Ο Ενγκελς μάς έχει ειδοποιήσει από την πρώτη αράδα του Προλόγου: το Αντι-Ντύρινγκ «δεν υπήρξε διόλου καρπός κάποιας εσωτερικής παρόρμησης», όπως το σημερινό κείμενο με τον συναφή τίτλο το οποίο, εάν επιδιώκει να κομίσει κάτι στη «διαδικασία βαθμιαίας ολοκλήρωσης της αλήθειας» της ελληνικής Αριστεράς, είναι η διαπίστωση της «διαδικασίας ολοκλήρωσης των σφαλμάτων» της.
Τι θα μπορούσε, λοιπόν, να προσάψει ο Κουβέλης στον Τσίπρα πριν του παραδοθεί μετεκλογικά; Οτι στη φάση που ο καπιταλισμός θριαμβεύει –φάση των «παθητικών επαναστάσεων» όπως έλεγε ο Γκράμσι –μόνον ένας τακτικός συμβιβασμός θα έθετε και συγχρόνως θα αναιρούσε την κατάφαση της ιστορικότητάς του. Ποιος θα ήταν ο συμβιβασμός αυτός; Η προσήλωση της ΔΗΜΑΡ στο νομικό «εποικοδόμημα» ώστε το λεγόμενο «νομικό μας οπλοστάσιο» να μη γίνεται αντιληπτό ως μάσκα. Εν ολίγοις, να ισχύει χωρίς τις γνωστές ριζοσπαστικές αντιρρήσεις ο περιλάλητος «σεβασμός στη νομιμότητα» έως ότου φανεί πόσο η νομιμότητα είναι ασεβής (όταν πέσουν οι μάσκες).
Την ίδια στιγμή, ο Κουβέλης γνωρίζει εκ πείρας πως η αμφιταλάντευση του Τσίπρα ανάμεσα στον προεκλογικό ριζοσπαστισμό και τους διαφαινόμενους ήδη μετεκλογικούς συμβιβασμούς του μόνον ως αλήθεια μιας αυταπάτης θα μπορούσε να θεωρηθεί. Οπότε, και το επερχόμενο βραχυκύκλωμα: ο Τσίπρας στην εξουσία θα κόψει το ρεύμα της Αριστερής Πλατφόρμας, αφήνοντας το νέον στη μαρκίζα του Μαξίμου. Ο Τσίπρας σε ρόλο αριστερού πρωθυπουργού εκών άκων θα αναπαραγάγει την ιστορικότητα του καπιταλισμού. Οι ανατρεπτικές νεανικές του φαντασιώσεις θα μετεξελιχθούν σε φρόνιμες διαχειριστικές προθέσεις ελιγμών και διαγραφών.
«Ιστορικότητα χωρίς Ιστορία» ονομάζει ο Μπαλιμπάρ τέτοια αδιέξοδα. Πώς, δηλαδή, συμβαίνει την πρόθεση της αμφισβήτησης του συστήματος να ενισχύει η παραδοχή του και πώς ένα αριστερό κόμμα στην εξουσία εκπροσωπεί το τυφλό σημείο της ίδιας του της πολιτικής, όπου η επαγγελία για διαφάνεια καταλήγει εκ των πραγμάτων σε αδιαφάνεια. («Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα», όπου Γιάννης εδώ, είναι ο Δραγασάκης, όταν καλύπτει τις ιδεολογικές του αντιφάσεις με τις μεταφορές των οικονομικών θεωριών, αφήνοντας τον Διαμαντόπουλο να κυριολεκτεί στα γουναράδικα της Σκουφά δίπλα στα Prada).
«Αναγκαστικά δελεαστική απάτη» γράφει πάλι ο Μπαλιμπάρ. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον Τσίπρα και τον Κουβέλη που δελεάζονται και εξαπατώνται αμοιβαία. Να τι συμβαίνει: ένα ριζοσπαστικό κόμμα αντιλαμβάνεται ως Ιστορία τη ρητορική (άλλοτε ακραία και άλλοτε μετριοπαθή). Αναγκάζεται, επιπλέον, προκειμένου να δελεάσει, να σωτηριολογεί, ακόμα και στην περίπτωση όπου αυτή η «αναγκαστικά δελεαστική απάτη» συνιστά την «αναγκαία μορφή της συλλογικής του πρακτικής». Διότι, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πράγματι μια «αληθινή πολιτική δύναμη», τότε η μεταφυσική της «αλήθειας» του συνεχίζει να διώκει την Ιστορία, όπως την καταδίωκε επί Ζαχαριάδη. Το κατά πόσο μέσα από αυτήν την καταδίωξη θα προκύψει μια νέα Κεντροαριστερά ή ένα νέο ΚΚΕ, θα το δούμε. Αυτό που βλέπουμε προς το παρόν είναι οι αντιφάσεις που δίνουν αφορμές στη μονταζιέρα της ΝΔ να υποχρεώνει τον Σκουρλέτη να απολογείται στον Κεδίκογλου.
ΥΓ: Εννοείται πως εδώ δεν παραδίδω κανένα μάθημα πολιτοφροσύνης. Αυτό που αναμένω όμως είναι μια σαφή πολιτική διατύπωση όπου η χειραφέτηση δεν θα είναι το άλλο όνομα της σωτηρίας και ούτε η σκέψη το συνώνυμο του ιδεαλισμού και το χειρότερο του οπορτουνισμού. Και εκεί που ο Μπαλιμπάρ πάει να με επαναφέρει στην τάξη, με αιφνιδιάζει: «Οι έννοιες για τις οποίες μιλήσαμε αφορούν την πολιτική, δεν μπορούν να αρθρωθούν παρά σε ατομικά μονοπάτια (…). Τέτοια μονοπάτια, όπως η αλήθεια, είναι κατ’ ανάγκην μοναδικά, και άρα δίχως υπόδειγμα». (Ε. Balibar, Πολιτική και αλήθεια, Εκδ. Νήσος, Αθήνα 2005).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
