Ο μοντερνισμός και η ανανέωση της παράδοσης

Κανείς δεν περιέγραψε καλύτερα τις διαφορές ανάμεσα στην υψηλή και τη μαζική κουλτούρα από τον Τέοντορ Αντόρνο, ο οποίος θεωρούσε την Ευρώπη κοιτίδα της πρώτης και τις ΗΠΑ πατρίδα της δεύτερης.

Κανείς δεν περιέγραψε καλύτερα τις διαφορές ανάμεσα στην υψηλή και τη μαζική κουλτούρα από τον Τέοντορ Αντόρνο, ο οποίος θεωρούσε την Ευρώπη κοιτίδα της πρώτης και τις ΗΠΑ πατρίδα της δεύτερης. Ωστόσο εκείνοι που επρόκειτο να εισαγάγουν τον μοντερνισμό στην ευρωπαϊκή λογοτεχνική –και όχι μόνον –σκηνή ήταν δύο Αμερικανοί. Και μάλιστα μέσω της ποίησης, ενός είδους που απασχολούσε την ελίτ των αναγνωστών, ακόμη και τότε, που το κοινό της ήταν πολύ μεγαλύτερο από όσο σήμερα.
Το όριο ανάμεσα στον μοντερνισμό και την πρωτοπορία για ορισμένους δεν υφίσταται καν. Αν υπάρχει μια διαφορά, ανάγεται στο πολιτικό επίπεδο –μολονότι και εκεί ακόμη αυτό ισχύει ως εκεί που ισχύει. Ενώ όλοι οι εκπρόσωποι του μεγαλύτερου κινήματος της πρωτοπορίας, δηλαδή του υπερρεαλισμού, ήταν ριζοσπάστες, τρεις τουλάχιστον επιφανείς μοντερνιστές, ο Εζρα Πάουντ, ο Γουίνταμ Λιούις και ο Τ.Σ. Ελιοτ, υπήρξαν ακροδεξιοί οι δύο πρώτοι και συντηρητικός ο τελευταίος, έχοντας και εκείνος μια εποχή αλληθωρίσει προς την Ακροδεξιά. Αλλες όμως φυσιογνωμίες του μοντερνισμού, όπως ο Τζόις ή ο Γ.Κ. Γουίλιαμς (επιστήθιος φίλος του Πάουντ), είχαν δημοκρατικά φρονήματα.
«Κάν’ το καινούργιο!»


Σήμερα μιλούμε κατά κόρον περί νεωτερικότητας χωρίς να είναι κάθε φορά σαφές αν εννοούμε τους νεότερους χρόνους από την Αναγέννηση και μετά ή την περίοδο από τον 19ο αιώνα του Μποντλέρ ως τις μέρες μας. Ο μοντερνισμός όμως, όπως εξελίχθηκε από τις αρχές του 20ού αιώνα και κυριάρχησε για πενήντα περίπου χρόνια, έχει κάποια γνωρίσματα που τα διακρίνει κανείς στο έργο των κυριότερων εκπροσώπων του. Ηταν όσο ριζοσπαστικός και ο φουτουρισμός, αλλά με μια βασική διαφορά: ενώ ο φουτουρισμός κήρυττε την καταστροφή των όσων είχαν προηγηθεί, ο μοντερνισμός επεδίωκε την ανανέωση της παράδοσης σύμφωνα με την πασίγνωστη προτροπή του Πάουντ «κάν’ το καινούργιο», που δεν λεγόταν όμως για πρώτη φορά (το είχε πει είκοσι πέντε αιώνες νωρίτερα ο Κομφούκιος). Στον κόσμο της δυτικής κουλτούρας εντούτοις φάνταζε τότε πρωτοποριακό.
Είναι εντυπωσιακό ασφαλώς που οι νέες μορφές οι οποίες προέκυψαν λόγω του μοντερνισμού οφείλονται σε μια ανανεωμένη –και άρα πρωτότυπη –ανάγνωση της παράδοσης. Κανείς πριν από τον Πάουντ και τον Ελιοτ δεν μίλησε για την παράδοση τόσο εκτεταμένα –και με πάθος αντίστοιχο του δικού τους. Και διασκευές της Οδύσσειας υπήρξαν πολλές μέσα στους αιώνες, όμως ουδείς πριν από τον Τζόις επιχείρησε να συμπτύξει τον αφηγηματικό χρόνο μέσα σε μία ημέρα, όπως έκανε ο ίδιος στον Οδυσσέα του, και να μεταφέρει το συμβολικό περιεχόμενο του ομηρικού έπους στην καθημερινή ζωή.
Βιομηχανική πόλη: η νέα Βαβέλ


Σε περιόδους δραματικών μεταβολών η αλληλεπίδραση των τεχνών εμφανίζεται αυξημένη. Και τις δραματικές μεταβολές στον 20ό αιώνα τις επέφεραν αφενός η βιομηχανική επανάσταση και αφετέρου το σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Πέραν αυτού, εκείνη την εποχή άλλαζε η εικόνα των πόλεων, οι ταχύτητες που αναπτύσσονταν επιτάχυναν τους ρυθμούς της καθημερινής ζωής, η γλώσσα θα έπρεπε να αποδίδει τις μεταβάσεις από το ένα στο άλλο πεδίο κατανόησης πολύ γρηγορότερα, το περιβάλλον άλλαζε το ποιόν της ευαισθησίας και μέσα από την επιτάχυνση των εναλλαγών ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να απομονώσει το κύριο από το επουσιώδες απομνημειώνοντας τη στιγμή με μία ματιά. Το μέσον θα ήταν η αφαίρεση, το όχημά της η εικόνα.
Ετσι γεννήθηκε ο μοντερνιστικός εικονισμός, μολονότι την ιδέα ο ιδρυτής του, Εζρα Πάουντ, που όπως όλοι οι μοντερνιστές πίστευε πως η λογοτεχνία είναι ενιαία και δεν έχει εθνικά χαρακτηριστικά, την πήρε από τους Κινέζους. Δεδομένου ότι οι εικόνες συνιστούν μαζί με τους ήχους τους μόνους παγκόσμιους κώδικες οι οποίοι αναγνωρίζονται από όλους, και αφού και η λογοτεχνία είναι παγκόσμια, η εικόνα συνιστά το κύτταρό της, που το αναγνωρίζουμε σε όλες τις μορφές τέχνης. Αν πάμε στις αρχαίες γραφές –και κυρίως στο ιδεόγραμμα –η λέξη είναι εικόνα, πίνακας, γλυπτό. Γι’ αυτό και ο Πάουντ θεωρούσε τον νεαρό γλύπτη Ανρί Γκαρντιέ Μπρζέσκα σπουδαίο καλλιτέχνη. Επειδή χωρίς να ξέρει κινεζικά βλέποντας το σχήμα των ιδεογραμμάτων καταλάβαινε τι σήμαινε το καθένα.
Αλλά η βιομηχανική εποχή εγκαθιστούσε την πόλη ως κεντρικό θέμα σε κάθε είδος τέχνης, μολονότι ούτε ο Ελιοτ ούτε ο Πάουντ ήταν οι πρώτοι ποιητές πόλης. Προηγήθηκε κατά μισόν αιώνα και πλέον ο Μποντλέρ. Αλλά τώρα είχαμε μια πόλη διαφορετική. Δεν ήταν πλέον το μποντλερικό πνευματικό κάτεργο ή χώρος ανίας. Ηταν η πόλη των τρένων, των τηλεφώνων, μια Βαβέλ του χρόνου όπου κυκλοφορούσαν μαζί πρόσωπα και σκιές, ζωντανοί και νεκροζώντανοι, μια νεκρή Ιερουσαλήμ.
Συμπάθειες και αντιπάθειες


Η τεχνολογία άλλαζε τα πάντα και αποκτούσε στα έργα έναν σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα. Το καταστατικό έργο του μοντερνισμού είναι βεβαίως η Ερημη χώρα, ένα «τηλεφωνικό ποίημα» σύμφωνα με τον Χιου Κένερ. Αλλοι μοντερνιστές όμως αξιοποίησαν με διαφορετικό τρόπο τα εκφραστικά μέσα. Η αφαίρεση στον Γ.Κ. Γουίλιαμς ανάγεται στο έσχατο σημείο της απλότητας, γι’ αυτό και μια άλλη σημαντική ποιήτρια του μοντερνισμού, η Μαριάνα Μουρ, έλεγε πως τα ποιήματα του Γουίλιαμς είναι τόσο απλά που «τα διαβάζουν οι γάτες και οι σκύλοι». Και μολονότι η Ερημη χώρα είναι το διασημότερο έργο όπου ο δημιουργός του ενσωματώνει και οικειοποιείται παραθέματα από άλλους, η Μαριάνα Μουρ υπήρξε η αδιαμφισβήτητη τεχνίτρια στον τομέα αυτόν.
Ο,τι έγινε στην ποίηση παρατηρήθηκε και στις άλλες τέχνες. Με τον Στραβίνσκι στη μουσική, την Ισαντόρα Ντάνκαν και τον Νιζίνσκι στον χορό, τον Γκρόπιους, τον Λούις Σάλιβαν, τον Λε Κορμπιζιέ, τον Φρανκ Λόιντ Ράιτ, τον Οσκαρ Νιμάγερ και αρκετούς άλλους στην αρχιτεκτονική.
Οι μοντερνιστές είχαν και τις σφοδρές τους αντιπάθειες. Ο Πάουντ, που έγραψε και πλήθος μουσικοκριτικές, αντιπαθούσε τον Μπετόβεν και τον Πουτσίνι ενώ λάτρευε τον Μότσαρτ, τον Βιβάλντι και τον Μπαχ. Ο Ελιοτ απεχθανόταν έναν από τους μεγαλύτερους μυθιστοριογράφους του 20ού αιώνα, τον Ντ.Χ. Λόρενς, τον οποίο μάλιστα δεν δίστασε να αποκαλέσει «αγράμματη τσουτσού». Ολοι τους ωστόσο επέβαλαν εκείνο που θα κυριαρχούσε στην παγκόσμια κουλτούρα: μια τέχνη που έπαιρνε στα σοβαρά την αποστολή της, που αντλούσε από το παρελθόν όσα χρειαζόταν για να κατανοήσει το παρόν, να αλλάξει ή να διορθώσει, καθώς έλεγε ο Ελιοτ, το γούστο, ψάχνοντας να βρει το κλειδί των αλλαγών μέσα στα ίδια τα έργα.
Η τέχνη για τους μοντερνιστές πηγάζει από τα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης και έχει αντικειμενική υπόσταση, η σημασία της οποίας είναι απείρως σημαντικότερη από την προσωπικότητα του ίδιου του καλλιτέχνη. Ο όρος αντικειμενική συστοιχία του Ελιοτ επομένως προκύπτει από την πίστη του στην αντικειμενική αξία του δημιουργήματος, τη μόνη που δικαιώνει –εάν και εφόσον –τη δημιουργία. Ηταν επόμενο λοιπόν με βάση τις αρχές και τα έργα των μοντερνιστών να γεννηθεί και μια σχολή στην κριτική, η Νέα κριτική, που κυριάρχησε για δεκαετίες. Αυτό νωρίτερα το είχε επιτύχει μόνον ο ρεαλισμός.
Γουίνταμ Λιούις: ένα «γέρικο ηφαίστειο της Ακροδεξιάς»
Στις 4 Ιουλίου πριν από εκατό χρόνια κυκλοφόρησε στην Αγγλία ένα περιοδικό που θα προκαλούσε τα βικτωριανά ήθη της εποχής. Τίτλος του: Blast. Το περιοδικό ήταν βραχύβιο. Εκδόθηκαν μόνο δύο τεύχη εξαιτίας του πολέμου. Το κίνημα όμως του οποίου φιλοδοξούσε να αποτελέσει όργανο, ο βορτικισμός, έμελλε ως συλλογική έκφραση να αποτελέσει την επιθετικότερη και πιο συγκροτημένη έκφραση του αγγλοσαξονικού μοντερνισμού. Ψυχή του κινήματος ήταν ο ζωγράφος και πεζογράφος Γουίνταμ Λιούις, «αυτό το γέρικο ηφαίστειο της Ακροδεξιάς» όπως τον είχε αποκαλέσει ο Οντεν. Πραγματικό ηφαίστειο. Ως το 1957, που πέθανε στα 75 του, πρόλαβε να γράψει πάνω από σαράντα βιβλία (μυθιστορήματα, διηγήματα, άρθρα και δοκίμια, πολεμικές) και να ζωγραφίσει πλήθος πίνακες. Μισότυφλος τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξακολουθούσε να γράφει κείμενα που ο ίδιος δεν μπορούσε να διαβάσει.
Ο Λιούις ήταν η αντίφαση, η αυθαιρεσία, η ευφυΐα, η ανοησία και το ταλέντο στον ύψιστο βαθμό. Απορεί κανείς πώς μπορούσαν αυτά να συνυπάρχουν σε έναν άνθρωπο που τη μια χρονιά (το 1936) έγραφε ένα βιβλίο όπου υμνούσε τον Χίτλερ και τρία χρόνια αργότερα ένα άλλο εναντίον του. Που είχε φτάσει στο σημείο σοκαρισμένος από το σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου σκοτώθηκε σε νεαρή ηλικία ο φίλος του (και του Πάουντ) γλύπτης Ανρί Γκαρντιέ Μπρζέσκα, να πιστέψει ότι ο Χίτλερ θα διασφάλιζε στην Ευρώπη την ειρήνη.
Ηταν ένα ταλέντο που σπαταλήθηκε γράφοντας πολεμικές εναντίον των μελών του Κύκλου του Μπλούμσμπερι, ένας απαράμιλλος στιλίστας που βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τους πάντες, ακόμη και με τον ίδιο τον εαυτό του. Ενας εγωπαθής τελικά, που το πλήρωσε πολύ ακριβά. Κανείς δεν νοιάστηκε για το έργο του μετά τον θάνατό του και μόνο δύο και πλέον δεκαετίες αργότερα ο εκδοτικός οίκος Black Sparrow Press στην Καλιφόρνια άρχισε να το επανεκδίδει, για να αποδοθεί δικαιοσύνη σε έναν συγγραφέα που σήμερα θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους και ζωγράφους της Βρετανίας στον 20ό αιώνα.
Η εποχή των μηχανών

Το όνομα βορτικισμός δόθηκε στο κίνημα από τον Πάουντ το 1913, αλλά ο Λιούις είκοσι χρόνια αργότερα δήλωνε πομπωδώς ότι ο βορτικισμός ήταν μόνον ο ίδιος και κανένας άλλος. Το κίνημα φιλοδοξούσε να συνδυάσει την επιθετικότητα του φουτουρισμού με την αναλυτική προσέγγιση των κυβιστών. Ηταν εθνικιστικό στον πυρήνα του, επιθετικό προς πάσα κατεύθυνση και ανατρεπτικό ως πρόθεση. Μετέφερε στο πεδίο της τέχνης τις νέες εικόνες που γεννούσε η εποχή των μηχανών και της ταχύτητας και έβλεπε ως μηχανή και το ίδιο το ανθρώπινο σώμα. Αν επομένως η βιομηχανία γεννούσε τις νέες μήτρες, αυτή θα αντικαθιστούσε τα παλαιά καλλιτεχνικά αρχέτυπα.
Από τους έντεκα συγγραφείς και καλλιτέχνες που υπέγραψαν το μανιφέστο του βορτικισμού οι γνωστότεροι είναι ο Λιούις, ο Εζρα Πάουντ, ο Ανρί Γκαρντιέ Μπρζέσκα και ο Ρίτσαρντ Αλντινγκτον. Ο Λιούις πλήρωσε το υμνητικό βιβλίο που έγραψε για τον Χίτλερ, τον τυφλό αντικομμουνισμό του και τη συμπάθειά του για το καθεστώς του Φράνκο. Ηταν τόσο αφελής ώστε να την εκφράσει και γραπτώς. Τα όσα όμως επέτυχε ως καλλιτέχνης δεν ήταν διόλου λίγα. Αυτός ανανέωσε την τέχνη του πορτρέτου. (Ο Φράνσις Μπέικον λ.χ. τον προϋποθέτει.) Οταν εξέδωσε το μυθιστόρημά του The Apes of God, μια δηλητηριώδη σάτιρα εναντίον του Κύκλου του Μπλούμσμπερι, δεν είχε προφανώς συνειδητοποιήσει πως ήταν σαν να χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο. Γιατί ο ίδιος θα πέθαινε ξεχασμένος και απαξιωμένος αλλά τα μέλη του Κύκλου, ο πυρήνας της δημοκρατικής διανόησης της Βρετανίας, θα έδιναν τον τόνο και θα καθόριζαν το μέλλον: ο Κέινς, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Ε. Μ. Φόρστερ, ο Μπέρτραντ Ράσελ. Γι’ αυτά όμως την επόμενη Κυριακή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.