Λιμόζ

Τρεις ώρες με το τρένο από το Παρίσι απέχει η μαγευτική πόλη της Λιμόζ, φημισμένη για τις πορσελάνες της. Για τις οποίες άλλωστε θα έρθετε ως εδώ. Η περιήγησή σας όμως δεν θα σταματήσει στα σερβίτσια. Η γαλλική επαρχία στα καλύτερά της! Ανασηκώστε ένα πιάτο πορσελάνης προς το φως και ένας στεναγμός θαυμασμού θα ανασηκώσει […]

Λιμόζ

Τρεις ώρες με το τρένο από το Παρίσι απέχει η μαγευτική πόλη της Λιμόζ, φημισμένη για τις πορσελάνες της. Για τις οποίες άλλωστε θα έρθετε ως εδώ. Η περιήγησή σας όμως δεν θα σταματήσει στα σερβίτσια. Η γαλλική επαρχία στα καλύτερά της!

Ανασηκώστε ένα πιάτο πορσελάνης προς το φως και ένας στεναγμός θαυμασμού θα ανασηκώσει το στήθος σας.
Η γαλακτώδης διαφάνεια θυμίζει φτερούγες αγγέλων. Αν τώρα κρούσετε απαλά με το δάχτυλο, το «γκλιν» θυμίζει φλάουτο. Η πορσελάνη μάς εισάγει σε μια ποιητική μαγεία. Μας σαγηνεύει. Και έχει τόσα μυστικά! Οι συλλέκτες το ξέρουν καλά. Γι’ αυτό ήρθα στη Λιμόζ. Τρεις ώρες με το τρένο από το Παρίσι. Ιδανική ανοιξιάτικη εκδρομή. Για τις πορσελάνες κυρίως θα έρθετε και εσείς ως εδώ. Σε όλα τα εργοστάσια πορσελάνης άλλωστε υπάρχει ένα μαγαζάκι όπου πωλούνται πάμφθηνα τα ελαττωματικά αντικείμενα. Μόνο που το κουσούρι τους το εντόπισε ειδικό κομπιούτερ και όχι ανθρώπινο μάτι. Εγώ όμως θέλω να μάθω περισσότερα για τη γαλλική πορσελάνη. Η φίρμα Raynaud απολαύει καλής φήμης.

Στο γραφείο του ιδιοκτήτη, Μπερτράν Ρεϊνό, χαζεύω το πρόπλασμα ενός μελλοντικού φλιτζανιού με ανάγλυφες φυλλωσιές. Μοιάζει σχεδόν άυλο. Ποιος άραγε το ονειρεύτηκε και το σχεδίασε; Πόσοι άνθρωποι και για πόσες ώρες εργάστηκαν για τούτη την κούπα και το χερούλι της, φτιαγμένο σε χωριστό καλουπάκι; Στην εποποιία της πορσελάνης μάς ξεναγεί το αφεντικό. Ο Μπερτράν, τρίτης γενιάς βιομήχανος, στραμμένος κυρίως στον δημιουργικό τομέα, που πάντρεψε επιτυχώς προ 15ετίας την εταιρεία του με την εγκυρότατη φίρμα αργυροχοΐας σερβίτσιων Ercuis. «Συζεύξαμε μαχαιροπίρουνα και πιάτα σε ένα ευτυχισμένο τραπέζι» χαμογελά ο συνομιλητής μου. Δική του συμβολή τα σχέδια του διάσημου ανθοδέτη Κριστιάν Τορτύ ή τα κοράλλια του Αλμπέρτο Πίντο, το σημερινό τους μπεστ σέλερ πιάτων. Για την ιστορία, το μυστικό της αληθινής «σκληρής» πορσελάνης λέγεται καολίνης. Από το κινεζικό όρος Γκαολίνγκ. Για καλή τους τύχη ορυχεία καολίνη βρίσκονται και στο χωριό Σεντ Ιριγέ, κοντά στη Λιμόζ, που έγινε έτσι μεγάλο κέντρο πορσελάνης.

Καολίνης, κουάρτζ και άστριος μαζί με νερό συναποτελούν την μπαρμποτίν, δηλαδή την ωμή κρέμα πορσελάνης. Σε τι αναλογίες; Απάντηση δεν έχω. Αφού κάθε oίκος έχει τη δική του ρετσέτα για το μείγμα του χυλού. Ακριβώς δε οι αναλογίες, η πορσελάνη, άρα και η ποιότης των υλικών – ορυκτών και νερού – καθορίζουν το στυλ κάθε μάρκας. «Πάντως όσο περισσότερος καολίνης τόσο λευκότερη, πιο διάφανη, μα και δύσπλαστη θα γίνει η πορσελάνη» εξηγεί ο Μπερτράν. Και πληροφορούμαι ότι οι ανταγωνιστές θα σκότωναν για να μάθουν την κρυφή συνταγή Raynaud. Που όντως δίνει πάλλευκη, ονειρώδη διαφάνεια. Μέχρι στιγμής η άψητη μπαρμποτίν έχει ανοιχτό μπεζ χρώμα. «Εμπειρότατοι μαστόροι τη χύνουν στα καλούπια. Πρώτο ψήσιμο στους 900°-1.000°C. Το αντικείμενο βγαίνει στεγνό, πορώδες και σπάει εύκολα. Ακολουθεί το λουτρό σμάλτου. Οπου σμάλτο ισούται με πυρίτιο και χαλαζία. Επί 20΄΄. Με δύο ημιπεριστροφικές κινήσεις ο τεχνίτης τινάζει το περίσσευμα. Το δεύτερο ψήσιμο διεξάγεται σε δύο φάσεις». Η πείρα του μάστορα εγγυάται το σωστό ψήσιμο. Η διακόσμηση με χρυσάφι ή πλατίνα, θαμπά και γυαλιστερά, απαιτεί αλλεπάλληλα ψησίματα. Χαλκομανίες και ζωγραφική στο χέρι κοσμούν τα σκεύη των κροίσων. Και τούτες τις ημέρες επικρατούν φούριες στο εργοστάσιο, καθώς εκτελούνται οι παραγγελίες κάποιων διασημοτήτων. Ονόματα δεν μου λένε. Πάντως η μακαρίτισσα Νταϊάνα είχε Raynaud πιατικά. Παραπαίδι της πορσελάνης το σμάλτο. Για την κατασκευή του είναι επίσης γνωστή η πολιτεία της Λιμόζ. Γύρω στους 40 καλλιτέχνες σμάλτου φτιάχνουν μικρά αριστουργήματα. Μια τρανή παράδοση που διδάσκεται εδώ σε σχολές. Μπορείτε επίσης να βρείτε παλιά σμάλτα σε φθηνές τιμές στα διάφορα παλιατζίδικα.

Στα μπιστρό και στην κάθε ταβερνούλα γυρέψτε οπωσδήποτε να γευτείτε το ντόπιο μοσχάρι Λιμουζέν. Που δεόντως τιμάται από τη διεθνή γκουρμέ κοινότητα. Οι κανελί αγελάδες βόσκουν ξέγνοιαστες παντού στην εξοχή. Το κρέας της Λιμουζέν χωρίζεται σε κατηγορίες: το γάλακτος έχει τραφεί μόνο από το μητρικό γάλα, το μοσχαράκι Σεντ Ετιέν έχει φάει και λίγα δημητριακά, ενώ το «ημιτελειωμένο» ή boutard, γεννημένο την άνοιξη, μπορεί να διατεθεί το φθινόπωρο. Φάγαμε στο εστιατόριο «Αμφιτρύων», το καλύτερο του τόπου. Στον πεζόδρομο των «χασάπικων». Η ισχυρή συντεχνία των κρεοπωλών από το 900 π.Χ. βάφτισε τον κεντρικό αυτόν δρόμο. Οι χασάπηδες έμεναν εδώ, παντρεύονταν αποκλειστικώς μεταξύ τους και το επάγγελμα περνούσε από πατέρα σε γιο ή σε γαμπρό. Σεργιανίσαμε στο λιθόστρωτο και μπήκαμε στα καταστήματα με τις αντίκες. Καλύτερο το μαγαζί του Αλέν Ντυπουί με διαλεχτές, δρύινες, σκαλιστές ντουλάπες, έπιπλα αρ ντεκό και μια συγκλονιστική συλλογή σμάλτων. Περπατήστε δίπλα στο ποτάμι: ωραίοι κήποι με πελώρια ροδόδεντρα και καμέλιες μεγέθους πεύκων. Και μην αμελήσετε να επισκεφθείτε το σπίτι του περίφημου ζωγράφου Ρενουάρ. Ο καθεδρικός του Σεντ Ετιέν και το γεφύρι του, ο μεγαλοπρεπής σταθμός του τρένου των Βενεδικτίνων και το δημαρχείο αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής θα σας μαγέψουν. Βοτανικοί κήποι και εθνικά πάρκα προσφέρονται για πεζοπορία και ποδηλασία. Στο Μουσείο της Tapisserie εκτίθενται σπάνια δείγματα κεντητών χαλιών τοίχου D’ Aubusson από τα εργαστήρια της περιοχής, ενώ απαραίτητη είναι η στάση και στο Εθνικό Μουσείο Πορσελάνης στην πλατεία Γουίνστον Τσόρτσιλ. Α, και προτού φύγετε, αγοράστε τη βιολετί μουστάρδα της Μπριβ με μούστο. Θα με θυμηθείτε!

{{{ map }}}

ΠΟΥ ΝΑ ΜΕΙΝΕΤΕ

Στο Hôtel de la Paix (τηλ. 0033 55534 3600), σε μία από τις κεντρικές πλατείες, με δωμάτια από 57 ευρώ. Διάστερο ξενοδοχείο με καλή σχέση ποιότητας – τιμής. Στο Best Western Hôtel Le Richelieu (www.bestwestern-richelieu-limoges.com, τηλ. 0033 55534 2282) του 1930 με τα προσεγμένα δωμάτια, το πλούσιο πρωινό και τη δωρεάν πρόσβαση στο Internet. Στο Hôtel Familia (www.hotelfamilia.fr, τηλ. 0033 55577 5140), αν θέλετε να μείνετε σε περιβάλλον με σπιτική ατμόσφαιρα, πέντε λεπτά με τα πόδια από το κέντρο της πόλης.

ΠΟΥ ΝΑ ΦΑΤΕ

Κατ’ αρχάς στον Αμφιτρύωνα (26 Rue de la Boucherie, τηλ. 0033 55533 3639), στον λιθόστρωτο δρόμο των «χασάπικων», το φαγητό είναι εγγυημένα νόστιμο. Δοκίμασα κοχύλια Σεν Ζακ με σπαράγγια. Καλή και η λίστα των κρασιών του. Στο Le Bistrot du Boucher (29 boulevard Louis Blancs, τηλ. 0033 55510 2000) θα γευτείτε γαλλική κουζίνα σε λογικές τιμές. Τέλος, στο
Le Boeuf à la Mode (60, Rue François Chénieux, τηλ. 0033 55577 7395) θα δοκιμάσετε το περίφημο, ντόπιο μοσχαρίσιο κρέας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version