Μια έκθεση που είχε καταθέσει ο καθηγητής του Χάρβαρντ Σάιμον Κούζνετς πριν από ακριβώς 80 χρόνια –ήταν αρχές Ιανουαρίου του 1934 –στο αμερικανικό Κογκρέσο για να υπολογίσει τις επιπτώσεις της Μεγάλης Υφεσης στις ΗΠΑ από το Κραχ του 1929 ως το 1932 στάθηκε αφορμή για να καθιερωθεί παγκοσμίως ένα από τα σημαντικότερα μακροοικονομικά μεγέθη που «μετρούν» τις επιδόσεις των εθνικών οικονομιών: το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ).
Πρόκειται για τον δείκτη αυτόν τον οποίο περιμένουν εναγωνίως κάθε τρίμηνο κυβερνώντες και κυβερνώμενοι, επενδυτές και επιχειρηματίες, πολιτικά κόμματα και ψηφοφόροι, για να διαπιστώσουν την πορεία της οικονομίας. Το ΑΕΠ είναι όλων των προϊόντων, των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγει μια οικονομία σε διάστημα ενός έτους, εκφρασμένο σε χρηματικές μονάδες.
Τα στοιχεία για την πορεία του ΑΕΠ που ανακοινώνουν κάθε τρίμηνο οι αρμόδιες υπηρεσίες της κάθε κυβέρνησης συγκρινόμενα με τις προβλέψεις των ειδικών για την πορεία αυτή επηρεάζουν σημαντικά το ηθικό των επενδυτών και της εν ευρεία εννοία αγοράς δίνοντας το στίγμα για την κατάσταση της οικονομίας και σκιαγραφώντας τις προοπτικές της για το μέλλον. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν δεν πρέπει να συγχέεται με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, στο οποίο καταγράφεται (όσο αυτό είναι δυνατόν…) και ο πλούτος που παράγουν οι πολίτες μιας χώρας και στο εξωτερικό.
Παρεξηγημένος
Η ιδέα του Κούζνετς να υπολογίσει το μέγεθος της συρρίκνωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας και της οικονομίας εν γένει την πρώτη τριετία μετά το Κραχ του 1929, καθώς και η «καμπύλη Κούζνετς» που επινόησε μετέπειτα για να καταδείξει τη σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και εισοδηματικών ανισοτήτων (απεφάνθη ότι στις ανεπτυγμένες οικονομίες η ανάπτυξη αμβλύνει τις ανισότητες ενώ στις αναπτυσσόμενες τις οξύνει, κάτι βεβαίως που ίσχυε προτού καταργηθεί ο κεϊνσιανισμός και απορρυθμιστούν οι αγορές), του χάρισαν το βραβείο Νομπέλ Οικονομίας το 1971. Και ο ίδιος όμως ο ρωσικής καταγωγής καθηγητής φαίνεται ότι είχε εξαρχής συνειδητοποιήσει πως η επινόησή του, αν και πρωτότυπη, δεν ήταν δυνατόν να καταγράψει επακριβώς την αναπτυξιακή διαδικασία σε μια οικονομία.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο νεαρός τότε καθηγητής (γεννήθηκε το 1901 και πέθανε το 1985) είχε επισημάνει ότι όποιος υπολογίζει το ΑΕΠ με τη μέθοδο που εισηγήθηκε «πρέπει να έχει πάντα κατά νου τις τεράστιες διαφορές που υπάρχουν μεταξύ ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξης σε μια οικονομία». Διότι υπάρχουν και δραστηριότητες που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη ενός κράτους και στη βελτίωση του επιπέδου ζωής μιας κοινωνίας αλλά δεν συνιστούν αποτέλεσμα μιας οικονομικής συναλλαγής.
Πρόκειται, δηλαδή, για δραστηριότητες που δεν καταγράφονται οικονομικά. Ο ίδιος, άλλωστε, ο Κούζνετς προτίμησε το 1944 να παραιτηθεί από τη διεύθυνση του Γραφείου Σχεδιασμού και Στατιστικών του υπουργείου Εμπορίου επειδή η κυβέρνηση της Ουάσιγκτον του ζητούσε επιμόνως να συμπεριλάβει στους υπολογισμούς του Ακαθάριστου Εγχώριου Εισοδήματος των ΗΠΑ και τις οικιακές υπηρεσίες που παρείχαν (αμισθί φυσικά) οι αμερικανίδες σύζυγοι και μητέρες.
Αν επιχειρούσε να συνυπολογίσει ο Κούζνετς στο ΑΕΠ και το έργο που παρέχουν οι νοικοκυρές (αλλά και οι γιαγιάδες και οι παππούδες και φυσικά οι μπαμπάδες που βοηθούν στη φύλαξη και στην ανατροφή των παιδιών), οι μετρήσεις για την εξαγωγή του δείκτη θα έχαναν κάθε επιστημονικότητα.
Από την άλλη πλευρά, αν δεν συνυπολογίσει ο μελετητής τις υπηρεσίες αυτές, δεν καταγράφεται ο πραγματικός πλούτος που παράγει μια χώρα. Και δεν μιλάμε μόνο για τη βοήθεια που προσφέρει μια γιαγιά στην κόρη της κρατώντας το εγγονάκι της. Μιλάμε για την εκστρατεία αναδάσωσης που διοργανώνει μια ομάδα προσκόπων ή για την εκστρατεία καθαρισμού κάποιας παραλίας που αναλαμβάνει ένας εξωραϊστικός σύλλογος κινητοποιώντας για τον σκοπό αυτόν τους κατοίκους της περιοχής.
Ασάφειες και παραδοξότητες
- Μετρώντας το ΑΕΠ φθάνουμε στο παράδοξο φαινόμενο στους επίσημους υπολογισμούς του παραγόμενου πλούτου να αγνοούνται οι φιλικές υπηρεσίες που προσφέρει κάποιος βοηθώντας τον γείτονά του να κλαδέψει την αμυγδαλιά του, καθώς, ενώ του προσέφερε και τη σκάλα και το πριόνι και την προσωπική του εργασία, δεν πήρε φράγκο. Αντίθετα, ένας τσαντάκιας που επιτίθεται σε μια κυρία στον δρόμο, πετώντας την μάλιστα κάτω με αποτέλεσμα να σπάσει το ισχίο της, καταγράφεται ως συμμετέχων στην οικονομική δραστηριότητα και στην παραγωγή ΑΕΠ. Οχι επειδή βούτηξε το πορτοφόλι και το κινητό που είχε η κυρία στην τσάντα, αλλά επειδή το θύμα του θα νοσηλευθεί σε κάποιο νοσοκομείο και θα το φροντίσουν γιατροί και νοσοκόμοι που θα αμειφθούν συμβάλλοντας στην αύξηση του ΑΕΠ.
- Επίσης, αν οι τσαντάκηδες πληθύνουν σε μια γειτονιά, τότε πιθανότατα θα αυξηθούν οι περιπολίες της Αστυνομίας, ενώ μπορεί ακόμη οι περίοικοι να μισθώσουν μια εταιρεία ιδιωτικών φρουρών για να τους προστατεύει. Πρόκειται ασφαλώς για ιατρικές και αστυνομικές υπηρεσίες που συμβάλλουν στην αύξηση του ΑΕΠ. Φυσικά οι υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών δεν θα καταγράψουν το φακελάκι που πιθανότατα θα δώσει στους γιατρούς το θύμα του τσαντάκια. Οπως, άλλωστε, δεν θα καταγράψουν και τις μίζες που τυχόν έχουν καταβάλει σε κάποιους οι προμηθευτές του νοσοκομείου. Αυτή είναι όμως άλλη μία μείζονα αδυναμία του «θεοποιημένου», πλην αναγκαίου κυρίως για τη λειτουργία των αγορών, αναπτυξιακού δείκτη που επινόησε ο Σάιμον Κούζνετς: η αδυναμία του να καταγράψει τη μαύρη οικονομία.
Η ανάπτυξη δεν φέρνει πάντα την ευημερία
Εκθεση του Worldwatch Institution – Μόνο στην Κίνα αυξήθηκαν τα τελευταία χρόνια οι μισθοί
Στα 80ά «γενέθλια» του ΑΕΠ και στον «πατέρα» του δημοφιλέστερου –καθ’ ότι καθολικά αποδεκτού –δείκτη οικονομικής ανάπτυξης, νομπελίστα Σάιμον Κούζνετς, είναι αφιερωμένη η νέα έκθεση του Worldwatch Institute για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας που δόθηκε την περασμένη εβδομάδα στη δημοσιότητα. Ειδικότερα, οι ερευνητές του εδρεύοντος στην Ουάσιγκτον Οικονομικού Ινστιτούτου αναλύουν ένα ζήτημα με το οποίο ασχολήθηκε διεξοδικά κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του ο επιφανής νομπελίστας, την επίδραση της αύξησης του ΑΕΠ στην ευημερία των ανθρώπων.
Το Ινστιτούτο παρατηρεί συγκεκριμένα ότι σε αντίθεση με ό,τι είχε επισημάνει ο Κούζνετς τα χρόνια του New Deal και αργότερα, κατά την περίοδο της μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης η αύξηση του παραγόμενου πλούτου σε παγκόσμιο επίπεδο –ακόμη και στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης –δεν βελτιώνει ταυτόχρονα και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Οι ερευνητές του Worldwatch Institute εκτιμούν ότι αυτό οφείλεται στη διατάραξη του μηχανισμού διανομής του παραγόμενου πλούτου, που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες. Οι ειδικοί του Αμερικανικού Ινστιτούτου παραπέμπουν, μάλιστα, στις παρατηρήσεις τής υπό την αιγίδα του ΟΗΕ Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) για την εξέλιξη της παραγωγικότητας των εργαζομένων, της παραγωγής Ακαθάριστου Προϊόντος και των μισθών την περίοδο 1999-2011, η οποία διαπίστωσε ότι η παραγωγικότητα των εργαζομένων αυξήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα με διπλάσιο ρυθμό σε σύγκριση με την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων.
Μετά το ξέσπασμα της τελευταίας κρίσης (από την περίοδο 2007-2008 δηλαδή) και εξαιρουμένης της Κίνας η αύξηση του μέσου πραγματικού μισθού αυξήθηκε λιγότερο από 1%. «Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η σύνδεση που υπήρχε μεταξύ της αύξησης του ΑΕΠ με την αγοραστική αξία και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων άρχισε να διαταράσσεται. Ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ συνέχιζε να αυξάνεται και στις ανεπτυγμένες χώρες, ο ευρύτερος δείκτης οικονομικής ευημερίας άρχισε να βαίνει μειούμενος» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση. Ηταν τα χρόνια της «απελευθέρωσης» της αγοράς εργασίας και της κατίσχυσης του οικονομικού φιλελευθερισμού, τα κοινωνικά αποτελέσματα του οποίου προσδιόρισε δίχως περιστροφές η Μάργκαρετ Θάτσερ: «Αυτό που λένε κοινωνία δεν υπάρχει».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
