Ενας «δικός μας» ανεξάρτητος του Χόλιγουντ
Οταν έμαθα ότι ο σχεδόν μόνιμος σκηνογράφος του Τζον Κασσαβέτη είναι Ελληνας και ζει στην Αθήνα, δεν γνώριζα τη σχέση συγγένειας των δύο ανδρών. Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ με περίμενε στο σπίτι του στο Παγκράτι με τον καφέ ζεστό, τις νότες της τζαζ μουσικής «που τόσο αγαπούσε ο Τζον» να δίνουν ρυθμό στη κουβέντα μας και τη γλυκιά λάμψη του κεριού να φωτίζει τις φωτογραφίες αγαπημένων παντού τριγύρω μας. Χρειάστηκαν περισσότερες από μια συναντήσεις για να ξεφυλλίσουμε τη ζωή του σαν φωτογραφικό άλμπουμ με πολύτιμες εικόνες αρκετών δεκαετιών καλά φυλαγμένες από τον πανδαμάτορα χρόνο αλλά και τα αδιάκριτα σχόλια. Η ζωή του ξετυλίγεται σαν κινηματογραφική ταινία που το σενάριό της ορίζεται από έναν πόλεμο, σημαντικές γνωριμίες και σπουδαίες γυναίκες στις οποίες ως γνήσιος ευγενής αναφέρεται με μεγάλη διακριτικότητα. Δεκαετία του 1920 στη Θεσσαλονίκη, Μεσοπόλεμος στην Αθήνα, στο Λονδίνο για σπουδές, στην Αλεξάνδρεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στο Παρίσι του 1950 ενάντια στην πατρική θέληση και από τα χρόνια του 1960 στην Αμερική από όπου επέστρεψε οριστικά το 1996.
Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ γεννήθηκε το 1922 στη Θεσσαλονίκη. Επαγγελματικοί λόγοι έφεραν την οικογένεια στην Αθήνα μερικά χρόνια αργότερα. Η μητέρα από την Τζια και ο πατέρας από την Πόλη, πρώτος ξάδελφος της μητέρας τού Τζον. Οι δύο οικογένειες, Κασσαβέτη και Παπαμιχαήλ, κατάγονται από τον Βόσπορο. Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ αποφεύγει τις ιδιαίτερες αναφορές στο αστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε. Αναμφισβήτητα όμως ένας νέος της εποχής με σπουδές στο Κολλέγιο Αθηνών και πατέρα βιομήχανο, και φίλο του μετέπειτα πρωθυπουργού και δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, δεν είναι κάτι που συνέβαινε συχνά. «Ο πατέρας μου μπορεί να είχε φιλική σχέση με τον Μεταξά, να έπαιζαν μπριτζ μαζί αλλά πολιτικά δεν ήτανε μαζί του. Ητανε βενιζελικός. Ετσι, το 1937, εξαναγκαστήκαμε σε “φιλική” εξορία στο Παρίσι. Από εκεί εγώ και ο αδελφός μου βρεθήκαμε εσώκλειστοι σε σχολείο στην Αγγλία όπου παρέμεινα ώσπου άρχισε ο πόλεμος. Επειδή ήμουν ο μικρότερος, ο πατέρας με προόριζε για σπουδές Οικονομικών στη London School of Economics. Ημουν πάντα καλλιτέχνης. Ηθελα να γίνω αρχιτέκτονας. Αλλά είχα ήδη γίνει ο άτακτος της οικογένειας.
Οταν οι υπόλοιποι της οικογένειας επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1939, το «μαύρο πρόβατο», με αφορμή την κήρυξη του πολέμου, κατατάχθηκε στην αγγλική αεροπορία. Ηταν μόλις 18 ετών. Ακολούθησαν τριάμισι χρόνια στο Ελληνικό Ναυτικό με βάση την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Χρόνια που σημάδεψαν τον νεαρό τότε Φαίδωνα τόσο βαθιά ώστε ακόμη και σήμερα αποφεύγει να τα συζητήσει. Η σκιά του θανάτου, η αγωνία του πολέμου, το όραμα της ελεύθερης πατρίδας και η αγάπη. Μια αγάπη στεφανωμένη με βαθύ πόνο που αλλοιώνει τη φωνή του από συγκίνηση καθώς αφηγείται. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1944, με όλη την εμπειρία του πολέμου, πιστεύοντας ότι τη δική του μάχη για την ελευθερία την είχε δώσει. Αυτή η μάχη όμως ήταν το χρέος προς την πατρίδα του.
Το χρέος προς την οικογενειακή επιχείρηση που άρχισε και πάλι να ευημερεί δεν το είχε υπολογίσει. «Βάσει της λογικής μου αλλά και της νεότητάς μου ήθελα να είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος. Δεν με ενδιέφεραν οι βιομηχανίες και όλα αυτά. Για τον καιρό εκείνο και για το κοινωνικό μας επίπεδο ήμουν επαναστάτης». Η σύγκρουση με τον πατέρα του δεν άργησε να έρθει. Αυτή ήταν και η αιτία που άρχισε να ταξιδεύει. Το πρώτο ταξίδι από τη μεταπολεμική Αθήνα έγινε το 1947 με προορισμό τη Νέα Υόρκη. Εκεί παντρεύτηκε. Ακολούθησαν και άλλοι γάμοι. Επιστροφή στην Αθήνα το 1950 και ενασχόληση με εικαστικές τέχνες. Ζωγράφιζε, έκανε εκθέσεις και από την αρχιτεκτονική βρέθηκε στη διακοσμητική και στα σκηνικά. Σπουδές στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι με διευθυντή τον Ζαν ντ’ Αρνού και μαθητευόμενος στην Κομεντί Φρανσέζ ως βοηθός σκηνογράφου. «Εκεί γνώρισα και τον Ζυλ Ντασσέν, ο οποίος πήγαινε στις Κάννες το 1955 με το “Ριφιφί”, που βραβεύτηκε κιόλας, και εγώ την ίδια εποχή ήθελα να πάω να δω τη Μελίνα στη “Στέλλα”. Ετσι πήγαμε μαζί στις Κάννες και εκεί γνώρισε τη Μελίνα ο Ζυλ. Η Μελίνα τον προσκάλεσε στην Ελλάδα και τα άλλα ίσως να τα ξέρετε καλύτερα από μένα. Αρχισε να γράφει και να γυρίζει ταινίες. Επειδή με γνώριζε από τη Κομεντί Φρανσέζ, μου ζήτησε να μπω στον κινηματογράφο. Εγώ όμως του εξήγησα ότι δεν έχω ιδέα από κινηματογράφο» θυμάται σήμερα γελώντας ο Φαίδων Παπαμιχαήλ. Αυτό δεν φάνηκε να απασχολεί τον Ντασσέν. Ηθελε δίπλα του κάποιον που να έχει καλό μάτι και να ξέρει την Ελλάδα.
Η πρώτη επαφή του Φαίδωνα με τα κινηματογραφικό πλατό έγινε με τον Ζυλ Ντασσέν στις ταινίες «Φαίδρα» και «Ποτέ την Κυριακή». «Σκηνικά, αν θυμάμαι καλά, γιατί πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, έκανε κάποιος Αστράς. Ο Ζυλ ήταν, ας πούμε, ο πρώτος μου δάσκαλος. Και επειδή κάναμε παρέα με τη Μελίνα και τον Σπύρο (σ.σ.: Μερκούρη), είπα μέσα μου “γιατί όχι; ” και το διασκέδασα περισσότερο από όλους». Το καλοκαίρι του 1963, στην «καμπάνα» της οικογένειας στη Γλυφάδα, φιλοξενήθηκαν οι αγαπημένοι συγγενείς από την Αμερική. Τότε γνώρισε ο Φαίδων τον εξάδελφό του Τζον. Ο Τζον Κασσαβέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος και ανεξάρτητος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ, είχε ήδη σκηνοθετήσει τις ταινίες «Shadows» («Σκιές», 1959), «Τοο late blues» («Οταν ο πόθος προστάζει», 1961) και «Α child is waiting» («Το παιδί μας σε περιμένει», 1963). Ηταν ένα καλοκαίρι γεμάτο μπάνια και συζητήσεις για τον κινηματογράφο. Ο Τζον μιλούσε με ενθουσιασμό για τις ταινίες που ήθελε να κάνει και παρότρυνε τον Φαίδωνα να πάει στην Αμερική για να δουλέψουν μαζί. «Αυτή ήταν η μόνη μου επαφή με τον Τζον εκείνη την εποχή» λέει ο Φαίδων Παπαμιχαήλ.
Μια από τις σημαντικές γνωριμίες της ζωής του υπήρξε ο Γουίλιαμ Π. Λίαρ Τζετ, τον οποίο γνώρισε κάνοντας σκι στην Ελβετία. «Ο Λίαρ Τζετ – της γνωστής, αργότερα, εταιρείας ιδιωτικών αεροπλάνων Lear Jet – είχε μόλις εφεύρει τον αυτόματο πιλότο και ήταν ιδιοκτήτης μιας μικρής βιομηχανίας ανταλλακτικών για αεροπλάνα. Ηταν καταπληκτικό μυαλό και πολυμήχανος εφευρέτης. Και το audio track στις κασέτες, που ξέρετε, ήταν δική του εφεύρεση. Ο Λίαρ λοιπόν μας κάλεσε οικογενειακώς για τα Χριστούγεννα – εμένα, τη γυναίκα μου Χέλγκα και τον γιο μου Φαίδωνα τον νεότερο, που ήταν τότε τριών ετών – στη βάση του, το Γουιτσιτά του Κάνσας». Οι χριστουγεννιάτικες διακοπές τού 1963 ήταν η αφορμή για να βρεθεί ο Φαίδων Παπαμιχαήλ με την οικογένειά του στο Κάνσας της Αμερικής, όπου και παρέμεινε ενάμιση χρόνο κάνοντας το χατίρι στη γερμανίδα σύζυγό του η οποία προτιμούσε να παραμείνει στην Αμερική και να εργαστεί ως γραμματεύς της συζύγου Λίαρ, ενώ ο Φαίδων ετέθη επικεφαλής του Τμήματος Διαφήμισης και Δημοσίων Σχέσεων της εταιρείας. Τα σχέδια του Λίαρ Τζετ για μια αεροπορική εταιρεία με την ονομασία Lear Line έφεραν τις δύο οικογένειες στη Λαγκούνα Μπιτς της Καλιφόρνιας και πιο κοντά στο πεπρωμένο του Φαίδωνα. Η επαφή με τον Κασσαβέτη είχε ήδη αρχίσει.
«Το σπίτι τού Τζον απείχε λίγο περισσότερο από μία ώρα με το αυτοκίνητο. Η γυναίκα μου και ο γιος μου έμειναν με τους Λίαρ και εγώ πήγα να μείνω μαζί του μερικές ημέρες. Οταν γνωριστήκαμε καλύτερα, δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Για καλή μου τύχη ούτε ο Λίαρ τα βρήκε με τους τραπεζίτες και αναγκάστηκε να πουλήσει όλη του τη βιομηχανία στον πατέρα τού Μπιλ Γκέιτς, ο οποίος τότε είχε τα ελαστικά Gates. Και έτσι μείναμε στο Χόλιγουντ με τον Τζον και αρχίσαμε τις τρέλες, γιατί ήμασταν και οι δύο τρελοί. Ημασταν όλο ιδέες». Από τότε σχεδόν σε όλες τις ταινίες του Κασσαβέτη την καλλιτεχνική διεύθυνση και τα σκηνικά έκανε ο Φαίδων Παπαμιχαήλ, σύντροφός του στα δημιουργικά ξενύχτια, στις πρόβες και στις αναγνώσεις, στις αντισυμβατικές καλλιτεχνικές επιλογές αλλά και στο τάβλι που ξεκούραζε τα δύο ανήσυχα ξαδέρφια. Μαζί από το 1965 ως το 1989, που χάθηκε ο Τζον Κασσαβέτης. Η πρώτη ταινία που έκαναν μαζί ήταν είχε τον τίτλο «Faces» («Πρόσωπα», 1968). Ακολούθησαν οι «Σύζυγοι», 1970 (με την Κολούμπια) και «Μίνι και Μόσκοβιτς», 1971 (με τη Γιουνιβέρσαλ).
Στην παρατήρησή μου ότι το όνομά του δεν υπάρχει στους τίτλους των δύο τελευταίων ταινιών, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ εξηγεί ότι στις παραγωγές των μεγάλων στούντιο όπως η Κολούμπια κ.ά. οι συντελεστές των ταινιών έπρεπε να ανήκουν στα unions, δηλαδή στα συνδικάτα. Και αυτό αποτελούσε έναν αυστηρό κανόνα στο Χόλιγουντ. «Εγώ δεν ήμουν ποτέ εγγεγραμμένος στο συνδικάτο και δεν θέλησα ποτέ να το κάνω. Ο Τζον πλήρωνε έναν art director αλλά είχε εμένα κοντά του. Γι’ αυτό και σε πολλές ταινίες δεν θα βρείτε το όνομά μου. Είναι κάτι που δεν με πείραζε. Αυτό που με ένοιαζε ήταν να κάνουμε ταινίες με τον Τζον».
Για τον αγαπημένο του εξάδελφο ο Τζον Κασσαβέτης ήταν πρωτοπόρος και επαναστάτης. Δεν έπαιζε ούτε με εφέ ούτε έκανε μπίζνες. Εκανε κινηματογράφο με ψυχή. «Εκείνη την εποχή δεν μας ένοιαζαν ούτε τα οικονομικά. Ζούσα με τον Τζον σπίτι του, είχαμε δύο μουβιόλες στο γκαράζ και κάναμε μοντάζ, γράφαμε συνέχεια ως τα ξημερώματα και κατέβαινε η Τζίνα με το νυχτικό και μας μάλωνε που δεν είχαμε κοιμηθεί ακόμη…» αναπολεί χαμογελώντας ο Φαίδων Παπαμιχαήλ. Η συζήτηση μεταφέρεται στη σχέση του Κασσαβέτη με τη Ρόουλαντς. «Η Τζίνα ήταν πάρα πολύ ερωτευμένη μαζί του αλλά δεν ήταν ποτέ τόσο ελεύθερη και αυθόρμητη όσο θα ήθελε ο Τζον. Εμένα η Τζίνα με αγαπούσε αλλά και με φοβόταν. Νόμιζε ότι παρέσυρα τον Τζον μακριά από την οικογένεια και ότι τον απασχολούσα πολύ. Νομίζω ότι επειδή μου άρεσαν οι ωραίες γυναίκες, η Τζίνα φοβόταν ότι μπορούσα να παρασύρω τον Τζον. Δεν ήταν σοβαρά πράγματα αυτά. Ηταν ζήλιες…».
Η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει να ήταν ένα πολύ ωραίο ντουέτο με τον Τζον. Ωραίοι, ατίθασοι, δημιουργικοί, γοητευτικοί… Δύσκολο να τους αντισταθεί κανείς. Το βλέπω και τριγύρω μου. Πρόσωπα ωραίων γυναικών κοσμούν το περιβάλλον και τις αναμνήσεις του κομψού συνομιλητή μου, ο οποίος συχνά αναγκάζεται να διακόψει τη συνομιλία μας για να απαντήσει στο τηλέφωνο. Κανονίζει συναντήσεις, διακοσμεί το σπίτι κάποιου φίλου, συζητεί το ενδεχόμενο μελλοντικής παραγωγής ενός έργου του Τζον με γνωστή κυρία του θεάτρου και του κινηματογράφου, διαβάζει σενάρια και προσπαθεί να βοηθήσει τους νέους όσο μπορεί. Εκτιμά ότι η Ελλάδα έχει ταλέντα σε όλους τους χώρους – σκηνοθέτες, σκηνογράφους, φωτογράφους, ηθοποιούς – αλλά ως τώρα γίνονταν λίγες ταινίες και η αγορά στην οποία απευθύνονται είναι πολύ μικρή λόγω της γλώσσας. Θα πρότεινε ακόμη και το ρίσκο μιας ελληνικής ταινίας στην αγγλική γλώσσα! «Το είχα πει κάποτε και στον Κουν, με τον οποίο ήμασταν φίλοι, ότι στη σχολή του η εκμάθηση δεύτερης γλώσσας θα έπρεπε να είναι υποχρεωτική για τους ηθοποιούς. Οι πιο πολλοί όμως δεν ήθελαν. Είναι κρίμα να περιορίζεται ένα ταλέντο στην Ελλάδα εξαιτίας της γλώσσας. Το κουβεντιάζαμε και με τη Μελίνα, η οποία γνώριζε αγγλικά και γαλλικά. Πολλοί λίγοι ηθοποιοί της εποχής ήξεραν. Και όταν μάθαιναν το έκαναν για να είναι συνεπείς στις κοσμικές τους υποχρεώσεις και όχι για το επάγγελμά τους».
Δεν παραλείπει όμως να αναφερθεί και στον σκληρό κόσμο του Χόλιγουντ. Το ταλέντο εκεί συμβαδίζει με το στρες. Το διαρκές άγχος να διατηρήσεις την κορυφή που μόλις πάτησες. Δεν θέλει να γίνει πιο συγκεκριμένος αλλά σημειώνει διακριτικά ότι στην τελευταία ταινία που φωτογράφησε ο Φαίδων ο νεότερος, με την Τζούλια Ρόμπερτς, την Κάθριν-Ζέτα Τζόουνς και άλλα μεγάλα ονόματα, πολλοί από τους ηθοποιούς είχαν τις νοσοκόμες τους από κοντά. Ποσοστό της τάξεως του 75% από τους «εκλεκτούς του Χόλιγουντ» είναι εθισμένο στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά. Σε έναν κόσμο αφθονίας, λάμψης, ισχύος και ιλουστρασιόν ψευδαισθήσεων, τι θα μπορούσε να κινητοποιήσει, ενδεχομένως, το ενδιαφέρον των αμερικανών παραγωγών; Ο Φαίδων Παπαμιχαήλ ακούγεται σίγουρος. «Ενα σενάριο με πρωτοτυπία. Μια ιστορία που να προτείνει κάτι νέο και να έχει κάτι δικό της. Τώρα θέλουν πιο ανθρώπινα πράγματα. Κουράστηκε ο κόσμος από τα εφέ. Θέλουν δράματα, αγάπες, έρωτες. Θέλουν καθημερινή ζωή, όπου ο θεατής θα μπορεί να ταυτιστεί». Προτού επιστρέψει στην Ελλάδα, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ συνεργάστηκε και με άλλους σκηνοθέτες. Στην τελευταία του δουλειά, την ταινία «Unhook the stars», πρωταγωνιστούν ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ, η Μαρίζα Τομέι και η Τζίνα Ρόουλαντς. Ηταν η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Νικ Κασσαβέτης, γιου του Τζον, ενώ στη διεύθυνση φωτογραφίας ήταν ο δικός του γιος, ο Φαίδων Παπαμιχαήλ ο νεότερος, καταξιωμένος και περιζήτητος διευθυντής φωτογραφίας στο Χόλιγουντ σήμερα. Οι οικογένειες βρέθηκαν και πάλι μαζί, τα τρίτα ξαδέρφια που μεγάλωσαν παρέα συνεργάζονται αρμονικά, μόνο που από την καλλιτεχνική παρέα και προσωπικά από όλους έλειπε ο Τζον.
