Αμφισβήτηση: η αναπόφευκτη πρόκληση της Μεταπολίτευσης

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φαινόμενα πολιτισμικής κινητικότητας είναι οι περίοδοι των ιστορικών μεταβάσεων, ιδίως όταν αυτές συνοδεύονται από μείζονες πολιτειακές μεταβολές, μετά την πτώση δικτατορικών καθεστώτων (π.χ. Ελλάδα, Ισπανία).

Η περίοδος 1974-1981 είναι μια κατεξοχήν τέτοια εποχή. Ηδη από τη σχετική βιβλιογραφία, γνωρίζουμε ότι ιδίως τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης χαρακτηρίζονται από μια τριπλή μετάβαση: πολιτική (αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας), γεωπολιτική (ένταξη της χώρας στην τότε ΕΟΚ) και πολιτισμική.

Η τελευταία, όπως παρατηρεί σχετικά ο Γ. Βούλγαρης, αφορά το γεγονός ότι ο προηγούμενος «πολιτισμικο-κοινωνικός συντηρητισμός έδωσε τη θέση του σε μια περισσότερο ελευθεριακή κουλτούρα, η οποία είχε αρχικά ως φορέα το φοιτητικό κίνημα αλλά βαθμιαία διαχύθηκε στο ευρύτερο κοινωνικό σώμα». Στο πλαίσιο αυτό, δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια της «αμφισβήτησης» γίνεται μια κυρίαρχη έννοια στη δημόσια σφαίρα εκείνης της εποχής.

Η λέξη, μέσα στα ποικίλα και διαφορετικά συμφραζόμενά της, καλύπτει μια ευρεία εννοιολογική περιοχή, καθώς συνδέεται με την αναπαράσταση νέων κοινωνικών δράσεων ρήξης και «αμφισβητησιακής πράξης»: αντι-αυταρχικά κινήματα, φεμινισμός και σεξουαλική χειραφέτηση, καλλιτεχνικές πρωτοπορίες, beat και underground λογοτεχνικά ρεύματα, «ποιητική γενιά του ’70», νεολαιίστικα έντυπα και περιοδικά, κριτική στην «αλλοτρίωση» του μαζικού καταναλωτισμού.

Προφανώς, ήδη από τη «μακρά δεκαετία του ’60» η «αμφισβήτηση» είχε ήδη καταχωρηθεί μέσα στο λεξιλόγιο της κριτικής διανόησης. Ομως μέσα από αυτές τις συνέχειες μπορεί να διακρίνει κανείς και τις τομές. Στη Μεταπολίτευση η λέξη απέκτησε μια νέα δυναμική, καθώς έγινε ένα σημαντικό διανοητικό εργαλείο για να εξεταστεί το λεγόμενο «πολιτιστικό πρόβλημα». Από αυτή την άποψη, η «αμφισβήτηση» ήταν μια λέξη-κλειδί για τη διαμόρφωση της στάσης των διανοουμένων απέναντι στα αναδυόμενα στοιχεία της μεταπολιτευτικής κουλτούρας.

Δεν έχει κανείς παρά να δει πώς αποτυπώνεται η χρήση της λέξης στη σχετική έρευνα που διεξάγεται από την εφημερίδα «Τα Νέα» και τον ΔΟΛ (1977), με την έκδοση μάλιστα ενός πρώτου αυτόνομου τόμου στη σειρά μιας ειδικής «βιβλιοθήκης αναφοράς».

Καταλυτικό ρόλο σε αυτή την έρευνα έπαιξε ο Κώστας Σταματίου, ο οποίος εκτός από έμπειρος δημοσιογράφος, πρώτα της «Αυγής» και ύστερα των «Νέων», ήταν και ένας από τους κύριους μεταφραστές του Ζαν Πολ Σαρτρ.

Στο αφιέρωμα για την «αμφισβήτηση» συμμετέχουν ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Δημήτρης Τσάτσος, ο Γιώργος Βέλτσος, η Λιλή Ζωγράφου, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ο Κώστας Βεργόπουλος, η Ιωάννα Καρατζαφέρη και ο Τίτος Πατρίκιος.

Το αφιέρωμα εκκινεί από την πολιτική διαμαρτυρία, επικεντρώνεται στην κρίση των παραδοσιακών θεσμών και αξιών (οικογένεια, σχολείο, πατριωτισμός, σχέσεις των δύο φύλων), εντοπίζει τους νέους «τρόπους ζωής» αλλά αναφέρεται και στη βίαιη και συνολική ρήξη με  την εξουσία και τους θεσμούς.

Σφραγισμένη, κατά κύριο λόγο, από τις μαρξιστικές προσεγγίσεις (και μάλιστα του «δομικού μαρξισμού»), τον φεμινισμό αλλά και με εμφανή τα ίχνη της δεξίωσης ορισμένων μετανεωτερικών στοχαστών (Φουκό, Μπαρτ), η έννοια της «αμφισβήτησης» αναλύεται ως κεντρικό στοιχείο για τις ποικίλες μεταβάσεις που συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία. Στη θέση της παλαιότερης «γραφειοκρατικής διαφώτισης» για τα ζητήματα της «ταξικής πάλης» διαμορφώνεται τώρα ένα νέο πεδίο στοχασμού και παρέμβασης που ορίζεται πλέον από τα ζητήματα της καθημερινής κουλτούρας.

Μέσα από αυτή τη ραγδαία πολιτικοποίηση της πολιτισμικής κριτικής γεννιέται ο νέος τύπος του αριστερού «δημόσιου διανοούμενου» της Μεταπολίτευσης∙ με νέα επιστημονική συγκρότηση, με νέες ευαισθησίες και, πάντως, με σταθερή αναφορά στον χώρο των δικαιωμάτων (κυρίως γυναίκες, νεολαία) και της «κοινωνίας των πολιτών».

Η «αμφισβήτηση» προανήγγειλε «εκείνο που δεν υπάρχει ακόμη» (Κ. Τσουκαλάς) αλλά έπρεπε να μπολιάσει τους θεσμούς (Δ. Τσάτσος) και τα κόμματα (Ν. Πουλαντζάς). «Κι όταν δεν την αναζητάμε μας βρίσκει εκείνη» παρατηρεί εύστοχα ο Τίτος Πατρίκιος για να δηλώσει την αναπόφευκτη πρόκληση της «αμφισβήτησης».

Οπως φαίνεται από τη σχετική συζήτηση, η έννοια της «αμφισβήτησης» αντιμετωπιζόταν περισσότερο ως μια αξίωση εκδημοκρατισμού στο πεδίο της κουλτούρας παρά ως ένα συγκροτημένο ρεύμα κοινωνικής ανατροπής, μέσα από νέα πολιτικά υποκείμενα. Ηταν μια «ήσυχη επανάσταση» που συντελούνταν στις νοοτροπίες, στις συμπεριφορές και στις συνειδήσεις των μεσαίων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Το 1977 το μέλλον έμοιαζε να είναι ακόμη «ανοιχτό». Κατά κάποιον τρόπο, ήταν ίσως η πιο εμβληματική «ώρα των διανοουμένων». Φαίνεται όμως πως και αυτή η ώρα δεν κράτησε πολύ. Εναν χρόνο μετά, το 1978, ο Νίκος Πουλαντζάς διαπιστώνει μελαγχολικά τον «θρίαμβο των συντηρητικών δυνάμεων», την απορρόφηση των προοδευτικών διανοουμένων από τους θεσμούς, την εξαργύρωση της αντιστασιακής δράσης τους, τον «βεντετισμό» τους, τη μετατροπή τους σε «επαρχιώτες κλητήρες της Νομαρχίας».

Η πολιτιστική πολιτική ταυτιζόταν με τον ίδιο τον κυβερνητικό μηχανισμό, που εξυπηρετούσε το πνεύμα μιας άλλης «γενιάς»: «πίσω από πάμπολλες εκδηλώσεις της αντίδρασης στον πνευματικό-πολιτιστικό τομέα βρίσκουμε τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον Κ. Τσάτσο» γράφει φορτισμένα ο Πουλαντζάς λίγο καιρό προτού αυτοκτονήσει (3 Οκτωβρίου 1979).

Είναι σαφές, λοιπόν, πως δεν πρόκειται για μαρτυρία αλλά για διαμαρτυρία, που ωστόσο έχει και αυτή τη σημασία της για την περιγραφή ενός ορισμένου αδιεξόδου. Δύο χρόνια αργότερα, στις 18 Οκτωβρίου 1981, η «Αλλαγή» διεκδικούσε όχι πια τη μετάβαση αλλά την υπέρβαση όλου αυτού του πρώιμου μεταπολιτευτικού κόσμου. Θα άξιζε, με άλλη αφορμή, να συζητήσουμε τι απέγινε η «αμφισβήτηση» όταν η Μεταπολίτευση έμπαινε «στον αστερισμό του λαϊκισμού».

 

Ο κ. Γιάννης Παπαθεοδώρου είναι αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Παν/μιο Πατρών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.