Νομοσχέδιο – τομή χαρακτήρισε τη νομοθετική πρωτοβουλία για το νέο σύστημα κινητικότητας στο δημόσιο η υπουργός Διοικητικής Ανασυγκρότησης κυρία Όλγα Γεροβασίλη. Μιλώντας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, τόνισε ότι ο δημόσιος τομέας αναδιοργανώνεται προκειμένου να αποτελέσει «ένα σύγχρονο εργαλείο ικανό να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες της κρίσιμης περιόδου που διανύουμε, αλλά και να συμβάλλει στην παραγωγική ανασυγκρότηση».
Με ποικίλες διατυπώσεις ανέδειξετην άποψη ότι με το νομοσχέδιο μπαίνει τέλοςστον κατακερματισμό του θεσμικού πλαισίου για τις μετατάξεις και αποσπάσεις, στην απουσία κριτηρίων για την αξιολόγηση των αναγκών σε προσωπικό καθώς καιστην έλλειψη εγγυήσεων διαφάνειας και αντικειμενικότητας στις διαδικασίες επιλογής για τις θέσεις που καλύπτονται.
«Με λίγα λόγια υπήρχε ένας –επιτρέψτε μου να πω –«θεσμικός θόρυβος», διάτρητος από παραθυράκια, υποσημειώσεις και προσωποπαγείς επιλογές. Μια τέτοια συνθήκη πέρα από την αδιαφάνεια, δημιούργησε μεγάλα προβλήματα τόσο στους εργαζομένους, όσο και στους πολίτες. Όλα αυτά –μετά την ψήφιση του σχεδίου νόμου –τοποθετούνται στο παρελθόν», ανέφερε χαρακτηριστικά η κυρία Γεροβασίλη.
Ως μείζονος σημασίας ανέφερε ότι είναι τα εξής τέσσερα χαρακτηριστικά του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας:
– Ο αμιγώς εθελούσιος χαρακτήρας της κινητικότητας, με δικαίωμα συμμετοχής κάθε υπαλλήλου και με μόνη προϋπόθεση την κάλυψη των θέσεων του κλάδου του στην υπηρεσία που υπηρετεί σε ποσοστό τουλάχιστον 50% ή 65% αν πρόκειται για μικρούς Δήμους με πληθυσμό κάτω από 90.000.
– Η υποχρέωση δημοσιοποίησης των κενών θέσεων μέσω της ανάρτησής τους σε διαδικτυακή πλατφόρμα του Υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης, ώστε να υπάρχει διάχυση της πληροφορίας σε όλους – οι δημόσιοι φορείς θα δηλώνουν την ανάγκης τους για κάλυψη θέσεων και ο υπάλληλος, με βάση τα προσόντα του, θα διεκδικεί τη θέση
– H χρονικά καθορισμένη και δεσμευτική ολοκλήρωση των διαδικασιών μετάταξης ή απόσπασης. Χρειάζεται πια μία μόνο υπογραφή από τον φορέα υποδοχής (που πρέπει όχι μόνο να αιτιολογεί την επιλογή του, αλλά και να περιλαμβάνει συγκριτική αξιολόγηση των υποψηφίων). Σε τρεις μήνες από την υποβολή αίτησης η διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί.
– H θεσμοθέτηση ενιαίων προϋποθέσεων και ενιαίου πλαισίου κανόνων για τις μετατάξεις και τις αποσπάσεις.
«Τίθεται πλέον τέλος στις αιώνιες αποσπάσεις και στο χάος που αυτές έφεραν στον δημόσιο τομέα», παρατηρεί η κυρία Γεροβασίλη. Σημειώνει ότι η μετάταξη γίνεται και πάλι η κύρια μορφή κινητικότητας και η απόσπαση συνιστά πλέον μία κατ’ εξαίρεση μορφή κινητικότητας, η οποία,πρέπει να συνδέεται με την ύπαρξη αποδεδειγμένων σοβαρών υπηρεσιακών αναγκών και να έχει περιορισμένη διάρκεια.
Κεντρικό ρόλο στο συντονισμό και την εφαρμογή του Ενιαίου Συστήματος Κινητικότητας έχει η επταμελής Κεντρική Υπηρεσία Κινητικότητας στο Υπουργείο Διοικητικής Ανασυγκρότησης. Η υπηρεσία αποτελείται αφενός από πρόσωπα που παρέχουν αυξημένες εγγυήσεις αντικειμενικότητας (π. χ. εκπρόσωποι ΑΣΕΠ, Νομικός Σύμβουλος ΝΣΚ). Αφετέρου από υπηρεσιακούς παράγοντες που είναι αρμόδιοι για θέματα διαχείρισης προσωπικού (π. χ. Διοικητικοί Γραμματείς, Προϊστάμενοι Γενικών Διευθύνσεων).
Επιπλέον, για πρώτη φορά εισάγεται γενικό δικαίωμα απόσπασης για συνυπηρέτηση με σύζυγο ή συμβιούντα δημόσιο υπάλληλο στην περιοχή που υπηρετεί ένας εξ αυτών. Με τον τρόπο αυτό, σύμφωνα με την κυβέρνηση, εξυπηρετούνται οι ανάγκες για οικογενειακή επανένωση.
Ενδιαφέρον έχει η διατύπωση που χρησιμοποίησε στην ομιλία της η κυρία Γεροβασίλη για το μέγεθος του δημόσιου τομέα. «Για εμάς το κράτος δεν πρέπει να είναι ούτε μεγάλο, ούτε μικρό. Πρέπει να είναι όσο χρειάζεται. Για να είναι ένα κράτος ικανό να αντεπεξέλθει στις μεγάλες προκλήσεις της εποχής», τόνισε.
Και συμπλήρωσε: «Μεταρρυθμίζοντας το δημόσιο αλλάζουμε τη σχέση του πολίτη με αυτό. Θέλουμε ο πολίτης να νοιώθει αξιοπρέπεια όταν συναλλάσσεται με το δημόσιο. Αλλάζουμε, λοιπόν, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται και συνυπάρχει με το κράτος στην καθημερινότητά του. Αλλάζοντας το δημόσιο συμβάλλουμε στην κοινωνική ανασυγκρότηση που έχει ανάγκη ο τόπος».