Νίκη Τρουλλινού: Εμπιστοσύνη στο διήγημα

Το ελληνικό διήγημα ανθεί τα τελευταία χρόνια. Οι νέοι λαχταρούν να δουν τυπωμένες σε βιβλίο τις εργασίες τους από τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής και τις υποψηφιότητες στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς.

Νίκη Τρουλλινού
Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας
Εκδόσεις Εστία, 2014,
σελ. 176, τιμή 14 ευρώ

Το ελληνικό διήγημα ανθεί τα τελευταία χρόνια. Οι νέοι λαχταρούν να δουν τυπωμένες σε βιβλίο τις εργασίες τους από τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής και τις υποψηφιότητες στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Οι παλιοί βρίσκουν την ευκαιρία να αδειάσουν τα συρτάρια τους από ιστορίες ορφανές τώρα που οι εκδότες προσανατολίζονται σε βιβλία φθηνά, άρα ολιγοσέλιδα. Ελάχιστα από αυτά τα ανεμομαζώματα μπορούν να θεωρηθούν συλλογή διηγημάτων με την ουσιαστική έννοια του όρου, με την έννοια της συνοχής, όχι κατ’ ανάγκην θεματικής, αλλά πρωτίστως υφολογικής, μιας συνοχής που επιτρέπει να ανιχνεύουμε πίσω της το πρόσωπο μιας διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας. Τα περισσότερα χαρακτηρίζονται από αδημονία και προχειρότητα, εκθέτουν ανοχύρωτη την ανώριμη γραφή των νέων και μαρτυρούν το άγχος των παλιών μπροστά στον φόβο της εκδοτικής σιωπής. Κάπου ανάμεσα στις τόσες αυτοαποκαλούμενες συλλογές διηγημάτων βρίσκουμε ορισμένες που ανανεώνουν την εμπιστοσύνη μας στο είδος του διηγήματος. Η τελευταία συλλογή διηγημάτων της Νίκης Τρουλλινού ανήκει σε αυτή την κατηγορία.


Η συγγραφέας Νίκη Τρουλλινού

Ούτε πρωτοεμφανιζόμενη είναι η Νίκη Τρουλλινού ούτε περαστική από το διήγημα. Με την εξαίρεση του μυθιστορήματος Μ’ ένα καφάσι μπίρες (Κέδρος, 2009), στο διήγημα ασκείται συστηματικά. Πρωτοεμφανίστηκε στα σαράντα δύο της με τη συλλογή Ενα μολύβι στο κομοδίνο (Αναλόγιο, 1995), εκδομένη στο Ηράκλειο. Ακολούθησαν το Μαράλ όπως Μαρία (Ροδακιό, 2002) και το Και φύσηξε νοτιάς… (Ροδακιό, 2006). Ολιγοσέλιδες συλλογές, με μια ντουζίνα διηγήματα η μεγαλύτερη, στις οποίες διαμορφώνεται ένας κόσμος, κυριαρχεί ένα θέμα, εγκαθιδρύεται ένα ύφος που ξαναβρίσκουμε και στη νέα συλλογή, Το τελευταίο καλοκαίρι της αθωότητας (Εστία, 2014).

Στο εξώφυλλο του βιβλίου μια βαλίτσα γεμάτη φωτογραφίες. Προπολεμικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες γιαγιάδων και έγχρωμες από εφηβικές εκδρομές. Στο εσωτερικό είκοσι μία ιστορίες, αφηγηματικά στιγμιότυπα ισάριθμων ζωών. Ανδρες και γυναίκες, μεσήλικοι, οι άλλοτε νέοι της γενιάς του Πολυτεχνείου, αναστοχάζονται θανάτους, χωρισμούς, απουσίες και προσωπικές απώλειες. Θλίβονται για την υπερκατανάλωση της Ιστορίας και τις ματαιώσεις των συλλογικών αγώνων, των ονείρων μιας εποχής που δεν μπορούσαν να δουν πού πάει, «πιασμένοι στην παγίδα του ιδανικού». Ο επαναστάτης Μηνάς και η νεαρή νεωκόρισσα της Αγίας Ειρήνης στην Αιόλου που του θυμίζει τη μάνα του. Δυο φίλες που οι δρόμοι τους χώρισαν μα συναντιούνται σαν από υποχρέωση στη νιότη τους. Ο Μάνος, πρόωρα συνταξιούχος, θρηνεί βουβά τον θάνατο της γυναίκας του και τον ξενιτεμό της κόρης του. Ερχονται αντιμέτωποι με τους επιβεβλημένους συμβιβασμούς, τις ιδιωτικές ενοχές, τη ζωή που σώνεται. Ενας μουσικοδιδάσκαλος, αστός μιας άλλης εποχής, βρίσκει στο facebook έναν χαμένο νεανικό του έρωτα. Πρόσφυγες και μετανάστες ζουν τις δικές τους ιστορίες. Μια γερμανίδα πόρνη και ένας τυφλός Τούρκος αγαπιούνται στο Βερολίνο τη νύχτα που πέφτει το Τείχος. Μια ουκρανή μετανάστρια ξεπουλάει τα κεντημένα προικιά της στις λαϊκές αγορές του Ηρακλείου. Μια ναυαγός λαθρομετανάστρια γεννά το πρώτο της παιδί στο αγροτικό ιατρείο μιας ελληνικής νησιωτικής κωμόπολης παραμονή Χριστουγέννων.
Ξένοι ή αποξενωμένοι, μακριά από την πατρίδα ή τους συνοδοιπόρους τους στην Ιστορία, οι χαρακτήρες της Τρουλλινού κατοικούν σε φανταστικούς κόσμους διαφορετικούς. Από τη μεταπολεμική Μπενάκη μας πηγαίνουν στη σύγχρονη πολυάνθρωπη Αιόλου της Αθήνας και από την Κούνταμ στράσε του ψυχροπολεμικού Βερολίνου στο μεταολυμπιακό Ηράκλειο και στα χωριά της ορεινής Κρήτης. Μοιάζουν όμως μεταξύ τους. Μοναχικοί όλοι τους, αλλοδαποί και Ελληνες, ψάχνουν στις εικόνες του παρελθόντος το νόημα που θα δικαιώσει τη ζωή του παρόντος.
Γεννημένη στα Χανιά, σπουδασμένη στη Νομική της Αθήνας στα χρόνια της δικτατορίας, παιδί της Αριστεράς, τέκνο του Πολυτεχνείου, δικηγόρος στο Ηράκλειο και τώρα ιδιοκτήτρια ξενώνα στο Πετροκέφαλο, η Τρουλλινού γράφει διηγήματα που φαίνεται να αξιοποιούν βιωματικό υλικό εξοικειώνοντάς μας με τις εμπειρίες και τη νοοτροπία μιας γενιάς ακόμη παρούσας και δραστήριας στην ελληνική κοινωνία. Της γενιάς που συνδέεται με την προπολεμική ιστορία με τους πρόσφυγες σμυρνιούς προγόνους και με τη μεταπολεμική ιστορία με τους γονείς του Εμφυλίου, της γενιάς που γέννησε και κανάκεψε στη μεταπολιτευτική άνεση τα παιδιά της κρίσης τα οποία της αντιγυρίζουν σήμερα απογοητευμένα «Αχ, ρε πατέρα, πώς τα καταφέρατε έτσι;» («Οι άντρες δεν κλαίνε»). Σε αυτές τις κατηγορίες και στο φαρμάκι των ειδήσεων των οκτώ η Τρουλλινού απαντά με «μικρές ιστορίες που παραδίδονται στην αγάπη της μνήμης και της γραφής», με το σκεπτικό πως «οι ιστορίες, μήπως αυτές παρηγορούν, λες;».
Ταξίδια μνήμης, λυρική διάθεση, στιβαρή γραφή
Ο τόνος της αφήγησης είναι συγκινημένος. Μια μελαγχολία, άλλοτε γλυκιά, άλλοτε ειρωνική, διαπερνά τις αφηγήσεις επιβεβαιώνοντας τον στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη που παρατίθεται ως μότο της συλλογής «Ομως γιατί αυτός ο κόμπος εδώ στο στήθος…». Η διάθεση λυρική αλλά η γλώσσα ρωμαλέα. Εντεχνα δουλεμένο το συναίσθημα, υποβάλλεται χωνεμένο σε γράψιμο στιβαρό που διασκεδάζει τη λύπη με μια αγαπητική θαλπωρή, σαν τη μουσική του κουτσού οργανοπαίκτη («Ακορντεόν ανάπηρο») που όταν έπαιζε «η ζωή σταματούσε να κυλά στην πλατεία. Πάγωνε η εικόνα της, πάγωνε ο χρόνος, και την ίδια στιγμή μια απέραντη ζεστασιά τα σάρωνε όλα».
Τα ταξίδια της μνήμης είναι ο δρόμος που ακολουθεί η γραφή της Τρουλλινού και σε τούτα τα διηγήματα όπως σε εκείνα που προηγήθηκαν. Ενας δρόμος που αναπόφευκτα περνά από τα στενά της νοσταλγίας κινδυνεύοντας να συνθλιβεί στις συμπληγάδες της συναισθηματολογίας. Η συγγραφέας κρατά αποστάσεις με έξυπνα cut. Σπαράγματα αναμνήσεων δίνονται στο χαρτί και ψηφίδες συμβάντων, καταστάσεις μένουν μετέωρες, ο λόγος γίνεται κοφτός, η αφήγηση αποκτά κενά, γίνεται ελλειπτική. Οταν η συγγραφέας μοντάρει σκηνές και συναρμολογεί σκέψεις, το συναίσθημα μένει εγκλωβισμένο σε αυτά τα κενά έξω από τον κειμενικό χώρο, τα οποία γεμίζουν με τα βιώματα και τα διαβάσματα και την ψυχική προδιάθεση του αναγνώστη εξατομικεύοντας για τον καθένα δημιουργικά τη θερμοκρασία της συγκίνησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.