Η αλήθεια για τα κλεμμένα της Κατοχής

«Φαντασίες και μύθοι όσων θέλουν να δημιουργούν εντυπώσεις. Δεν υπάρχουν τέτοιοι αριθμοί επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία που να τους επιβεβαιώνουν. Δεν τεκμηριώνεται από πουθενά ότι στην Κατοχή εκλάπησαν από τους κατακτητές 8.000 αρχαία».

«Φαντασίες και μύθοι όσων θέλουν να δημιουργούν εντυπώσεις. Δεν υπάρχουν τέτοιοι αριθμοί επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία που να τους επιβεβαιώνουν. Δεν τεκμηριώνεται από πουθενά ότι στην Κατοχή εκλάπησαν από τους κατακτητές 8.000 αρχαία». Ο ακαδημαϊκός κ. Βασίλειος Πετράκος, γενικός γραμματέας της Ακαδημίας Αθηνών και της Αρχαιολογικής Εταιρείας αλλά και συγγραφέας του βιβλίου «Τα αρχαία της Ελλάδος κατά τον πόλεμο 1940-1944», είναι κατηγορηματικός καθώς απορρίπτει με απόλυτο τρόπο τις πληροφορίες που διακινούνται τους τελευταίους μήνες για μεγάλο αριθμό αρχαιοτήτων που εκλάπησαν από τους Γερμανούς και δεν επιστράφηκαν ποτέ.
Αλλωστε και για το συγκεκριμένο θέμα είναι σαφής: «Εχουν επιστραφεί σχεδόν όλα τα αρχαία που εκλάπησαν κατά την Κατοχή από τους Γερμανούς “επισήμως”, εν στολή δηλαδή, είτε από μουσεία είτε κατά τη διάρκεια παράνομων ανασκαφών». Γιατί υπήρξε και ένα άλλο είδος κλοπής, από μεμονωμένους στρατιώτες, οι οποίοι είναι άγνωστο πού έδωσαν τα αρχαία, άρα είναι αδύνατο να εντοπιστούν. Το ίδιο ισχύει και για τις αρχαιότητες που δεν είχαν προλάβει να καταγραφούν, με αποτέλεσμα να θεωρούνται πλέον «ανύπαρκτες».
Η πραγματικότητα μπορεί να δυσαρεστεί κάποιους ή να απογοητεύει τους ρομαντικούς, σαφώς όμως είναι προτιμότερη από τη θολή εικόνα που έχει σχηματίσει το ευρύ κοινό, το οποίο δέχεται βομβαρδισμό «ειδήσεων» για τα χρεωστούμενα των Γερμανών και στον τομέα των αρχαιοτήτων. Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι ισχύουν τα προαναφερθέντα. Και αυτό είναι κάτι στο οποίο θα μπορέσει να απαντήσει με κάποιον βαθμό ασφαλείας η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η οποία άρχισε από τον περασμένο Φεβρουάριο την προσπάθεια εντοπισμού των κλεμμένων κατά την Κατοχή αρχαιοτήτων αλλά και εκείνων που επαναπατρίστηκαν. Διότι όντως έχουν γίνει επιστροφές. Οπως λέει μάλιστα ο κ. Πετράκος, όλα τα «επώνυμα» έργα επέστρεψαν: «Αμέσως μετά τον πόλεμο ο Σπυρίδων Μαρινάτος επισκέφθηκε τη Γερμανία και ο Παπαδημητρίου την Ιταλία, όπου αναζήτησαν και έφεραν τα κλεμμένα αρχαία».
Από την άλλη, είναι να απορεί κανείς πώς αυτός ο πόλεμος και οι απώλειές του ξεχάστηκαν τόσο γρήγορα. Γιατί δεν δικαιολογείται το ότι στη συνέχεια το ελληνικό κράτος δεν προχώρησε την έρευνα για πλήρη καταγραφή των κλεμμένων αρχαιοτήτων και την τεκμηρίωσή τους, ώστε να μπορεί να αναζητήσει όσα έλειπαν.
Η έρευνα


Ως βάση πάντως για την έρευνα σήμερα χρησιμοποιείται η πρώτη καταγραφή κλοπών, παράνομων ανασκαφών και βανδαλισμών κάθε είδους από Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους την οποία έκαναν σπουδαίοι αρχαιολόγοι (Χρήστος Καρούζος, Ιωάννης Μηλιάδης, Γρηγόριος Ανδρουτσόπουλος, Νικόλαος Ζαφειρόπουλος, Μαρίνος Καλλιγάς) και δημοσιεύθηκε το 1946 από το τότε υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Ο τίτλος του τόμου είναι «Ζημίαι των Αρχαιοτήτων εκ του Πολέμου και των Στρατών Κατοχής», ωστόσο ο υπουργός Α. Παπαδήμος διευκρίνιζε ότι ο κατάλογος δεν ήταν πλήρης, διότι η έρευνα δεν είχε περιλάβει όλη την επικράτεια, λόγω ελλείψεως προσωπικού.

«Υπάρχει μεν η καταγραφή του ’46, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι περιλαμβάνει όσα εκλάπησαν»,
επιβεβαιώνει η γενική γραμματέας Πολιτισμού κυρία Λίνα Μενδώνη. «Πολλά μπορεί να “έφυγαν” από στρατιώτες, που δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι τα έδωσαν σε μουσεία, ώστε να μπορεί να αναζητηθούν. Επιπλέον δεν πρέπει να ξεχνά κανείς την κατάσταση που επικρατούσε στη Γερμανία μετά την παράδοσή της στα συμμαχικά στρατεύματα» προσθέτει.
Τα βυζαντινά


Η ολοκλήρωση του έργου, το οποίο έχει αναλάβει η Διεύθυνση Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνημείων, αναμένεται σε δύο μήνες, η δυσκολία του εγχειρήματος όμως είναι τεράστια. «Οσα βγήκαν από μουσεία ή αποθήκες και ήταν καταγεγραμμένα είναι εύκολο να εντοπισθούν. Σε περιπτώσεις λαθρανασκαφών όμως είναι σχεδόν αδύνατο» αναφέρει στέλεχος της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού. Αντίθετα, η έρευνα δείχνει ήδη ότι εκλάπησαν και αρκετά βυζαντινά έργα από τη Μακεδονία και τη Θράκη, εικόνες κυρίως και κώδικες, που είναι καταγεγραμμένα μεν, αλλά απουσιάζουν.
Η τελευταία επιστροφή κλεμμένου αρχαίου έγινε πριν από μία δεκαετία, όταν ένας μικρός χάλκινος κούρος ύψους το πολύ 20 εκ., που είχε κλαπεί από τη Σάμο, εντοπίστηκε σε βρετανικό αρχαιοπωλείο. Ο αρχαιοπώλης μάλιστα τον παρέδωσε αμέσως μόλις έμαθε ότι επρόκειτο για λεία πολέμου. Η αμέσως επόμενη θα γίνει τον Ιούνιο και αφορά μερικές χιλιάδες όστρακα –4.800 συγκεκριμένα –της Νεολιθικής εποχής, προϊόν γερμανικής παράνομης ανασκαφής σε μαγούλα (τύμβο) της Θεσσαλίας κοντά στον Βόλο. Το σύνολο εντοπίστηκε στο Pfahlbaumuseum της Γερμανίας από τον διευθυντή του, ο οποίος το 2010 ενημέρωσε το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού και έτσι τώρα οι διαδικασίες επαναπατρισμού ολοκληρώνονται.
Ποιες είναι όμως αυτές οι διαδικασίες; Κατ’ αρχάς ό,τι ορίζεται από το διεθνές δίκαιο, με βασικότερο όλων την απόδειξη της κλοπής του αρχαίου. Με τη νέα καταγραφή λοιπόν αναμένεται να διαμορφωθεί σαφέστερη εικόνα των κλεμμένων, ώστε να γίνει η τεκμηρίωσή τους και να εξεταστεί η δυνατότητα διεκδίκησής τους.
Επαναπατρισμένα και αγνοούμενα
Ο ακαδημαϊκός κ. Βασίλειος Πετράκος καταθέτει μια απρόσμενη επιστροφή κλεμμένου αρχαίου, συγκεκριμένα ενός χάλκινου θώρακα από την Ολυμπία, ο οποίος βρισκόταν σε ιδιωτική συλλογή στην Πάτρα και εκλάπη από Ιταλούς. Το αρχαίο εντοπίστηκε όμως στην Ελβετία από όπου επέστρεψε και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Ολυμπίας. Ο ίδιος ωστόσο λέει ότι υπάρχει σύγχυση και όσον αφορά τις καταγραφές των επαναπατρισμένων. Για παράδειγμα, τα ευρήματα του W. Vacano από τη Σπάρτη, που εκλάπησαν αλλά επιστράφηκαν περί το 1960, αφού είχαν ταυτιστεί από τον αρχαιολόγο Τάκη Θεοχάρη, «βρέθηκαν» λησμονημένα στις αποθήκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου μέσα σε κάσες πετρελαίου (κιβώτια της εποχής που χωρούσαν δύο μπιτόνια). Μεταξύ αυτών που αγνοούνται είναι και έξι ή επτά αντικείμενα, συγκεκριμένα ξύλινα ομοιώματα πλοίων, που ήταν ευρήματα της γερμανικής αρχαιολογικής ανασκαφής στο Ηραίο της Σάμου. Το πιθανότερο είναι ότι έφυγαν ως λεία πολέμου. Από τη Σίφνο εξάλλου, όπου έκανε ανασκαφές ως το 1939 η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή, «εξαφανίστηκαν» από τους Ιταλούς που ήταν η δύναμη κατοχής στο νησί περί τα οκτώ γυάλινα μυροδοχεία, ένα γυάλινο ποτήρι και πολλά γυάλινα θραύσματα, τα οποία πάντως είναι δημοσιευμένα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version