Οι φωνές του 2018

Εξι νέα πρόσωπα από τον χώρο του τραγουδιού έχει επιλέξει το BHMAgazino για το ξεκίνημα του νέου έτους. Δεν πρόκειται για πρωτοεμφανιζόμενους, οι περισσότεροι έχουν ήδη κάποια αξιοσημείωτη επαγγελματική εμπειρία, όμως σίγουρα αξίζει να στραφούν οι προβολείς επάνω τους, αφού αυτοί θα δώσουν την απάντηση στο ερώτημα πώς εκφράζεται καλλιτεχνικά η γενιά που έχει ζήσει το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής της υπό συνθήκες κρίσης.

Απόστολος Κίτσος
Κάτι παράξενο έλαβε δράση

Αυτή η ξεχωριστή, σαν από άλλη εποχή, ευαισθησία, την οποία απέπνευσε άμα τη εμφανίσει του ο Απόστολος Κίτσος, χρωματίζει και τη φωνή του όταν τραγουδάει. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θήβα, σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα πιάνου, κλασικού τραγουδιού και ανώτερων θεωρητικών στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών και αργότερα μαθήματα τραγουδιού στο Ωδείο «Φίλιππος Νάκας», με καθηγήτρια την Ελλη Πασπαλά, με την οποία και έχει συνεργαστεί. Τη σεζόν 2013-14 διακρίθηκε ως ερμηνευτής στην 4η Ακρόαση της Μικρής Αρκτου. Τον Δεκέμβριo του 2017 κυκλοφόρησε η πρώτη του προσωπική δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Κάτι παράξενο» από τη Μικρή Αρκτο, ένας κύκλος μελοποιημένων ποιημάτων σε συνεργασία με τον τραγουδοποιό Μιχάλη Καλογεράκη.
Γιατί έγινες τραγουδιστής; «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η μουσική ήταν το αγαπημένο μου παιχνίδι, η αγαπημένη μου ασχολία. Συνεχώς στο μυαλό μου έπαιζε κάποια μελωδία, ένα τραγούδι, κάποιος ρυθμός. Μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι, αν έκανα οποιαδήποτε άλλη δουλειά, δεν θα ήμουν ποτέ ουσιαστικά ευτυχισμένος, οπότε κατά κάποιον τρόπο δεν είχα άλλη επιλογή».
Ποια είναι η πιο έντονη μουσική ανάμνηση από τα παιδικά σου χρόνια; «Η φωνή της γιαγιάς μου που ήταν μοιρολογίστρα στο χωριό. Ως βιωματική «perfomer», που είχε παραλάβει την τέχνη της προφορικά από την προηγούμενη γενιά, τραγουδούσε με έναν ακατέργαστο, ατόφιο και αφτιασίδωτο τρόπο που έμοιαζε να κατάγεται από τελετουργίες χαμένες στα βάθη των αιώνων. Φυσικά, αυτή είναι η ερμηνεία που δίνω σήμερα με τα ακούσματα και τη γνώση που έχω αποκτήσει πάνω στο αντικείμενο. Τότε απλώς θυμάμαι τον χρόνο να σταματά κάθε φορά που την άκουγα να τραγουδάει και να μεταφέρομαι κάπου από όπου δεν ήθελα να φύγω. Ισως από εκεί κόλλησα το μικρόβιο».
Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που καλείται να αντιμετωπίσει στην εποχή μας ένας νέος καλλιτέχνης; «Δεν μου αρέσει να ακούγομαι δυσοίωνος, αλλά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Είναι κάπως σαν να ανοίγεις την πόρτα τού χάους όταν παίρνεις την απόφαση να ασχοληθείς με την τέχνη. Υπάρχει μια συνολική, κοινωνική αλλά και θεσμική απαξίωση απέναντι στην τέχνη και στους καλλιτέχνες, ιδιαιτέρως στη χώρα μας. Ο πολύς κόσμος το βλέπει σαν χόμπι και όχι ως επάγγελμα. Δεν αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για μια πολύ βαριά πνευματική και σωματική εργασία, χωρίς ωράρια και αργίες. Και τολμώ να το λέω αυτό μια και έχω κάνει πολλές διαφορετικές δουλειές μέσα στα χρόνια για να μπορέσω να επιβιώσω και όχι εκ του ασφαλούς. Χρειάζεται, λοιπόν, συνειδητή απόφαση, πίστη, αφοσίωση, πολλή υπομονή, σκληρή δουλειά και απεριόριστη αγάπη γι’ αυτό που κάνεις για να βρεις τη δύναμη να κρατηθείς όρθιος».
Ποια συναυλία δεν θα ξεχάσεις ποτέ; «Πολλές. Ωστόσο, αν έπρεπε να διαλέξω μία, θα έλεγα τη συναυλία της Λένας Πλάτωνος τον Μάιο του 2009, στο «Κύτταρο», με τη Μάρθα Φριντζήλα, τον Γιάννη Παλαμίδα και την Etten. Πέραν του ότι ήμουν μαγεμένος επειδή για πρώτη φορά άκουγα ζωντανά τη μουσική της Πλάτωνος, την οποία αγαπώ ιδιαιτέρως, ήταν επίσης πολύ σημαντικό το με ποιους ήμουν σε αυτή τη συναυλία και το τι σηματοδότησε εκείνη η νύχτα για τη μετέπειτα κοινή μας ζωή. Η συναυλία αυτή αλλά και η μουσική της Πλάτωνος γενικά αποτελούν ένα ιδιαίτερο και πολύ τρυφερό συναισθηματικό σημείο αναφοράς για τη σχέση μας».

Ποιες είναι οι πιο σημαντικές επιρροές σου; «Με εντυπωσιάζουν οι καλλιτέχνες που δεν είναι μεν ελιτιστές, διατηρούν δηλαδή μια συνομιλία με ένα πλατύ κοινό και μια προσβασιμότητα στην τέχνη τους, αλλά ταυτόχρονα δεν χάνουν το ιδιοσυγκρασιακό στοιχείο της δουλειάς τους και το καλλιτεχνικό τους αίτημα παραμένει υψηλό. Ο συνδυασμός αυτός είναι και το δικό μου ζητούμενο. Η Björk είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που μπορώ να σκεφτώ, μαζί με τους Radiohead και τον Τζέιμς Μπλέικ. Επίσης, συγκινούμαι βαθιά από την ευαισθησία και την αρτιότητα της τραγουδοποιίας της Τζόνι Μίτσελ και των Simon & Garfunkel. Ως τραγουδιστής, κάτι κινήθηκε μέσα μου όταν άκουσα για πρώτη φορά τη φωνή του Τζεφ Μπάκλεϊ, ενώ η Ελα Φιτζέραλντ έρχεται συχνά να μου θυμίσει πόση μελέτη και δουλειά χρειάζομαι ακόμη. Από την ελληνική μουσική, όμως, προέρχονται τα πρώτα και σημαντικότερα μουσικά μου βιώματα. Στον τομέα αυτόν είμαστε μια χώρα ευλογημένη, με μεγάλους συνθέτες και τεράστιους τραγουδιστές και τραγουδίστριες. Η επίδραση της μουσικής αλλά και της προσωπικότητας του Μάνου Χατζιδάκι, νομίζω, είναι εμφανής και στη δική μας γενιά, αλλά και η επιρροή άλλων μεγάλων, κλασικών πλέον, όπως ο Θεοδωράκης και ο Ξαρχάκος. Αλλά και τόσων ακόμη που η ενδεικτική, έστω, απαρίθμησή τους θα μας έπαιρνε πολλές σελίδες».
Τι θα ήθελες να φέρει το 2018; «Σε προσωπικό επίπεδο, θα ήθελα να παίξω ζωντανά όσο το δυνατόν περισσότερο τον καινούργιο μου δίσκο, με τον οποίο είμαι πολύ ενθουσιασμένος. Γενικότερα, μου αρέσει πάντα να εύχομαι παγκόσμια ειρήνη (ξέρω, δεν θα γίνει, αλλά δεν χάνεις τίποτα ευχόμενος) και για τη χώρα, αν όχι ευμάρεια, ψυχραιμία».

Μυρτώ Βασιλείου
Με το πόδι στο γκάζι

Δεν έχει κλείσει ακόμη τα 23 της η Αθηναία Μυρτώ Βασιλείου και όμως έχει ήδη στο ενεργητικό της ένα άλμπουμ, καθώς υπήρξε η βασική ερμηνεύτρια στον δίσκο του συνθέτη Κώστα Τσίρκα, με τίτλο «Μαζί τον χειμώνα» (κυκλοφόρησε το 2016 από τη Feelgood Records), σε ενορχηστρώσεις Ηλία Βαμβακούση και στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου, Αργυρώς Βοντζαλίδου, Γιάννη Γιαννακόπουλου και Κώστα Τσίρκα. Υπεύθυνη για το καλλιτεχνικό αυτό προξενιό ήταν η Νατάσσα Μποφίλιου, την οποία η νεαρότατη τραγουδίστρια αγαπάει και θαυμάζει πολύ. «Η λύτρωση που μου προσφέρει η μουσική δεν μπορεί να συγκριθεί με κάτι άλλο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ακούω μουσική. Θυμάμαι πάντα να ανοίγω το ραδιόφωνο, να σιγοτραγουδώ μελωδίες, να «γρατσουνίζω» κιθάρες και αρμόνια. Λόγω της ηλικίας μου και της εμπειρίας μου δυσκολεύομαι πολύ να αυτοπροσδιοριστώ ως «τραγουδίστρια». Παρ’ όλα αυτά, είμαι αφοσιωμένη. Προσπαθώ πολύ, δουλεύω, έχω πάθος και πολλή όρεξη να κυνηγήσω τα όνειρα και τους στόχους μου», εξομολογείται.
Η κατάσταση της δισκογραφίας σήμερα δεν την πτοεί: «Σίγουρα τα πράγματα γύρω μας δεν είναι εύκολα και δεν μας χαρίζεται τίποτα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει μόνο στον καλλιτεχνικό χώρο. Οι απαιτήσεις του καθενός από τον εαυτό του, η υπομονή και η επιμονή, οι φιλοδοξίες, τα όνειρα και η αισιοδοξία είναι μερικοί από τους λόγους που σε κάνουν να διαχειρίζεσαι τις καταστάσεις και να πασχίζεις για αυτό που αγαπάς. Οταν συνειδητοποιήσεις τι κάνεις και γιατί το κάνεις, βάζεις ταχύτητα και προχωράς». Μια ξεχωριστή της μουσική ανάμνηση; «Πριν από περίπου έναν χρόνο πήγα στη συναυλία του Ασάφ Αβιντάν στο «Gazarte». Δεν υπήρχε μπάντα, έπαιζε μόνος του κάποια όργανα και απλώς έκανε όλον τον κόσμο να τον παρακολουθεί με ανοιχτό το στόμα. Εχει την πιο «εύθραυστη» φωνή που έχω ακούσει ποτέ. Επίσης, θυμάμαι να μιλάει ανάμεσα στα τραγούδια του για τον Τραμπ, τον φασισμό και τον ρατσισμό και όλο το μαγαζί είχε συνδεθεί μαζί του πλήρως. Τον χειροκροτούσαν όλοι και τον κοίταζαν στα μάτια. Ηταν συγκινητικό». Αυτό το εύθραυστο που περιγράφει χαρακτηρίζει πάντως και την ίδια όταν τραγουδάει. Το κορίτσι που σπουδάζει Κοινωνική Πολιτική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο παρουσιάζει αυτήν την περίοδο με τον Κώστα Τσίρκα τα τραγούδια τους, αλλά και διασκευές σε κομμάτια που αγαπάνε, σε χώρους της Αθήνας και της επαρχίας.

Ιουλία Καραπατάκη
Ρεμπέτισσα με γαλλική εσάνς

Φωνή με βάθος και χαρακτηριστική χροιά, η Ιουλία Καραπατάκη εντυπωσιάζει όσους την έχουν ακούσει να τραγουδάει στο πλευρό του Σωκράτη Μάλαμα κάθε Δευτέρα (έως τις 28 Μαρτίου) στην Κεντρική Σκηνή του «Σταυρού του Νότου», αλλά και στις διάφορες μουσικές σκηνές, όπου πολύ τακτικά εμφανίζεται. Γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα, τελείωσε το Μουσικό Γυμνάσιο και Λύκειο της Παλλήνης –ασχολείται με την κλασική κιθάρα από τα δέκα της, έχει πάρει το πτυχίο ανώτερων θεωρητικών, μεγάλωσε ακούγοντας ρεμπέτικα και παλιά λαϊκά, καθώς και Rolling Stones, Led Zeppelin και Pink Floyd, αλλά, για κάποιον ακατανόητο λόγο, δεν θεωρούσε ότι θα γινόταν επαγγελματίας τραγουδίστρια: «Συνέβη εντελώς τυχαία αυτό, όταν μια πολύ καλή μου φίλη μού πρότεινε να την αντικαταστήσω στο μαγαζί που δούλευε».
Εχουν περάσει ήδη 13 χρόνια από τότε. Το κορίτσι με την εμφάνιση γαλλίδας σταρ της ποπ των 50s και την ψυχή αυθεντικής ρεμπέτισσας τραγούδησε πρώτη φορά δημοσίως «με τη ροκ «σχηματάρα» που είχαμε στη Γ’ Γυμνασίου. Σοκ και δέος και εκατό έφηβοι να κοπανιούνται από κάτω, λες και ήμασταν οι Rolling Stones». Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα την προβληματίζει έντονα: «Νομίζω πως η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει ένας νέος καλλιτέχνης είναι πως, λόγω των γενικών συνθηκών, αναγκάζεται συχνά να κάνει σκόντο στην τέχνη του για να μπορέσει να βιοποριστεί. Τα μεροκάματα είναι πολύ χαμηλότερα σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες, οι μέρες δουλειάς πολλές, ενώ έχουν λιγοστέψει και τα μέσα που θα του δώσουν βήμα και χώρο για να αναδειχθεί».
Δεν θα ξεχάσει την πρώτη συναυλία που πήγε ποτέ: «Νίκος Παπάζογλου στο Θέατρο Βράχων. Είχα μείνει άναυδη». Κατά τα λοιπά, η Ιουλία είναι μια συνηθισμένη Αθηναία που αγαπάει τους πλανόδιους μουσικούς και γίνεται έξω φρενών με την κίνηση στους δρόμους.

Νέγρος του Μοριά
Αφροέλληνας ράπερ

Ο Νέγρος του Μοριά με το απαράμιλλο flow, ο οποίος εμφανίστηκε πριν από λίγες ημέρες σε μια πολύ επιτυχημένη συναυλία που διοργάνωσε στο «Six DOGS» η Red Bull Music Academy, ανήκει σίγουρα στους πιο ραγδαία ανερχόμενους έλληνες ράπερ αυτή τη στιγμή. Γεννήθηκε στους Αμπελοκήπους, μεγάλωσε στην Κυψέλη και το 2016 κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ στη δισκογραφική Black Athena με τίτλο «Ακούγοντας και μαθαίνοντας». Πέρυσι κυκλοφόρησε τον δεύτερο δίσκο του με τίτλο «#Μπέσα», ενώ συμμετείχε στην documenta14, τόσο στην Αθήνα όσο και στο Κάσελ της Γερμανίας, με την απαγγελία και την performance «Black Odyssey/Μαύρη Οδύσσεια», ντυμένος μάλιστα με φουστανέλα.
Τέσσερις αναμνήσεις σχετικές με τη μουσική δεν θα ξεχάσει ποτέ: «Τη φράση του Snoop Dogg στο βιντεοκλίπ του κομματιού «Who Am I» που λέει » You don’t love me, you just love my doggystyle» από τον δίσκο «Doggystyle». Το «A La La La La La Long» και το τραγούδι «Jamaican in New York» που λέει σε κάποια φάση «Be yourself, no matter what they say» και προσπαθούσα μικρός να το πω με πολύ αστείο τρόπο, γιατί έλεγα στην ουσία μόνο τη λέξη «say». Το τελευταίο ήταν όταν ο πατέρας έβαλε εμένα και τον αδελφό μου να κάνουμε διαγωνισμό για το ποιος θα πει μονοκοπανιά το «Hit ‘Εm Up» του 2PAC και τον είχα κερδίσει «και καλά» και χαιρόμασταν με τον πατέρα και τέτοια και ύστερα από μία ώρα μού ανακοίνωσε ότι θα φύγει για Αγγλία και δεν τον ξαναείδα μέχρι που πήγα στην Γκάνα για ένα ένθετο της documenta14 το 2016».
Μια συναυλία που σίγουρα θα του μείνει αξέχαστη; «Θα έλεγα 27 Μαρτίου 2009, «An Club», Ζωντανοί Νεκροί, είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου όλους τους ΖΝ και ειδικότερα τον Τάκι Τσαν και εκεί μου μπήκε η σπίθα, σκέφτηκα για μια στιγμή, «αφού στο hip-hop δεν χωράνε διακρίσεις, μπορώ να βγω και εγώ στη σκηνή να τα χώσω στα ελληνικά», γιατί, τότε τουλάχιστον, ήξερα μόνο τον Mc Yinka και τον Dash ότι χώνανε ελληνικά και είναι Αφρο και Ελληνες μαζί. Με αυτό το live ενθουσιάστηκα με την ελληνική σκηνή πολύ περισσότερο, γιατί ήδη γράφαμε κατιτίς με την παρέα, αλλά αυτό μου έδωσε την ώθηση ότι μπορώ και εγώ».
Τι τον εμπνέει; «Ο αθλητισμός, γιατί συνδέεται με την εκρηκτικότητα, την κίνηση και, το κυριότερο, συνδέεται με τον στόχο. Γενικά, βασίζομαι στην καθημερινότητα γύρω μου για πηγή έμπνευσής μου και πάντοτε πιστεύω ότι είναι καλλιτεχνική η επιρροή που έχω, από ποιητές, μουσικούς, έπειτα από ιστορικά πρόσωπα, από τα βιβλία, την κουβέντα με μια γυναίκα, αν τύχει με έναν άστεγο-περαστικό, με όλη την γκάμα των ανθρώπων. Ο,τι έχει ψυχή και ουσία γενικώς με εμπνέει έντονα».
Με την Αθήνα έχει διαμορφώσει μια σχέση σαν αυτή που όλοι λίγο-πολύ διατηρούμε: «Ντάξει, να σου πω την αλήθεια, δεν με κάνει και έξω φρενών, η Αθήνα είναι η πόλη μου, εδώ ζω από τότε που γεννήθηκα, την έχω συνηθίσει, αγαπήσει, με ‘χει στεναχωρήσει, αλλά είναι η Αθήνα. Πάω Ζωγράφου, λένε «οπ, μαύρος». Πάω Κυψέλη, «οπ, πού ‘σαι ρε σκύλε». Την Αθήνα τη βαριέσαι επειδή πας στα ίδια μέρη, μετά λες θα δεις τα ίδια άτομα, θα τα πείτε, θα τα πιείτε, ξενερώνεις, μετά γνωρίζεις ότι όλοι είμαστε κατσουφιασμένοι, φεύγεις, πας εκτός Αθήνας για κάποιο διάστημα, και σου λείπουν όλα αυτά που απεχθάνεσαι».

Πολυξένη Καράκογλου
Με πολύχρωμες ζακέτες

Αναδείχθηκε από την 4η Ακρόαση της Μικρής Αρκτου το 2014 και από τότε τέσσερα τραγούδια έχει ηχογραφήσει όλα κι όλα: το «Ανοιχτό βιβλίο» σε στίχους Γιάννη Βασιλόπουλου και μουσική Αντώνη Παπακωνσταντίνου, το ντουέτο με τον Ζαχαρία Καρούνη «Ο άνθρωπος μπορεί» του Σπύρου Παρασκευάκου, το «Μήνυμα στην άνοιξη» σε ποίηση του Ζαχαρία Παπαντωνίου, μελοποιημένη από τον Χρίστο Θεοδώρου, και τις «Πολύχρωμες ζακέτες», με την Αθηνά Σπανού στους στίχους και τον Γρηγόρη Πολύζο στη μουσική. Δίνουν όμως μια γεύση από τον πρώτο προσωπικό δίσκο της που αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2018. Η ωριμότητα των ερμηνειών της ξαφνιάζει, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς την ηλικία της (είναι μόλις 23 ετών).
Γεννήθηκε στη Νίκαια και θυμάται πεντακάθαρα τη στιγμή που αποφάσισε να ασχοληθεί με τη μουσική: «Ηταν ένα κυριακάτικο μεσημέρι –είχαν μαζευτεί όλοι οι συγγενείς στο παλιό σπίτι της γιαγιάς Ξένης, που μύριζε μικρασιάτικους μεζέδες και αυτές τις βαριές κολόνιες που φορούσαν οι θείες μου. Ηξερα πως μόλις τελειώσουν όλοι το φαΐ, θα έρθει αυτή η στιγμή, η πιο όμορφη. Ο παππούς μου θα πάρει την κιθάρα, θα αρχίσει να τραγουδάει, όλοι θα συνοδεύουν και εγώ θα είμαι εκεί δίπλα του και θα έχω την τιμητική μου».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα καλλιτέχνη της γενιάς της, η Πολυξένη δουλεύει τις καθημερινές στο Τελωνείο του Πειραιά και παραδίδει μαθήματα αγγλικών για να βγάζει τα προς το ζην. Το καλοκαίρι ενθουσιάστηκε με τη συναυλία της Μαρίας Παπαγεωργίου στο Κερατσίνι: «Είδα έναν άνθρωπο τόσο δεμένο με αυτό που κάνει, που δεν μπορούσες να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Εκείνο το βράδυ κατάλαβα πως θέλω να είμαι πάνω στη σκηνή. Ανυπομονώ για μια συνεργασία με αυτήν τη γυναίκα».
Τις επιθυμίες της για το 2018 δεν τις μετράει: «Θα ήθελα οι άνθρωποι που αγαπώ αλλά και αυτοί που θα αγαπήσω να μετρήσουν βήματα στη ζωή τους και να είναι περήφανοι για αυτά. Να αναδειχθούν δουλειές από ανθρώπους με ειλικρίνεια και μεράκι. Οχι άλλη φλυαρία. Μια Πολυξένη που δεν έχει αλλοτριωθεί και δεν ξεχνάει ποτέ αυτούς που τη στηρίζουν. Εναν κόσμο πιο μαχητικό». Τους ερχόμενους μήνες θα επαναλάβει σε επιλεγμένους χώρους τις παραστάσεις με τίτλο «Παράθυρο στο φως», που δίνει από κοινού με τον επίσης ταλαντούχο τραγουδιστή Δημήτρη Βουτσά, σε ένα πρόγραμμα που επιμελήθηκε ο νεαρός, πολλά υποσχόμενος στιχουργός Λάζαρος Αντωνιάδης.

Παναγιώτης Λάμπουρας
Μετά τα «Μεσάνυχτα»

Παθιασμένος ερμηνευτής, ο Παναγιώτης Λάμπουρας μοιάζει να χάνεται μέσα στη μουσική όταν βρίσκεται επάνω στη σκηνή. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα και σε ηλικία πέντε ετών πήρε τα πρώτα μαθήματα στο Ιόνιο Ωδείο της Κέρκυρας, με καθηγήτρια βιολιού την Εύα Παππά. Το 2005 μετακόμισε στην Αθήνα για σπουδές και συνέχισε τα μαθήματα βιολιού στον Πειραϊκό Σύνδεσμο. «Το τραγούδι ήρθε πολύ αργότερα, ξαφνικά και πολύ έντονα. Εκτοτε, μου ανοίχτηκε ένας άλλος κόσμος, ένας πρωτόγνωρος τρόπος έκφρασης, τον οποίο βέβαια προσπάθησα και προσπαθώ να εξελίξω. Κάτι που θυμάμαι έντονα και με τρυφερότητα από τα παιδικά μου χρόνια είναι να πηγαίνω να πω τα κάλαντα με τα υπόλοιπα παιδιά, πόρτα-πόρτα, με το βιολί και το δοξάρι στα χέρια. Αισθανόμουν πολύ περίεργα στην αρχή, ίσως γιατί δεν ήταν αρκετά συνηθισμένο, μετά όμως ξεπερνούσα την ανασφάλεια και κατέληγα να μη θέλω να γυρίσω σπίτι μου», δηλώνει σήμερα.
Tο 2013 αποφάσισε να μετακομίσει στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην Ολλανδία, για να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές. Σε διάστημα δύο ετών παρακολούθησε μαθήματα στο Κονσερβατόριο της Ουτρέχτης και στο Codarts στο Ρότερνταμ. Στην Ελλάδα επέστρεψε για τους 4ους Αγώνες Δημιουργίας Ελληνικού Τραγουδιού της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Το κομμάτι του με τίτλο «Ο βράχος» απέσπασε εύφημο μνεία για την ενορχήστρωση και την ερμηνεία.
Αν θα έπρεπε να διαλέξει μια συναυλία που είδε και του άλλαξε τη ζωή, αυτή θα ήταν «για πολλούς και κυρίως συναισθηματικούς λόγους, μια παράσταση που είχα δει πολύ μικρός, εκείνη της Αλκηστης Πρωτοψάλτη, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Παπαϊωάννου, από την περιοδεία για τον δίσκο «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά». Αυτό το θέαμα μου έχει μείνει χαραγμένο στο μυαλό και μάλιστα αποτελεί σημείο αναφοράς για μουσικούς και αισθητικούς λόγους. Θυμάμαι ότι αυτή την εμπειρία τη σκεφτόμουν συνεχώς για τουλάχιστον μία εβδομάδα, σε βαθμό που να μην μπορώ να συγκεντρωθώ εύκολα». Τον περασμένο Νοέμβριο κυκλοφόρησε το τραγούδι του «Τα μεσάνυχτα», σε παραγωγή/ενορχήστρωση του Γιώργου Ανδρέου, ενώ παράλληλα αυτήν την περίοδο ετοιμάζει τον πρώτο προσωπικό του δίσκο. Επειτα από πρόταση του ραδιοφωνικού σταθμού Μελωδία 99,2 διασκεύασε το τραγούδι «Σαν τον μετανάστη», ενώ στις 22 Απριλίου θα δώσει μια προσωπική συναυλία σε κάποια από τις σκηνές του «Σταυρού του Νότου».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.