«ΜΗΛΟΝ της έριδος» μεταξύ της Δημόσιας Επιχείρησης Πετρελαίου και του ομίλου επιχειρήσεων Λάτση είναι η εταιρεία εμπορίας πετρελαιοειδών Μαμιδάκης Γ. & Σία ΑΕΕ καθώς επίσης και άλλες μικρότερες ελληνικές επιχειρήσεις καυσίμων. Σύμφωνα με πληροφορίες, που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», τόσο η ΔΕΠ όσο και ο όμιλος επιχειρήσεων Λάτση έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την εξαγορά της εταιρείας Μαμιδάκη, η οποία αποτελεί μία εκ των αρχαιοτέρων ελληνικών επιχειρήσεων πετρελαίου, υποβάλλοντας μάλιστα και συγκεκριμένες προτάσεις.
Η άμεση πώληση του Μαμιδάκη φαίνεται να ενδιαφέρει τόσο τους μετόχους της εταιρείας όσο και τους υποψηφίους αγοραστές. Από τη μια πλευρά η διοίκηση της ΔΕΠ, έχοντας θέσει στόχο να διευρύνει το μερίδιό της στην εγχώρια αγορά λιανικής εμπορίας καυσίμων στο επίπεδο του 25%, βλέπει την εταιρεία Μαμιδάκη ως μια εξαιρετική ευκαιρία για να επιτύχει τον στόχο της. Αντιστοίχως, ο όμιλος Λάτση, σύμφωνα με δηλώσεις εκπροσώπου του προς «Το Βήμα», «ενδιαφέρεται για απευθείας είσοδό του στην εμπορία καυσίμων και στα πλαίσια αυτά εξετάζει όλες τις εκδοχές προς πάσα κατεύθυνση». Εκπρόσωποι του ομίλου Λάτση είχαν διαπραγματεύσεις και με την εταιρεία Μαμιδάκη, συζητώντας και επιμέρους θέματα για την επίτευξη της εξαγοράς. Από την άλλη πλευρά η διοίκηση του Μαμιδάκη, ιδιαιτέρως η κυρία Αριστέα Μαμιδάκη, που διευθύνει την εταιρεία, φαίνεται να έχει οριστικώς αποφασίσει να διαθέσει το πακέτο των μετοχών της παραδοσιακής αυτής επιχείρησης, η οποία εξακολουθεί να διατηρεί κάτι από την παλιά της αίγλη.
Η επιχείρηση Μαμιδάκη έχει πολύ ισχυρά «ατού» αλλά και προβλήματα. Ανάμεσα στα «όπλα» που διαθέτει η εταιρεία είναι το ευρύτατο δίκτυο εγκαταστάσεων που έχει ανά την Ελλάδα. Το δίκτυο αυτό αποτελεί την πιο ισχυρή απόδειξη ότι η εταιρεία διήνυσε ημέρες έντονης οικονομικής ευφορίας και θυελλώδους ανάπτυξης. Σε αυτό εντάσσονται εγκαταστάσεις στην Κρήτη, στην Πύλο, στη Νέα Αγχίαλο Βόλου, στη Θεσσαλονίκη, στη Μυτιλήνη και στην Αμφιλοχία. Η δημιουργία των εγκαταστάσεων αυτών απαίτησε σημαντικά κεφάλαια ενώ προσέφερε στην εταιρεία ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών της. Ετσι σε ορισμένες περιοχές της χώρας ακόμη και πολυεθνικές επιχειρήσεις είναι αναγκασμένες να απευθύνονται στην «Μαμιδάκης», προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες της επιτόπιας κατανάλωσης.
Αλλο σημαντικό «χαρτί» της επιχείρησης πετρελαιοειδών είναι το γεγονός ότι αυτή διαθέτει ισχυρές προσβάσεις στην αγορά των βαλκανικών χωρών ενώ είναι μεταξύ των βασικών προμηθευτών αργού πετρελαίου και άλλων προϊόντων των Σκοπίων. Αν και με το εμπάργκο κατά των Σκοπίων η εταιρεία είχε σημαντικές απώλειες εσόδων, σήμερα τα πράγματα έχουν αποκατασταθεί και η επιχείρηση είναι μεταξύ των βασικών προμηθευτών πετρελαίου της νεοσύστατης αυτής Δημοκρατίας.
Η «Μαμιδάκης» ωστόσο αντιμετωπίζει και κάποια προβλήματα, που έχουν σχέση με τη χρηματοοικονομική της κατάσταση και τις οφειλές της προς τα διυλιστήρια. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της, η εταιρεία εμφανίζει δυσμενή σχέση ιδίων προς ξένα κεφάλαια. Ετσι, στον τελευταίο ισολογισμό της (1996), ενώ τα ίδια κεφάλαια της επιχείρησης ήταν 1,5 δισ. δραχμές, οι συνολικές της υποχρεώσεις ήταν σχεδόν 14 δισ. δραχμές. Αυτό δημιουργεί μια σχέση ιδίων προς ξένα κεφάλαια περίπου 1 προς 10. Αντίστοιχη σχέση εμφανίζουν τρεις ακόμη εταιρείες: η Jetoil, η Avinoil και η Dracoil. Οι υποχρεώσεις της «Μαμιδάκης» αφορούν τόσο πιστώσεις διαφόρων τραπεζικών ιδρυμάτων όσο και χρέη προς τα Ελληνικά Διυλιστήρια Ασπροπύργου. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που η διοίκηση της ΔΕΠ έκανε την πρόταση εξαγοράς της «Μαμιδάκης». Οι διοικούντες της ΔΕΠ προτείνουν ένα ποσό σύμφωνα με πληροφορίες αυτό ανέρχεται στα 12 δισ. δραχμές ενώ ταυτοχρόνως προτείνεται και η διαγραφή των χρεών της εταιρείας προς τα κρατικά διυλιστήρια.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι με τον «μοχλό των χρεών» προς τα κρατικά διυλιστήρια η διοίκηση της ΔΕΠ διαπραγματεύεται και με άλλες ελληνικές εταιρείες καυσίμων προς την κατεύθυνση της εξαγοράς τους. Οι επιχειρήσεις που εν δυνάμει θα μπορούσαν να εξαγοραστούν από τη ΔΕΠ ανεξαρτήτως αν το επιθυμούν ή όχι είναι οι: Μαμιδάκης, Dracoil, Jetoil και Ελινόιλ. «Είμαστε ανοιχτοί όχι μόνο στην προοπτική της εξαγοράς αλλά και στην κατεύθυνση των συνεργασιών» έλεγε ανώτατος εκπρόσωπος της ΔΕΠ προσθέτοντας ότι «αυτό το διάστημα συζητούμε συγκεκριμένες προτάσεις που θα δώσουν στις κρατικές εταιρείες εμπορίας το κρίσιμο μέγεθος για να μπορέσουν αυτές να κατακτήσουν το 25% της αγοράς». Αξίζει βεβαίως να σημειωθεί ότι ορισμένες εταιρείες δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για αυτή την προσφορά. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση εκπροσώπου της Ελινόιλ, ο οποίος μιλώντας προς «Το Βήμα» ανέφερε: «Η Ελινόιλ δεν είναι νύφη, είναι γαμπρός. Ετσι συζητούμε το ενδεχόμενο να αγοράσουμε κάτι παρά να αγοραστούμε από κάποιον. Και αυτό έχει σχέση με το γεγονός ότι τόσο τα χρηματοοικονομικά όσο και τα καθαρά κέρδη της εταιρείας εμφανίζουν ιδιαίτερα ικανοποιητική πορεία».
Το ενδιαφέρον της ΔΕΠ καθώς επίσης και του ομίλου επιχειρήσεων Λάτση στρέφεται προς τις μικρές ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες διαθέτουν μερίδιο αγοράς κάτω από 10% η καθεμία. Ενδεικτικά από αυτή την άποψη είναι τα στοιχεία που έθεσε υπόψη μας ο κλαδικός Σύνδεσμος Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Ιανουάριος – Ιούνιος 1997), από την αγορά βενζινών η Jetoil κατέχει το 6%, ο Μαμιδάκης το 4%, η Ελινόιλ, η ΤΟΤ, η Revoil και η ΕΤΕΚΑ 2% η καθεμία. Αντιστοίχως, στην αγορά πετρελαίου κίνησης τα μερίδια αγοράς εμφανίζουν μία άλλη κατανομή: ο Μαμιδάκης και η Jetoil 6% η καθεμία, η Ελινόιλ 4%, η Evroil 3% και η Silkoil, η ΤΟΤ και η Dracoil από 2% η καθεμία.
Πάντως η έντονη κινητικότητα που επικρατεί στην αγορά πετρελαίου θεωρείται βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μια νέα κατάσταση. Αποκαλυπτικές είναι οι διαπιστώσεις εκπροσώπου της Shell: «Οι εξελίξεις στην αγορά πετρελαίου οδηγούν σε μια νέα κατάσταση όπου αυτή θα ελέγχεται από συγκροτήματα που το καθένα θα μπορεί να αποσπάσει ένα μερίδιο αγοράς 15% και πάνω. Η όξυνση του ανταγωνισμού και τα περιθώρια κέρδους βρίσκονται σε τέτοια επίπεδα ώστε οι μικροί δεν φαίνεται να έχουν πολλά περιθώρια επιβίωσης».
Παιχνίδι για… πέντε
Οι νέες κινήσεις διαμορφώνουν έτσι νέους «πόλους» στην εγχώρια αγορά πετρελαιοειδών. Αυτοί είναι: Πρώτον, το συγκρότημα ΒΡ – Mobil το οποίο προσπαθεί να αντιμετωπίσει τους σκοπέλους της εναρμόνισής του με τα ελληνικά νομικά δεδομένα. Δεύτερον, ο όμιλος Aramco – Μότορ Οϊλ o οποίος σε επίπεδο λιανικών πωλήσεων εμφανίζει κάποιες απώλειες με χαρακτηριστικότερη αυτήν της Βορείου Ελλάδος, όπου η Avin έχασε περίπου 170 πρατήρια. Τρίτον, η Shell η οποία, σύμφωνα με τη διοίκησή της, τους τελευταίους μήνες φαίνεται να έχει περάσει στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των εταιρειών εμπορίας καυσίμων. Η Shell κατά γενική εκτίμηση υλοποιεί επιθετική πολιτική τιμών με στόχο τη διατήρηση και διεύρυνση του μεριδίου αγοράς της. Τέταρτον, το ισχυρότερο συγκρότημα είναι ασφαλώς αυτό της ΔΕΠ, το οποίο εν όψει της μετοχοποίησής του δεν αλλάζει απλώς το όνομά του Ελληνικά Πετρέλαια ΑΕ αλλά εξαγοράζει συνεχώς νέα μερίδια αγοράς. Πέμπτον, ο όμιλος Λάτση, αν και δεν έχει εισέλθει ακόμη στη λιανική εμπορία καυσίμων, θεωρείται βέβαιο ότι θα πράξει σύντομα κάτι τέτοιο και βεβαίως δεν θα είναι ένας περιφερειακός παίκτης.
Σε ό,τι αφορά τις μικρές εταιρείες, αυτές έχουν δύο δρόμους να επιβιώσουν: είτε να εξειδικευθούν σε κάποιους τομείς είτε να προσφύγουν στη μέθοδο της λαθρεμπορίας. Το βέβαιο πάντως είναι ότι πολλές από αυτές θα αντιμετωπίσουν άμεσα το ενδεχόμενο εξαγοράς τους από τους μεγάλους οίκους. Προβλήματα στον όμιλο
Η ιστορία του «μαύρου χρυσού» στην Ελλάδα συνδέεται αναμφίβολα με ένα «όνομα – μύθο»: τον Γεώργιο Μαμιδάκη, ο οποίος μέσα σε διάστημα περίπου τριών δεκαετιών έχτισε μια μικρή αυτοκρατορία. Αυτή άρχισε να χτίζεται το 1955 και να «ανδρώνεται» στην κρίση του Σουέζ. Ο πρωτοπόρος αυτός επιχειρηματίας εκμεταλλευόμενος την κρίση στράφηκε στην Ανατολή: διαπραγματεύτηκε και έκλεισε συμφωνία με τους Ρώσους για αποκλειστική αντιπροσώπευση των πετρελαίων τους, η οποία διήρκεσε ως το 1981. Ο Γεώργιος Μαμιδάκης ένιωθε πανίσχυρος, αφού μετέφερε στα ελληνικά διυλιστήρια ρωσικό αργό πετρέλαιο με δικά του καράβια. Ηταν σίγουρα στο απόγειο της δύναμής του… Και αυτό, εκτός των άλλων, γινόταν φανερό από το γεγονός ότι ο ίδιος ήταν ιδιοκτήτης 15 τάνκερ.
Το δίκτυο εγκαταστάσεων του Μαμιδάκη έφτασε να έχει δυναμικότητα 240.000 τόνους. Ολες δε οι εγκαταστάσεις ήταν ιδιόκτητες. Την ίδια στιγμή άρχισε να «χτίζει» και το πανίσχυρο δίκτυο λιανικών πωλήσεων, που σήμερα αριθμεί 520 πρατήρια. Σύμφωνα δε με υπολογισμούς της σημερινής διοίκησης, η αξία των παγίων εγκαταστάσεων της εταιρείας (τόσο οι εγκαταστάσεις όσο και τα πρατήρια της εταιρείας) είναι της τάξεως των 12 δισ. δραχμών.
Η μικρή αυτή αυτοκρατορία δέχεται το πρώτο αποφασιστικό πλήγμα το 1986, όταν πεθαίνει ο ιδρυτής της. Τα ηνία παραδίδονται στη σύζυγό του κυρία Αριστέα Μαμιδάκη, η οποία κρατά με τους άμεσους συνεργάτες της τη διαχείριση όλων των τομέων επιχειρηματικής δραστηριότητας του ομίλου. Συνδιαχειριστές της μικρής αυτής αυτοκρατορίας γίνονται μετά από λίγο διάστημα οι κόρες της κυρίας Μαμιδάκη: η Τζίνα και η Μαριλένα, οι οποίες αυτή τη στιγμή διευθύνουν τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Λέγεται μάλιστα ότι οι μεταξύ τους σχέσεις δεν είναι οι άριστες, γεγονός που επιτείνει τα προβλήματα του ομίλου.
