Πώς νίκησε ο Ντόναλντ

Από την εποχή που ο μεγάλος αμερικανός δημοσιογράφος Θίοντορ Γουάιτ έγραψε το 1960 το περίφημο «The Making of the President»

Από την εποχή που ο μεγάλος αμερικανός δημοσιογράφος Θίοντορ Γουάιτ έγραψε το 1960 το περίφημο «The Making of the President», ένα εκ των έσω πορτρέτο του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι στην εμβληματική προεδρική του εκστρατεία, είναι σύνηθες αμέσως μετά τη νίκη του εκάστοτε υποψηφίου να εμφανίζεται στις προθήκες των βιβλιοπωλείων ένα ανάλογο βιβλίο. Ο ίδιος ο Γουάιτ έγραψε για τον Λίντον Τζόνσον το 1964, τον Ρίτσαρντ Νίξον το 1968 και το 1972, άλλοι χρησιμοποίησαν τον τίτλο του για τον Τζορτζ Μπους το 2000 και τον Μπαράκ Ομπάμα το 2008. Το φορμάτ είναι κοινό: ένας insider του υποψηφίου βγάζει στην επιφάνεια χαρακτηριστικές στιγμές από τα παρασκήνια, προσφέρει μια (υμνητική, εννοείται) εικόνα του χαρακτήρα του και καταθέτει μια πρώτη αποτίμηση των αιτίων της νίκης του.
Ο Ρότζερ Στόουν, επί σαράντα χρόνια φίλος, σύμβουλος και συνεργάτης, κατά καιρούς, του Ντόναλντ Τραμπ και δημοσιογράφος στους «New York Times» κάνει ακριβώς αυτό στο «The Making of the President 2016: How Donald Trump Orchestrated a Revolution» (εκδ. Skyhorse). Ο 45ος Πρόεδρος, μαθαίνουμε, διαθέτει «ταλέντο, ενέργεια και διορατικότητα», κρίση, μαγνητική προσωπικότητα, πολιτική οξύνοια. Στη μεθοδολογία και την ιδεολογία μοιάζει στον Ρίτσαρντ Νίξον –και οι δύο «εκμεταλλεύθηκαν τη μνησικακία ενάντια στην προκατάληψη των μέσων ενημέρωσης», και οι δύο υπήρξαν «πραγματιστές», και οι δύο αντιμετώπισαν τις προεκλογικές συγκεντρώσεις τους ως «σκηνοθεσίες». Κατά τον Στόουν, ο Τραμπ, όπως και ο Νίξον, αντελήφθη ότι η πολιτική «έχει να κάνει με μεγάλα ζητήματα, έννοιες και θεματικές, και ότι οι ψηφοφόροι δεν ενδιαφέρονται για ψαγμένες λεπτομέρειες». Τέλος, η νίκη του Ντόναλντ το 2016, ακριβώς όπως η νίκη του Ρίτσαρντ το 1968, οφείλεται στον εντοπισμό και στην απήχηση σε μια «σιωπηρή πλειοψηφία». Ως ερμηνεία μιας από τις μεγαλύτερες ανατροπές της αμερικανικής εκλογικής ιστορίας είναι κάπως προφανής και έμπλεη θαυμασμού, αλλά έτσι πρέπει να παρουσιάζεται μια ημιεπίσημη εξήγηση των πραγμάτων που σέβεται τον εαυτό της. Για να τη διορθώσουν, άλλωστε, διακινούνται ουκ ολίγες άλλες, από την αφωνία των Δημοκρατικών έως τη «νέα ψυχολογία της ηγεσίας».
Οι θεωρίες, λοιπόν, αφθονούν –και πολλές μοιάζουν να έχουν περισσότερους από έναν κόκκο αλήθειας στον πυρήνα τους. Στις 20 Ιανουαρίου 2017, ημέρα της ορκωμοσίας του Ντόναλντ Τραμπ, οι Σον Τρεντ και Ντέιβιντ Μπάιλερ ολοκλήρωσαν μια εκτεταμένη στατιστική επισκόπηση των αποτελεσμάτων στον ανεξάρτητο δικτυακό τόπο πολιτικής ανάλυσης RealClearPolitics. Η ουσία του μηνύματός τους; «Είναι η γεωγραφία, ανόητε». «Οι δημογραφικές αλλαγές είναι άνευ νοήματος χωρίς το γεωγραφικό φίλτρο», σημείωναν για την περιβόητη υποτιθέμενη υπεροχή των Δημοκρατικών στις ανερχόμενες πληθυσμιακές ομάδες των μη λευκών κοινοτήτων, «κι αυτό γιατί η εθνική πολιτική, σε κάθε επίπεδο, έχει γεωγραφική βάση». Με βάση συγκριτικούς πίνακες εκλογικής συμπεριφοράς οι Τρεντ και Μπάιλερ έδειξαν ότι εδώ και είκοσι χρόνια τουλάχιστον οι Δημοκρατικοί χάνουν ψήφους στις αγροτικές, στις ημιαστικές και στις χαμηλής πυκνότητας αστικές περιοχές. Οι ψήφοι που κερδίζουν αντίστοιχα στις μητροπόλεις δεν αρκούν για να τις υποκαταστήσουν: απλώς αυξάνουν την πλειοψηφία σε ήδη δικές τους πλειοψηφικές περιοχές. Η γεωγραφική διασπορά των Ρεπουμπλικανών υστερεί ως προς το αστικό σκέλος, είναι όμως ευρύτερη και καλύτερα κατανεμημένη ως προς τις swing states, τις Πολιτείες που αλλάζουν επιλογή από εκλογικό κύκλο σε εκλογικό κύκλο. Και αυτό αρκεί για να κερδίζουν προεδρίες, έστω και χάνοντας τη λαϊκή ψήφο, έστω και στο Εκλεκτορικό Κολέγιο.
Εχοντας δει το έργο της ήττας εκτός κάλπης ξανά, τον Νοέμβριο του 2000, με πρωταγωνιστές τους Τζορτζ Μπους και Αλ Γκορ, ο σκηνοθέτης Μάικλ Μουρ είχε ντυθεί Κασσάνδρα από τον Ιούλιο του 2016. Ενώ για τέσσερις ακόμη μήνες παράγοντες του κόμματος και δημοσκόποι θα βαυκαλίζονταν με το απόρθητο «Γαλάζιο Τείχος» των Μεσοδυτικών Πολιτειών που θα έδινε τη νίκη στη Χίλαρι, ο ίδιος έδειχνε τη διανοιγόμενη λεωφόρο Τραμπ προς τον Λευκό Οίκο: «Πιστεύω ότι θα εστιάσει μεγάλο μέρος της προσοχής του στις τέσσερις γαλάζιες Πολιτείες της αποβιομηχανοποιημένης ζώνης των Ανω Μεγάλων Λιμνών –Μίσιγκαν, Οχάιο, Πενσιλβάνια και Ουισκόνσιν. (…) Από το Γκριν Μπέι έως το Πίτσμπουργκ, εδώ, φίλοι μου, είναι η Μέση Αγγλία –καθημαγμένη από την ύφεση, οι καμινάδες διάσπαρτες στην ύπαιθρο του κουφαριού που είχαμε συνηθίσει να ονομάζουμε Μεσαία Τάξη. (…) Ο,τι έγινε στο Ηνωμένο Βασίλειο με το Brexit, θα γίνει κι εδώ». Τι άλλο προέβλεπε ο μάντης Μουρ; Την ύστατη μάχη των «θυμωμένων λευκών ανδρών», το πρόβλημα απήχησης της Χίλαρι, την τάση εκατομμυρίων να ψηφίσουν Τραμπ «όχι επειδή συμφωνούν μαζί του, όχι επειδή τους αρέσει το εγώ ή η μισαλλοδοξία του, αλλά επειδή μπορούν».
Ο Μουρ δεν διέβλεψε απλώς το γεωγραφικό πρόβλημα, το πλαισίωσε και με την πολιτική του διάσταση: καθίζηση της μεσαίας τάξης, θυμός, ανεπάρκεια απαντήσεων. Περιηγούμενος το Οχάιο για λογαριασμό του «Vanity Fair», ο Κεν Στερν έγραφε στις 5 Ιανουαρίου ότι το μόνο για το οποίο ενδιαφέρονταν να του μιλήσουν οι πολίτες ήταν η μετεκλογική συμφωνία που είχε πετύχει ο Ντόναλντ Τραμπ στη γειτονική Ιντιάνα με την εταιρεία Carrier προκειμένου να ακυρωθεί το κλείσιμο ενός εργοστασίου και να μη χαθούν 500-1.000 θέσεις εργασίας. Μια τέτοια, ανορθόδοξη για έναν πολιτικό, κίνηση, έκανε κάποιους να αναφωνούν «Τριάντα χρόνια περίμενα κάτι καινούργιο». Και ο πρόεδρος μιας κομητειακής οργάνωσης του Δημοκρατικού Κόμματος τού έλεγε ότι σε εθνικό επίπεδο το κόμμα «έχει ξεχάσει πώς να μιλά με τον τρόπο των Δημοκρατικών, πώς να μάχεται για τις θέσεις εργασίας ανθρώπων που κάνουν μπάνιο μετά τη δουλειά, όχι πριν». Σε ένα τέτοιο σκηνικό ο εμπρηστικός λόγος του Ντόναλντ, απλουστευτικός, εθνικιστικός, αιρετικός, υπερέβαινε τις ρατσιστικές ή χυδαίες αιχμές του. Γιατί πρόσφερε γωνίες από τις οποίες μπορούσαν να πιαστούν οι απογοητευμένοι εκλογείς αγνοώντας τις υπόλοιπες.
Σύµφωνα µε όσα προτείνουν στο τεύχος του περιοδικού «Scientific American Mind» Μαρτίου-Απριλίου 2017 οι Στίβεν Ράιχερ και Σ. Αλεξάντερ Χάσλαμ, καθηγητές Κοινωνικής Ψυχολογίας στα πανεπιστήμια του Σεντ Αντριους και του Κουίνσλαντ, αντίστοιχα, ο Τραμπ διεξήγαγε μια επιδέξια προεκλογική εκστρατεία με σαφές μήνυμα, πολιτική πλατφόρμα βασισμένη στην ταυτότητα, εμπόριο ελπίδας και ευλαβική χρήση των αρχών μιας «νέας ψυχολογίας της ηγεσίας». Κάθε συγκέντρωση του υποψηφίου αποτελούσε ένα «φεστιβάλ ταυτότητας», στο οποίο χωροταξία, συνθηματολογία και ρητορεία ενορχηστρώνονταν στην προβολή του οράματος μιας διαφορετικής προσέγγισης στην πολιτική.
Κατά τους Ράιχερ και Χάσλαμ ο Τραμπ χρησιμοποίησε τον τύπο της «Αμερικανικής ιερεμιάδας»: η Αμερική είναι μια χώρα «με ξεχωριστή αποστολή στον κόσμο, στην οποία αποτυγχάνει και επομένως πρέπει να αλλάξει. (…) Μεγάλη κάποτε, τώρα είναι αδύναμη και ταπεινώνεται επανειλημμένα. (…) Η παρακμή είναι αποτέλεσμα των πράξεων των εχθρών της (…), όμως οι εξωτερικοί εχθροί ευημερούν μόνο εξαιτίας των πράξεων των πολλών εσωτερικών εχθρών» –μεταξύ των οποίων και άλλοι πολιτικοί που ελέγχονται από τους αντιπάλους των Ηνωμένων Πολιτειών. Η απάντηση στο πρόβλημα ήταν ο ίδιος: επιτυχημένος επιχειρηματίας, ίσον ικανός διαπραγματευτής, ίσον άνθρωπος που δεν μπορεί να εξαγοραστεί σαν τους άλλους. Μιλώντας σε εκείνους που δεν ακολούθησαν τη μετατροπή της οικονομίας της χώρας από βιομηχανική σε οικονομία της πληροφορίας και παράλληλα διαπνέονται από έντονη έλλειψη εμπιστοσύνης στους πολιτικούς, ο Τραμπ παρουσιάστηκε όχι ως τυπικός εκπρόσωπος αλλά ως πρότυπο των αξιών τους, πρωταθλητής των ξεχασμένων ανθρώπων και «επιχειρηματίας της ελπίδας». Ο νέος Πρόεδρος, λένε οι Ράιχερ και Χάσλαμ, κατανόησε πλήρως τις αρχές της «νέας ψυχολογίας της ηγεσίας»: στόχος δεν είναι να απευθυνθεί στα άτομα ως άτομα, αποσκοπεί στην ενδυνάμωση της αίσθησης των ατόμων ως μελών της ομάδας και της διακριτής ταυτότητάς της.
Από το μοντέλο τους απορρέει μια γενικότερη εφαρμογή εκλογικής συμπεριφοράς που ερμηνεύει πλείστα όσα φαινόμενα, από την άνοδο των αντισυστημικών κομμάτων έως το Brexit. Επισημαίνουν ότι δεν χρειάζεται πλήρης ταύτιση με την εκλογική πλατφόρμα για να δώσεις θετική ψήφο. Αρκεί η αγκίστρωση σε μια γωνία, η μερική απάντηση στο πρόβλημα που σε κινητοποιεί προσωπικά. Ανεργία; Μετανάστευση; Φορολογία; Εφόσον το κριτήριο του ψηφοφόρου ικανοποιηθεί, άλλα χαρακτηριστικά του υποψηφίου ή του κόμματος γίνονται ανεκτά ή αγνοούνται, ενίοτε μάλιστα ανασημασιοδοτούνται από αρνητικά σε θετικά: η χυδαιότητα του Τραμπ, ας πούμε, συγχωρέθηκε ως φραστικός τύπος ενός «ανθρώπου της πιάτσας», ως άλλη μία ένδειξη της διαφοράς του από τους κατεστημένους πολιτικούς. Αν και παραδέχονται ότι τα δεδομένα της εκλογής του Νοεμβρίου είναι πολύπλοκα και η αναλογία της βαρύτητάς τους δεν έχει αποσαφηνιστεί ακόμη, κομβικής σημασίας θεωρούν το γεγονός ότι το μόνο ερώτημα στο οποίο ο Τραμπ επικράτησε της Κλίντον στο exit poll του ABC και μάλιστα με τη δυσθεώρητη διαφορά ποσοστών 81% έναντι 13% ήταν «ποιος είναι ικανός να φέρει την αλλαγή». Και στο ίδιο exit poll αυτό κατονομαζόταν ως το σημαντικότερο ζήτημα της εκλογής.
Εδώ και περίπου δύο δεκαετίες η Αμερική αναζητεί επίμονα τον πολιτικό αουτσάιντερ της αρεσκείας της. Βουλή και Γερουσία, Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί, απορρίπτονται για τα αργά τους αντανακλαστικά, την αναπαραγωγή της γραφειοκρατίας, τις δουλείες στα «ειδικά συμφέροντα». Ο εκάστοτε πρόεδρος ψηφίζεται κάθε φορά ως αυτός που θα λύσει τους γόρδιους δεσμούς βάζοντας ξανά σε κίνηση την ελαττωματική μηχανή της πολιτικής διαδικασίας. Οσο κι αν το ξεχνάμε σήμερα, ένα από τα επιχειρήματα που ο Τζορτζ Μπους υιός τόνιζε το 2000 ήταν η ταμπέλα του Τεξανού που βρίσκεται εκτός κατεστημένου της Ουάσιγκτον. Το ίδιο εγγυόταν το 2008 ο τόνος της επιδερμίδας του Μπαράκ Ομπάμα δίνοντας νόημα στο σύνθημα «Change We Can Believe In» («Η αλλαγή που μπορούμε να πιστέψουμε»).
Σήµερα ο µανδύας της αλλαγής βρίσκεται στους ώμους κάτω από την κόμη του Ντόναλντ Τραμπ και τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης του αποδίδουν, εκλογικά τουλάχιστον, την επινόηση μιας νέας πληθυσμιακής συμμαχίας ικανής να δεσπόσει επί χρόνια, προς θρίαμβο ή καταστροφή της χώρας. Ισως, όμως, θα πρέπει να είμαστε απλώς υπομονετικοί. Το 2004 οι Ρεπουμπλικανοί ερμήνευσαν τη νίκη του Μπους ως παγίωση μιας «ηθικής πλειοψηφίας» και ονειρεύονταν «μόνιμη πλειοψηφία» δεκαετιών. Το 2012 οι Δημοκρατικοί πίστευαν μετά την επανεκλογή του Μπαράκ Ομπάμα ότι οι δημογραφικές μεταβολές με τη μείωση του ποσοστού του (συντηρητικότερου) λευκού πληθυσμού τούς είχαν εξασφαλίσει μακροπρόθεσμα την επικυριαρχία. Ο Ομπάμα δεν ήταν τυχαίος, ο Τραμπ δεν ήταν αναπόφευκτος και το αντίθετο. Το μόνιμο στην αμερικανική πολιτική είθισται να διαρκεί οκτώ χρόνια το πολύ.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.