Από τον Λόρενς της Αραβίας στον Πρίαμο
Στα 17 του εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να κάνει το ντεμπούτο του στο θέατρο. Στα 30 του έγινε διεθνής αστέρας του κινηματογράφου έχοντας υποδυθεί τον T. E. Λόρενς στο αριστουργηματικό έπος του Ντέιβιντ Λιν. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε τη φήμη του κακού παιδιού λόγω του αλκοολισμού του. Και σήμερα, ύστερα από καμιά πενηνταριά κινηματογραφικές ταινίες, ο Πίτερ Ο’Τουλ, 72 χρόνων και δραστήριος, συμμετέχει στην τελευταία υπερπαραγωγή του Χόλιγουντ, για την οποία μίλησε αποκλειστικά στο «Βήμα». «Στο θέατρο κυκλοφορεί ένα παλιό ρητό· τόσο παλιό όσο το ίδιο το θέατρο» λέει ο Πίτερ Ο’Τουλ: «Για να βρεις έναν πρωταγωνιστή ή μια πρωταγωνίστρια δες αν έχει τα κότσια να φορέσει στέμμα. Στην καριέρα μου έχω παίξει αρκετούς βασιλιάδες – ευτυχώς όλοι τους υπήρξαν διαφορετικοί, ειδάλλως θα καταντούσε μονότονο. Εχω παίξει νέους και άγριους και διψασμένους για αίμα βασιλιάδες, όπως ο Ερρίκος B´ στον “Μπέκετ”, έχω παίξει τον ίδιο ήρωα ως πιο ώριμο συνωμότη στο “Λιοντάρι του χειμώνα” και τώρα, στην “Τροία”, έπαιξα τούτον εδώ τον γερόλυκο τον Πρίαμο, έναν έμπειρο πολεμιστή που έχει πια κατασταλάξει. Οι βασιλιάδες είναι οι καλύτεροι ρόλοι. Τόσο στη ζωή όσο και στο θέατρο. Ζητούν ό,τι θέλουν και το αποκτούν…».
Παρακολουθώντας σε απόσταση αναπνοής τον Πίτερ Ο’Τουλ να μιλά για θέατρο, κινηματογράφο και ζωή, δεν νιώθεις τόσο ότι κάνεις τη δουλειά σου όσο ότι απολαμβάνεις ένα δώρο. Κατά κάποιον τρόπο, ακόμη και από αυτή τη σύντομη συνάντηση μέσα στην αίθουσα Tivoli West του ξενοδοχείου Essex της Νέας Υόρκης, όπου ο Ο’Τουλ βρέθηκε πριν από μία εβδομάδα συμμετέχοντας στην προώθηση της τελευταίας ταινίας του, της «Τροίας», ένιωθες ότι ο ηθοποιός παρέμενε ηθοποιός.
Αιώνιος γόης
Το πλούσιο λεξιλόγιο εχρησιμοποιείτο αργά και με προσοχή, ο τόνος στη φωνή υψωνόταν και χαμήλωνε αναλόγως με την έμφαση που έπρεπε να δοθεί στον λόγο αλλά όλα αυτά χωρίς στόμφο ή επιτήδευση. Από την άλλη πλευρά, το παρουσιαστικό του εκπέμπει πράγματι κάτι το ηγεμονικό. Αν εξαιρέσεις την ασημένια κόμη που έχει αντικαταστήσει την ξανθιά της δεκαετίας του ’60, το ψηλόλιγνο, στητό και καλοδιατηρημένο σώμα του ηθοποιού δεν διαφέρει και πολύ από εκείνο του «Λόρενς της Αραβίας», σαράντα ακριβώς χρόνια πίσω!
«Ναι, νιώθω σε φόρμα» παραδέχεται χωρίς ίχνος μετριοφροσύνης στη σίγουρη φωνή του. «Εχω φτάσει στο σημείο να διασκεδάζω με τη δουλειά μου περισσότερο από παλιά. Ισως επειδή σήμερα με ενδιαφέρει λιγότερο – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θέλω να κοιτάζω πίσω».
Την ίδια ώρα η ματιά του γεννημένου στην Ιρλανδία αλλά μεγαλωμένου στο Γιόρκσαϊρ της Αγγλίας καλλιτέχνη έχει την άγρυπνη πονηριά και ετοιμότητα ενός μάλλον λαϊκού ανθρώπου, πολύ ανοιχτού στο χιούμορ και πιθανόν, ακόμη και σήμερα, εύκολου στον καβγά. Ποιος μπορεί να ξεχάσει άλλωστε την εποχή που ο ίδιος αυτός ο ευγενικός, καλοντυμένος άντρας ήταν ο φόβος και ο τρόμος των λονδρέζικων παμπ, όπου μαζί με τους εξίσου διάσημους φίλους του, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον, τον Ρίτσαρντ Χάρις και τον Ολιβερ Ριντ, προκαλούσαν ατελείωτους καβγάδες έχοντας καταναλώσει τεράστιες ποσότητες αλκοόλ; «Είναι απαραίτητο πού και πού να κάνεις μια βόλτα μέσα από την πεδιάδα έχοντας πρώτα σκαρφαλώσει στα βουνά» λέει με ένα μειδίαμα ο Ο’Τουλ για τα «χαμηλά» σημεία της ζωής του. «Το τρίκλισμα είναι εξίσου σημαντικό στη ζωή όσο και η παρέλαση». Το τρίκλισμα από το αλκοόλ πάντως παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή. Οι φήμες λένε ότι αναγκάστηκε να κόψει το ποτό ύστερα από μια βαριάς μορφής χειρουργική επέμβαση στο στομάχι (ο ίδιος δεν παραδέχθηκε ποτέ ότι αυτός ήταν ο λόγος που το έκοψε).
Κοιτάζοντας το μέλλον
Μια άλλη ρήση την οποία ο Πίτερ Ο’Τουλ – όπως μας είπε – αναφέρει συχνά, ανήκει στον σπουδαίο σχολιαστή και αρθρογράφο σερ Χέρμπερτ Ριντ, ο οποίος στις αρχές της δεκαετίας του 1930 είπε: «Οταν ο κινηματογράφος κατορθώσει να λύσει τα τεχνικά προβλήματά του, τότε θα επιστρέψει στα χέρια των ποιητών». «Ο κινηματογράφος σήμερα έχει λύσει τα τεχνικά προβλήματά του» συμπληρώνει ο Ο’Τουλ. «Αυτό που μένει να δούμε είναι αν όντως θα επιστρέψει στα χέρια των ποιητών».
Παρ’ ότι εκπρόσωπος μιας παλαιότερης γενιάς ηθοποιών, ο Πίτερ Ο’Τουλ δεν ανήκει στους «κλασικούς» νοσταλγούς της «παλιάς, καλής εποχής», όπως συνηθίζουν οι περισσότεροι να αποκαλούν τα χρόνια της επαγγελματικής νιότης τους. Κάθε άλλο. Ο έμπειρος ηθοποιός είναι της γνώμης ότι η σωστή χρήση της τεχνολογίας βοηθάει τους καλλιτέχνες να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους.
Μία από τις ιστορίες που χρησιμοποιεί για να τεκμηριώσει αυτή την άποψη αφορά τα γυρίσματα του «Λόρενς της Αραβίας» και συγκεκριμένα την απελπιστική μεταφορά ενός τρένου από την Ευρώπη στην Αφρική: «Για να μεταφέρουμε αυτό το τεράστιο “τσαφ-τσουφ” ερείπιο από τη Γερμανία στην Αφρική» είπε ο ηθοποιός, «έπρεπε να διασχίσουμε όλη τη Γηραιά Ηπειρο, να φθάσουμε στα νότια της Ιβηρικής χερσονήσου, στην Ισπανία, να καταστρέψουμε κάθε χωριό, κάθε δρόμο και κάθε σιδηροδρομικό σταθμό στο διάβα μας, να βάλουμε με τα χίλια ζόρια το τρένο στο πλοίο στην Αλμερία, να ταξιδέψουμε κάτω από απαίσιες καιρικές συνθήκες στο Μαρόκο και να το… ανατινάξουμε! Ξέρετε πως νιώθαμε τότε; Βαρεμάρα, βαρεμάρα και πάλι βαρεμάρα! Σήμερα είναι ευτύχημα που όλος αυτός ο κόπος και όλη αυτή η ανία μπορούν να αποφευχθούν με τη βοήθεια του κομπιούτερ. Οσο για το αποτέλεσμα, είναι καλύτερο και κοστίζει φθηνότερα. Το ζήτημα είναι αν ο καλλιτέχνης έχει την ικανότητα να εκμεταλλευθεί και να αξιοποιήσει αυτή την τεχνολογία, η οποία άλλωστε στις μεγάλες στιγμές μιας ταινίας δεν είναι καν απαραίτητη. Οταν φέρ’ ειπείν στην “Τροία” βλέπεις τον Αχιλλέα να μονομαχεί με τον Εκτορα, βλέπεις τον Μπραντ Πιτ και τον Ερικ Μπάνα και τίποτε άλλο. Και είναι υπέροχοι!».
Αυστηρός κριτικός
H κινηματογραφική βιογραφία «The life and death of Peter Sellers» (που όπως η Τροία θα κάνει πρεμιέρα στο φεστιβάλ των Καννών διεκδικώντας μάλιστα τον Χρυσό Φοίνικα) μας έδωσε την ευκαιρία να ρωτήσουμε τον Ο’Τουλ (στενό φίλο αλλά και συνεργάτη του Σέλερς) αν θα μπορούσε να φανταστεί κάποιον ηθοποιό να ενσαρκώνει τον ίδιο τον Ο’Τουλ στον κινηματογράφο. «Ω, μα ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να παίξει εμένα» απαντά. «Είναι αδύνατον όμως να φανταστώ κάποιον να παίζει τον Σέλερς» συνεχίζει ύστερα από μια μικρή παύση και με μια ελαφριά δόση αποδοκιμασίας ακούγοντας ότι στην εν λόγω ταινία ο Σέλερς έχει το πρόσωπο του αυστραλού ηθοποιού Τζέφρι Ρας.
Οπως και ένας άλλος φίλος του, ο Ρίτσαρντ Χάρις, ο Πίτερ Ο’Τουλ πάντα μιλούσε όπως ένιωθε. Αυτή η ευθύτητα είναι μεν προς τιμήν του, αλλά υπήρξε κάθε άλλο παρά ευνοϊκή για την καριέρα του, η οποία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τον ήθελε στα αζήτητα με κάποιες σκόρπιες μόνον αναλαμπές.
Για όσους πιθανόν δεν θυμούνται, η αντίδραση του Ο’Τουλ προς την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, όταν τον επέλεξε για μια βράβευση με ειδικό τιμητικό Οσκαρ 2003, υπήρξε μάλλον ειρωνική (όσο και αν στην πορεία ο Ο’Τουλ τα «μπάλωσε»): «Εφόσον παραμένω στο “παιχνίδι” της σοουμπίζ» είχε πει τότε «και εφόσον υπάρχει πιθανότητα να τον κερδίσω κάποια στιγμή τον μπαγάσα τον Οσκαρ, μήπως η Ακαδημία θα μπορούσε να περιμένει ως τα 80 μου;».
Σήμερα, πολύ φυσικά, ο Ο’Τουλ δεν μπορεί να αλλάξει. Στη φωνή του διακρίνουμε έναν σαρκασμό όταν αναφέρεται στα homage που ο σκηνοθέτης της «Τροίας» Βόλφγκανγκ Πέτερσεν τού έλεγε ότι κάνει προς τον «Λόρενς της Αραβίας» όταν γύριζαν το ομηρικό έπος στη Μάλτα: «Εσπαγα το κεφάλι μου για να καταλάβω ποιο ακριβώς ήταν το homage και πού ακριβώς αναφερόταν. Ακόμη δεν έχω καταλάβει».
Σε ό,τι δε αφορά το θέατρο, ο Ο’Τουλ ομολογεί ότι το έχει διαγράψει πλήρως από το σύστημά του. «Δεν πηγαίνω πια στο θέατρο γιατί πολύ απλά βαριέμαι θανάσιμα» μας είπε. «Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τι συμβαίνει στη θεατρική σκηνή της Νέας Υόρκης, αλλά το θέατρο στο Λονδίνο είναι σκέτο νεκροταφείο. Εγώ είμαι μοντέρνος άνθρωπος. Από το να πηγαίνω σε κηδείες προτιμώ να σπαταλώ ατελείωτες ώρες σπίτι μου παίζοντας με το remote control του βίντεο».
H «Τροία» θα κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ των Καννών την ερχόμενη εβδομάδα και από την Παρασκευή 14 Μαΐου θα προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες.
