Στο άρθρο «Κερδισμένοι και χαμένοι από τα δομημένα ομόλογα» που δημοσιεύθηκε στο «Βήμα» στις 17 Απριλίου, αλλά και στην εκτενή δημόσια συζήτηση, κυριαρχεί η άποψη ότι «το σπάσιμο των σταθερού επιτοκίου ομολόγων και η αντικατάστασή τους με δομημένα ομόλογα οδηγεί πιθανόν σε νέες ζημιές». Δηλαδή, τα ομόλογα σταθερής απόδοσης δεν έχουν κίνδυνο, σε αντίθεση με τα «νέα».
Η αλήθεια είναι ότι ακόμη και ένα ομόλογο σταθερής απόδοσης που έχει εκδώσει ένας αξιόπιστος εκδότης- δεν μιλάμε δηλαδή για τα δημοφιλή junk bonds- είναι επικίνδυνο γιατί η τιμή του μεταβάλλεται έντονα με την αλλαγή των επιτοκίων καταθέσεων. Αυτό φαίνεται με ένα παράδειγμα: Εστω ένα ομόλογο που δίνει κάθε χρόνο 5 ευρώ, για απεριόριστα έτη. Αν πιστεύουμε ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα είναι 5%, το ομόλογο θα κοστίζει 100 ευρώ, γιατί με 100 ευρώ κατατεθειμένα σε μια τράπεζα έχουμε το ίδιο ετήσιο έσοδο. Τι θα γίνει όμως αν το επιτόκιο καταθέσεων αυξηθεί στο 6%; Η αξία του ομολόγου πέφτει κατά 16,67% στα 83,33 ευρώ, γιατί με 83,33 ευρώ κατατεθειμένα προς 6% έχω πάλι 5 ευρώ τόκους ετησίως. Αντίστροφα, μια πτώση των επιτοκίων θα οδηγήσει σε ανατίμησή του!
Λιγότερο επικίνδυνη από πλευράς αξίας είναι μια ομολογία που δίνει το κυμαινόμενο επιτόκιο της αγοράς. Αυτή έχει πάντοτε την ίδια αξία, καθώς ισοδυναμεί με ένα σταθερό ποσό κατατεθειμένο με κυμαινόμενο επιτόκιο. Η ομολογία όμως είναι επικίνδυνη για τον αγοραστή της αν αυτός σκοπεύει να πληρώσει από τα έσοδά της υποχρεώσεις, όπως οι συντάξεις ενός ασφαλιστικού ταμείου: Τα έσοδα μπορεί να μην επαρκέσουν για τις ανάγκες του.
Προκύπτει λοιπόν ανάγκη να «ασφαλισθεί» ο επενδυτής έναντι των κινδύνων πτώσης του επιτοκίου που ενέχει ένα ομόλογο μεταβλητής απόδοσης. Ο επενδυτής μπορεί να διασφαλίσει τις υποχρεώσεις πληρωμών του αγοράζοντας ένα ομόλογο με κυμαινόμενη απόδοση και ταυτόχρονα μια ασφάλεια έναντι υπερβολικής μείωσης των επιτοκίων. Αυτό θα εξασφάλιζε τον αγοραστή ότι θα μπορέσει να πληρώσει τις υποχρεώσεις του αλλά ταυτόχρονα θα κερδίσει από τυχόν άνοδο των επιτοκίων. Αντίθετα ένας αγοραστής ομολόγου σταθερής απόδοσης μπορεί να αγοράσει μια ασφάλεια έναντι υπερβολικής αύξησης των επιτοκίων αποφεύγοντας τον κίνδυνο μείωσης της αξίας του ομολόγου. Η αγορά των ασφαλίσεων αυτών γίνεται γενικά σε ένα Χρηματιστήριο Παραγώγωνκαι εκεί συνήθως επικρατεί διαφάνεια και ανταγωνισμός. Πολλές φορές οι τράπεζες «πακετάρουν» το ομόλογο με την ασφάλειά του κατά τις ανάγκες των πελατών τους και ονομάζουν το προϊόν δομημένο ομόλογο. Το προϊόν αυτό γίνεται ελκυστικό αν παρουσιάζει οικονομίες σε σχέση με το άθροισμα του κόστους του ομολόγου συν της ασφάλειας.
Με την έννοια αυτή τα δομημένα ομόλογα δεν έχουν απαραίτητα ιδιαίτερους κινδύνους. Αντίθετα, τα δομημένα προϊόντα πρέπει να παρουσιάζουν πλεονεκτήματα τόσο για τον αγοραστή όσο και για τον πωλητή για να είναι δυνατόν να πωληθούν- και οι πωλήσεις τους είναι τεράστιες διεθνώς.
Πού είναι το πρόβλημα με τα δομημένα ομόλογα; Η αποτίμηση των δομημένων ομολόγων είναι ακατανόητη στους μη ειδικούς καθώς οι απαραίτητοι υπολογισμοί είναι περίπλοκοι. Οι τράπεζες έχουν κατηγορηθεί ότι κρύβονται πίσω από την αδιαφάνεια αυτή για να προσκομίσουν υπερκέρδη. Επιπλέον, εφόσον κάθε δομημένο προϊόν έχει την ιδιαιτερότητά του, δεν υπάρχει ανταγωνισμός στις αγορές τους. Περισσότερα μπορεί να βρει ο αναγνώστης στην έγκυρη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια Wikipedia στο λήμμα Structured Ρroducts (www.wikipedia.org). Ο κ. Ευάγγελος Φ. Μαγείρου είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος Ειδικής Διαπανεπιστημιακής Επιτροπής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στα Μαθηματικά της Αγοράς και της Παραγωγής.
