Ο σταρ που «έσπαγε» πλάκα
Στα στούντιο επιμένουν να παραφράζουν το όνομά του: Κέβιν ντι Κλάιν (σ.σ. όπου decline = απορρίπτω). Γιατί κανένας δεν κατορθώνει να διυλίζει και να απορρίπτει ρόλους όπως αυτός. Σαν να φοβάται μήπως ανεβαίνοντας τα σκαλιά της χολιγουντιανής ματαιοδοξίας χάσει κάτι από την παιδιόθεν ελαφρότητά του, κάτι από τον Μόντι Πάιθον κυνισμό του (αυτό που του επέτρεψε κάποτε να βάλει το χέρι μέσα στη γυάλα με τα χρυσόψαρα και να κάνει μια «χαψιά» τη Γουάντα και τους βραγχιοφόρους ομοίους της). Και ενώ κάποιοι επιμένουν ότι είναι ο μοναδικός σήμερα θαμών της κινηματογραφικής βιομηχανίας που μπορεί να μετουσιωθεί ταυτόχρονα σε Τζέρι Λούις και σε Γουίλιαμ Σαίξπηρ, εκείνος απορρίπτει και πάλι τους οιουσδήποτε χαρακτηρισμούς για την ερμηνεία του. Πώς να το κάνουμε, δεν θέλει να είναι ο σταρ του τέλους της χιλιετίας. Απλούστατα γιατί βαριέται. «Κάποτε όταν με ρωτούσαν γιατί ποτέ δεν έγινα μεγάλος, έσπευδα να αμυνθώ» λέει σήμερα ο ίδιος. «Τώρα το εκλαμβάνω ως κομπλιμέντο. Διότι θεωρώ ότι για να με ρωτούν συνέχεια σημαίνει ότι πιστεύουν πως έπρεπε να γίνω τοπ σταρ. Τους ρωτώ λοιπόν και εγώ με τη σειρά μου. Ας μου απαντήσουν αυτοί γιατί». (γελώντας) «Μήπως γιατί οι ίδιοι δεν πηγαίνουν αρκετά συχνά να δουν ταινίες μου;».
Ο Κέβιν Κλάιν γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1947 στο Σεν Λιούις του Μιζούρι. Ο πατέρας του Γερμανοεβραίος, η μητέρα του ιρλανδή καθολική και ο ίδιος ένα ανήσυχο και ευαίσθητο παιδί που κλήθηκε να μάθει γράμματα δίπλα σε βενεδικτίνους μοναχούς. Ουδείς πονοκεφαλιάζει για το αν ο αμούστακος ακόμη Κέβιν έχει το οιοδήποτε υποκριτικό ταλέντο. Ο ίδιος όμως επιμένει ότι η παρθενική θεατρική εμπειρία του θα λάβει χώρα πάνω στο γρασίδι, όταν αγωνίζεται να εντυπωσιάσει με τις επιδόσεις του στο αμερικανικό ποδόσφαιρο. Προς στιγμήν το ενδιαφέρον του θα προσανατολισθεί στη μουσική, εξ ου και οι βεβιασμένες σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Μάλλον γιατί τα «μάτσο», εξιδανικευμένα είδωλα της εφηβείας του τον αποθάρρυναν. «Μεγαλώνοντας τη δεκαετία του ’60», θα εξηγήσει αργότερα, «στους κόλπους μιας μεσοαστικής οικογένειας, είχα για πρότυπά μου τον Πολ Νιούμαν και τον Τζέιμς Ντιν. Ξέρετε τώρα, ηθοποιούς αποστασιοποιημένους, “κουλ”». Ηταν πεπεισμένος ότι η ιδιοσυγκρασία του και το physique του (ένα αλλοπρόσαλλο μείγμα αθωότητας, τσαχπινιάς και αφελούς σεξουαλικότητας) δεν του επέτρεπαν να προσαρμοσθεί σε ένα τέτοιο σταρ σύστεμ.
Υστερα όμως από λίγο δεν άντεξε. Υπέκυψε. Στην επί σειρά ετών «καταπιεσμένη» αγάπη του: στην αυλαία. Ενας υποτυπώδης ρόλος στον «Μάκβεθ» που θα ανεβάσουν οι συμφοιτητές του στην Ιντιάνα, και το πεντάγραμμο ανήκει πια στο παρελθόν. Το 1970 τον βρίσκει στο νεοσυσταθέν τμήμα δραματικής της νεοϋορκέζικης σχολής Julliard. Εν συνεχεία προσγειώνεται στον θίασο του Τζον Χάουσμαν (με τον οποίο θα περιοδεύσει ανά τις ΗΠΑ) επισπεύδοντας το ντεμπούτο του με τη New York Shakespeare Festival Company («Ερρίκος Ε’», «Ριχάρδος Γ’»). Δεν θα αργήσει να εγκαινιάσει και τη συλλογή του από βραβεία Τόνι (ένα για το «On the Twentieth Century» και ένα για τους «Πειρατές της Πενζάνς») αλλά και από ενδιαφέρουσες επαγγελματικές προτάσεις. Τις οποίες κατά το ήδη προσφιλές συνήθειο του σπεύδει (είπαμε!) να απορρίψει.
Μία εξ αυτών, η πλέον διαβόητη στη μακρά λίστα της αδικοχαμένης φιλμογραφίας του, θα είναι και ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην «Εξαψη» (1981). Κατά τα φαινόμενα είναι και η μοναδική για την οποία θα μετανοήσει πικρά (δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και για τον Γουίλιαμ Χαρτ, που βεβαίως… άδραξε την ευκαιρία). Ευτυχώς δηλαδή που θα αναπληρώσει με την «Εκλογή της Σόφι» (1982). Ο σχιζοφρενής εβραίος βιολόγος Νέιθαν Λαντάου που θα ενσαρκώσει στο πλευρό μιας χιλιοταλαιπωρημένης Μέριλ Στριπ θα κεραυνοβολήσει τους κριτικούς. Ενα χρόνο αργότερα ο Λόρενς Κάσνταν («κολλητός» του σήμερα φίλος) τον προσκαλεί για μια «Μεγάλη ανατριχίλα». Ο ίδιος εκδηλώνει εξαρχής το ενδιαφέρον του για τον ρόλο του λίγο παρανοημένου εβραίου ρεπόρτερ, ο επικεφαλής όμως του κάστινγκ δεν δείχνει να έχει την ίδια γνώμη (προτιμά τον Τζεφ Γκόλντμπλαμ). Η καλοαναθρεμμένη φυσιογνωμία του (αυτή που κατά πώς φαίνεται θα τον καταδιώκει ισοβίως) του εξασφαλίζει τον ρόλο του συμπαθέστατου (με άλλα λόγια, βαρετού γιάπι) συζύγου τής Γκλεν Κλόουζ.
Το 1985 ο Κάσνταν θα τον χρίσει καουμπόι (αντί των Κέβιν Κόστνερ, Ντάνι Γκλόβερ) για τις ανάγκες του παρακινδυνευμένου γουέστερν του «Σιλβεράντο». Ουδείς τρέφει πλέον την παραμικρή αμφιβολία για το ταλέντο του Κλάιν, το box office όμως αρνείται πεισματικά να συνηγορήσει. Τα 16 εκατομμύρια δολάρια εισπράξεις της ταινίας θα επιβεβαιώσουν ότι ο μικρόκοσμος της Δύσης απλά δεν «πουλάει» πια. Οσο για την επόμενη ταινία του «Violets are blue…», μια γλυκανάλυτη ιστορία αναζωπυρωμένης (μετά από χρόνια) αγάπης, ούτε ο πιο ευσυνείδητος σινεφίλ δεν θέλει να θυμάται.
Εχει ήδη επιστρέψει (με «Αμλετ») στο σανίδι όταν θα του προταθεί ο ρόλος του λευκού Νοτιοαφρικανού Ντόναλντ Γουντς στην «Κραυγή ελευθερίας» (1987) δίπλα στον κινηματογραφικό Στίβεν Μπίκο, τον Ντένζελ Ουάσιγκτον. Ο Ρίτσαρντ Ατένμπορο, σκηνοθέτης της ταινίας (η οποία λόγω θέματος περνάει εντελώς απαρατήρητη τη βραδιά των Οσκαρ), θα πει για τον Κλάιν: «Είναι πραγματικά ένας περίπλοκος χαρακτήρας, ένας πραγματικός χαμαιλέοντας αλλά και ένας συναρπαστικός άνθρωπος. Τη μια στιγμή μπορεί να γίνει ο γητευτής των πάντων και την άλλη μπορεί να είναι φριχτά ντροπαλός».
Βρισκόμαστε αισίως στο 1988 και στο «Ενα ψάρι που το έλεγαν Γουάντα», στη βρετανική κωμωδία που θα «σπάσει» τα ταμεία σύσσωμου του πλανήτη. Ο ρόλος του Οτο (που καθιστά νυμφομανή την Τζέιμι Λι Κέρτις απαγγέλλοντάς της ρωσικά, ιταλικά κ.ο.κ.) έχει, σύμφωνα πάντα με τον Κλάιν, πολλά κοινά σημεία με τον Νέιθαν Λαντάου στην «Εκλογή της Σόφι». Είναι αμφότεροι σχιζοφρενείς παρανοϊκοί. Οπως και να ‘χει, το Οσκαρ β’ ανδρικού ρόλου είναι ήδη μέσα στο τσεπάκι του. Και ενώ ένα καθ’ όλα φυσιολογικό τέκνο του Χόλιγουντ θα φρόντιζε να διαιωνίσει την επιτυχία του με παραλλαγές του ίδιου ρόλου, ο κατά περίπτωση μυστακοφόρος σταρ σκηνοθετεί (τι εμμονή και αυτή!) «Αμλετ».
Ακολουθεί ο όχι και τόσο ανεξίτηλος (για κριτικούς και κοινό) «Ανθρωπος του Γενάρη» (1989). Και επειδή πάνω απ’ όλα επιμένει να περνάει καλά στα γυρίσματα, δέχεται να μετάσχει στη μαύρη κωμωδία (τίνος άλλου;) του Κάσνταν «Σ’ αγαπώ μέχρι θανάτου». Αναρωτιέται κανείς ποιος άλλος νοήμων ηθοποιός θα δεχόταν να υποδυθεί έναν νεοϋορκέζο (με ιταλικό αίμα) ιδιοκτήτη εστιατορίου που μέλλει να πέσει θύμα δολοφονίας της απατηθείσας συζύγου του και του λοιπού σογιού; Αξίζει να σημειωθεί ότι η αληθινή σύζυγός του Φοίβη Κέιτς πραγματοποιεί ένα ανεπαίσθητο πέρασμα στο φιλμ (ως μία από τις τρυφερές υπάρξεις που φιλοδοξεί να «τουμπάρει»).
Τα πράγματα δείχνουν ότι έχει χάσει τον τίτλο του «Αμερικανού Ολίβιε» (μια παροδική έξαρση των κριτικών την εποχή που κέρδιζε τα Τόνι). Δεν το βάζει όμως κάτω. Εχοντας ήδη πατήσει τα 50, αποφασίζει να επιχειρήσει μερικές «έξυπνες» επαγγελματικές κινήσεις (το «French Kiss» δεν συγκαταλέγεται σε αυτές). Τρεις για την ακρίβεια: «Λος Αντζελες Εμπιστευτικό» («Είναι η πρώτη φορά που υποδύθηκα ένα ρόλο όντας στην ουσία ένας άλλος ηθοποιός. Επαιζα ως Κέβιν Σπέισι!»), «Η παγοθύελλα» (δίπλα στην «κυρά» κάθε επίγειου «alien» Σιγκούρνεϊ Γουίβερ) και «Πάνω κάτω». Σε αυτήν την τελευταία (η οποία βρίσκεται σημειωτέον ήδη στις οθόνες) «εξασφαλίζει» έναν από τους πιο σπαρταριστούς γκέι ρόλους της δεκαετίας. Πρόκειται για την ιστορία του Χάουαρντ Μπράκετ, ενός καθηγητή αγγλικών στο Γκρίνλιφ της Ιντιάνα που χάνει τα πάντα (δουλειά, μέλλουσα σύζυγο) εξαιτίας της ευγνωμοσύνης ενός πρώην μαθητή του και νυν σταρ του Χόλιγουντ. Τη βραδιά της απονομής των Οσκαρ ο εν λόγω μαθητής (βλ. Ματ Ντίλον) θεωρεί πρέπον να ευχαριστήσει τον καθηγητή του για τη συμβολή στην καριέρα του αφήνοντας υπονοούμενα για τη (μονόπλευρη) σεξουαλική ταυτότητά του!!
Δεν είναι τυχαίο ότι η όλη ιδέα έχει «ξεσηκωθεί» από τον (πραγματικό) ευχαριστήριο λόγο του Τομ Χανκς για το Οσκαρ που του απενεμήθη για το «Φιλαδέλφεια» (όπου ευχαρίστησε μαζί με τον Θεό και έναν ομοφυλόφιλο καθηγητή του!). Ο Κέβιν Κλάιν «σπάει» για μία ακόμη φορά πλάκα. Σατιρίζοντας τα δεδομένα του πλανήτη Χόλιγουντ, «εξερευνώντας την αρρενωπότητά του», λικνιζόμενος επί της οθόνης α λα Μάικλ Τζάκσον, ποδοπατώντας το καπέλο όλων των μεγαλοστάρ (που ο ίδιος ποτέ δεν ζήλεψε). «Καμιά φορά πρέπει να αδιαφορείς για το αν γίνεσαι γελοίος» αποφαίνεται και παίρνει θέση για την επόμενη λάθος κίνηση.
