Αναζητείται επανέναρξη στις γαλλογερμανικές σχέσεις

Υπήρξε μια εποχή, αμέσως μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, που πολλοί Γάλλοι φοβoύνταν τη Γερμανία.

Υπήρξε μια εποχή, αμέσως μετά την επανένωση της Γερμανίας το 1990, που πολλοί Γάλλοι φοβoύνταν τη Γερμανία. Σήμερα οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί. Οι Γερμανοί όμως δεν φοβούνται τη Γαλλία αλλά για τη Γαλλία. Μετά το δημοψήφισμα του Brexit στη Βρετανία και την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, και η Γαλλία θα μπορούσε να πέσει θύμα καταστροφικών λαϊκιστικών δυνάμεων αν οι ψηφοφόροι επιλέξουν για πρόεδρό τους την ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν.
Οι Γερμανοί ικανοποιούνται όταν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονται στην Ανγκελα Μέρκελ ως «τελευταίο υπερασπιστή της φιλελεύθερης Δύσης». Είναι όμως άλλο πράγμα να σε περιγράφουν ως τον καλύτερο μαθητή στην τάξη και άλλο να αισθάνεσαι σαν τον μοναδικό μαθητή που εμφανίστηκε στην τάξη.
Με τις ΗΠΑ εκτός, λίγοι αξιοπρεπείς μαθητές έχουν απομείνει. Η Πολωνία ακολουθεί τα ανελεύθερα βήματα της Ουγγαρίας. Η Αυστρία λίγο έλειψε να εκλέξει πρόεδρο τον ακροδεξιό εθνικιστή Νόρμπερτ Χόφερ.
Τίποτα όμως δεν θα αποσταθεροποιούσε τη Γερμανία όσο μια προεδρία της Λεπέν στη Γαλλία. Τυχόν νίκη της θα σημάνει ότι η Γαλλία εγκαταλείπει τις αξίες και τις αρχές που επέτρεψαν στη Γερμανία να συμφιλιωθεί με τους γείτονές της, ξεκινώντας από τη Γαλλία. Θα πλήξει τον γαλλογερμανικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται μεταπολεμικά η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ).
Δεν παίζουν στην ίδια κατηγορία εδώ και καιρό

Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι ακριβώς το αντίθετο: μια επανέναρξη, ένα «reset» στις γαλλογερμανικές σχέσεις. Στην πραγματικότητα, η Γερμανία και η Γαλλία δεν παίζουν στην ίδια κατηγορία για καιρό. Δεν είναι ότι η Γερμανία έχει γίνει υπερβολικά δυνατή, αλλά ότι η Γαλλία έχει γίνει υπερβολικά αδύναμη αφήνοντας τη Γερμανία να ηγηθεί στην αντιμετώπιση των μυριάδων κρίσεων της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια.
Η Γαλλία δεν χρειάζεται να ισοφαρίσει την οικονομική ισχύ της Γερμανίας. Αυτό που μπορεί να προσφέρει σήμερα είναι τουλάχιστον εξίσου σημαντικό. Με την Ευρώπη αντιμέτωπη με εξωτερικούς εχθρούς, όπως ο τυχοδιωκτισμός διεθνών παικτών στη Μέση Ανατολή και της Τουρκίας, αλλά και εσωτερικές προκλήσεις, όπως η εγχώρια τρομοκρατία, η ασφάλεια και η άμυνα, η οικονομική πολιτική δεν είναι το κορυφαίο διακύβευμα. Και στους παραπάνω τομείς, η Γαλλία διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Δεδομένων των κινδύνων που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, η γαλλογερμανική σχέση θα αποκτήσει μεγαλύτερη περιφερειακή και παγκόσμια σημασία. Με τη Λεπέν επικεφαλής, η σχέση αυτή είναι βέβαιο ότι θα δοκιμαστεί σκληρά. Το γαλλικό σύστημα των προεδρικών εκλογών σε δύο γύρους, που εξασφαλίζει ότι ο πρόεδρος έχει την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων, καθιστά εξαιρετικά απίθανη την ανάληψη της εξουσίας από μια ακραία υποψηφία όπως η Λεπέν. Αλλά λόγω των εκλογικών εκπλήξεων που συνέβησαν τελευταίως, οι Γερμανοί δεν θα ησυχάσουν ώσπου να ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψήφων στη Γαλλία. Αλλωστε, αν η Λεπέν καταφέρει να κερδίσει τις εκλογές θα έχει ισχυρή και αυθεντική εντολή να εφαρμόσει πολιτικές που έρχονται σε αντίθεση με όσα πιστεύει η μεταπολεμική Γερμανία –και, βεβαίως, η Ευρώπη.
Τεστ για τον γερμανικό πυλώνα σταθερότητας

Η Γερμανία όμως έχει τις δικές της πολιτικές προκλήσεις να αντιμετωπίσει στις δικές της ομοσπονδιακές εκλογές του Οκτωβρίου. Οι πρόσφατες τοπικές εκλογές στα κρατίδια έδειξαν ότι η λαϊκή διάθεση είναι καχύποπτη, ιδίως προς τους πρόσφυγες, με την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), αντίστοιχη του γαλλικού Εθνικού Μετώπου (FN), να έχει σημειώσει άλματα σε ορισμένες περιοχές. Αν η Γερμανία επιθυμεί να παραμείνει ο πυλώνας σταθερότητας που υπήρξε τα τελευταία χρόνια πρέπει να αποφύγει να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Και πρέπει να χαρίσει στη Μέρκελ μια τέταρτη θητεία στην καγκελαρία. Ευτυχώς, το σενάριο αυτό παραμένει πιθανό, αν και είναι κάθε άλλο παρά εγγυημένο.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική κατεύθυνση της Γαλλίας θα αποφασιστεί πολύ πριν από εκείνη της Γερμανίας. Για να εξασφαλίσουν ένα μέλλον με ασφάλεια και ευημερία, οι γάλλοι ψηφοφόροι πρέπει να υποστηρίξουν ένα πρόσωπο με κύρος, σύνεση και πείρα, πρόθυμο να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται επειγόντως χωρίς να επιδεινώσει τους κοινωνικούς διχασμούς –δηλαδή, κάποιον εντελώς διαφορετικό από την Λεπέν. Οι Γάλλοι πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν να αντισταθούν στο κύμα του ακροδεξιού λαϊκισμού. Και με αυτόν τον τρόπο θα δώσουν στο ευρωπαϊκό σχέδιο μια ευκαιρία για να συνεχίσει να επιτυγχάνει.
Ο κ. Dominique Moisi είναι σύμβουλος του Institut Montaigne στο Παρίσι

HeliosPlus

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.