθεση του αρχιτέκτονα ήταν «ο χώρος αυτός να λειτουργήσει αποκαλυπτικά, προκαλώντας τη μνήμη». Όπως εκμυστηρεύεται ο Κρόκος, «ήθελα έναν χώρο που η κίνηση μέσα σ’ αυτόν να δίνει ένα αίσθημα ελευθερίας, ανακινώντας τις αισθήσεις, και όπου το έκθεμα θα ήταν η έκπληξη μέσα στην κίνηση».[….] «Η μορφή του κτιρίου χωρίς προφανείς αναφορές σε μια άλλη εποχή, με κύρια υλικά το μπετόν και το τούβλο – είναι μια εικόνα που έχω απ’ τις πολυκατοικίες πριν σοβαντιστούν, όταν δείχνουν τη μικρή τους αλήθεια.».
Πράγματι, στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, μετά την ολοκλήρωση και των μόνιμων εκθέσεων το 2004, ο επισκέπτης έχει την «έντονη αίσθηση ότι ταξιδεύει στο παρελθόν», το Μουσείο «ξαφνιάζει, ακόμη και συγκινεί κάποιες φορές», όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η Aleid Rensen, μέλος της κριτικής επιτροπής του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μουσείων (E.M.F.).
Τα προβλήματα
Το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού υποφέρει, όπως και τα περισσότερα πολιτιστικά ιδρύματα της χώρας, από υποστελέχωση. Η αδυναμία της Πολιτείας να αναπληρώσει τις θέσεις των ανθρώπων που αποχωρούν λόγω συντάξεων ή μετατάξεων, έχει δημιουργήσει μια ασφυκτική κατάσταση έλλειψης προσωπικού, ακόμα και σε νευραλγικούς τομείς, πέραν των μουσειακών ή εκθεσιακών αναγκών, δηλαδή στις οικονομικές και τις τεχνικές υπηρεσίες.
