Αν στη Γαλατία υπήρξε ένα χωριό που αντιστάθηκε στους Ρωμαίους (εκείνο του Αστερίξ), στη Νότια Εύβοια υπήρξαν 65 οικισμοί που αντιστάθηκαν σθεναρά στους «εχθρούς» (το ότι υπήρξαν Τούρκοι είναι ήσσονος σημασίας). Τα εν λόγω αρβανιτοχώρια είναι πρότυπα αυτοσυντήρησης καθώς επί έξι αιώνες διέσωσαν τον πολιτισμό που μετέφεραν από την Ιλλυρία γη. Η ιστορία τους καταγράφεται στο βιβλίο Εύβοια, Τα Αρβανίτικα του Τίτου Γιοχάλα, ο οποίος συνδύασε την έρευνα στο πεδίο με την ακαδημαϊκή γνώση τριακονταετίας. Ο συγγραφέας, έχοντας εκπονήσει διδακτορικό με θέμα τη μετανάστευση των Αλβανών στην Ελλάδα, μελέτησε στη συνέχεια τη διασπορά τους στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία. Το 2000 δημοσίευσε μελέτη με θέμα Ανδρος, Αρβανίτες και Αρβανίτικα, της οποίας η παρούσα αποτελεί φυσική συνέχεια. Η μελέτη του Τίτου Γιοχάλα έχει ενδιαφέρον επικαιρότητας – όχι όμως λόγω της μετακίνησης μετα-χοτζεϊκών Αλβανών προς τον Νότο. Εχει ενδιαφέρον για το πώς επιβιώνει ένας μικρο-πολιτισμός μέσα στο υπερισχύον έθνος. Χρειάζεται λοιπόν ο αποκλεισμός (γεωγραφικός και πολιτικός) για να μη ζήσει μια φυλή την «ομογενοποίηση»; Η περίπτωση των Αρβανιτών της Εύβοιας μπορεί να αξιοποιηθεί ως επιστημονικό παράδειγμα.
Οι Αρβανίτες βρέθηκαν στην Εύβοια στο κομμάτι όπου στενεύει η νήσος και γίνεται κακοτράχαλη, στη νοητή γραμμή από το Αλιβέρι ως το Αυλωνάρι. Κατευθύνθηκαν εκεί κατόπιν ενετικής «προσκλήσεως» που προέτρεπε γένη ιππέων, αλβανών και άλλων («Albanese et alia gens equestris»), να εγκατασταθούν στην Εύβοια. Προϋπόθεση, σε κάθε άνδρα έποικο να αντιστοιχεί ένα άλογο. Αντάλλαγμα, η γη και οι φορολογικές απαλλαγές. Καθήκον, η απώθηση ανεπιθύμητων αρπακτικών. Οι Αρβανίτες δεν είχαν δικαίωμα να κατοικούν στα κάστρα, έπρεπε να δηλώσουν την υποταγή και να προστρέξουν στην προστασία των αφεντάδων τους. Η εγκατάστασή τους τοποθετείται στις αρχές του 15ου αιώνα. Η εξουσία άλλαξε πολλές φορές χέρια ώσπου να φτάσει στα χωράφια τους ο πρώτος μελετητής, να δει τι απέγιναν οι απόγονοι των επηλύδων. Ο Τίτος Γιοχάλας επιχείρησε να χαρτογραφήσει τα αρβανιτοχώρια πρώτη φορά το 1987. Αναφέρει στον πρόλογό του: «Αρχίζοντας από το βορειότερο αρβανιτόφωνο χωριό, την Αχλαδερή, και κατεβαίνοντας προς νότο ένα-ένα τα χωριά, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω από κοντά τους ανθρώπους και να καταγράψω τη γλώσσα, τα τραγούδια, τη ζωή και τα βάσανά τους. Και όμως αυτοί οι τυραννισμένοι από τις σκληρές αγροτικές εργασίες άνθρωποι έδειχναν μια ψυχή καλοσυνάτη. Σε έμπαζαν στο σπίτι τους. Σε κερνούσαν κρασί. Σου άνοιγαν την καρδιά τους. Εφτασα έτσι μέχρι την Κάρυστο».
Ο μελετητής δεν κατάφερε στην πρώτη περιήγηση να προχωρήσει στα απροσπέλαστα χωριά του Κάβο Ντόρο και επέστρεψε άπρακτος. «Επιχείρησα όμως ξανά τον Αύγουστο του 2001 το εγχείρημα που στάθηκε για μένα μια αποκάλυψη. Αυτοί οι απομονωμένοι άνθρωποι που άκουγαν μέχρι προ ολίγου τη θεία λειτουργία από μαγνητόφωνο με μπαταρίες, γιατί δεν είχαν ούτε παπά ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, απομονωμένοι στην άγρια φύση, ζωσμένοι από μια θάλασσα ταραγμένη και αφιλόξενη, αντί να έχουν μεταβληθεί σε μισανθρώπους και ανήμερα θηρία σε περίμεναν σαν ορθόκορμα πλατάνια μ’ ένα πλατύ χαμόγελο ψυχής ανοιχτής, αιγαιοπελαγίτικης. Με μεγάλη προθυμία έπαιρναν τη λύρα ή την τσαμπούνα για να σου παίξουν κι έλυναν την ψυχή τους για να σου τραγουδήσουν τα τραγούδια τους, ελληνικά ή αρβανίτικα». Τι απέμεινε λοιπόν από τους ιππείς του 1425 μ.Χ.; Επιβίωσε η γλώσσα (το σημαντικότερο δηλαδή εργαλείο στην κοινωνία της πληροφορίας). Μαζί με τις λέξεις διατηρήθηκε και ένα ιδιότυπο σύστημα επικοινωνίας από βουνοπλαγιά σε βουνοπλαγιά. Οι Αρβανίτες επικοινωνούσαν με σφυρίγματα, τα οποία ηχογραφήθηκαν και συνοδεύουν την έκδοση σε μορφή ψηφιακού δίσκου. Ολόκληρες στιχομυθίες καταγράφονται με τον ιδιότυπο αυτόν κώδικα.
Το βιβλίο του Τίτου Γιοχάλα χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο γίνεται γεωφυσική περιγραφή του χώρου και παρατίθενται τα τοπωνύμια (στην αρβανίτικη και εξελληνοποιημένη μορφή), τα οικογενειακά ονόματα όπως εμφανίζονται σε οθωμανικά κατάστιχα και σε σημερινά δημοτολόγια. Στο δεύτερο μέρος – που είναι και το πιο «ζουμερό» για τον μέσο αναγνώστη – υπάρχουν οι αφηγήσεις των χωρικών στο πρωτότυπο και σε μετάφραση. Η οργάνωση του υλικού γίνεται με τον πιο ορθολογιστικό τρόπο: αναφορά στο όνομα του χωριού και δημοσίευση των ιστοριών ανά κοινότητα. Αντλούμε το παράδειγμα από τα Κουτουμουλά. Οι ντόπιοι λένε ιστορίες με θέμα: παραγωγή λαδιού, λιοτρίβι – αρτοποιία – επεξεργασία μαλλιού, αργαλειός – ξεμάτιασμα – ατυχής ερωτική ιστορία. Αντιγράφω την περιγραφή του ξεματιάσματος: «Παίρνουμε το αλάτι και λέμε λόγια. Το ξεματιάζουν το παιδί, τρεις φορές το κάνουν. Ανοίγουν το στόμα και χασμουριούνται (η ξεματιάστρα και το παιδί). Και αν χασμουριούνται πολύ, είναι ματιασμένο το παιδί». Υπάρχουν πολλές ιστορίες που παρουσιάζονται ως μικρά διηγήματα: εμπειρίες με ξένους επισκέπτες, αναμνήσεις από τα παιδικά χρόνια, παραβολές που αναπαράγονται σαν παλιά, ομηρική συνήθεια. Το τρίτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από γλωσσάρι (τα αρβανίτικα της Νότιας Εύβοιας) έκτασης 343 σελίδων. Να επισημάνουμε την παράλειψη φωνητικής απόδοσης που ενδεχομένως θα φαινόταν χρήσιμη στους εκδρομείς-εξερευνητές της περιοχής. Επί παραδείγματι, γίνεται αναφορά στο «shqize» (την ευθεία σχισμή στο αφτί των αιγοπροβάτων για αναγνώριση του κοπαδιού) αλλά ο φιλομαθής αναγνώστης δεν έχει οδηγίες για την προφορά της λέξης. (Είναι μήπως αναιδής η απαίτηση να μάθουμε αρβανίτικα άνευ διδασκάλου;) Η ανάγνωση (έστω το ενδελεχές ξεφύλλισμα) του βιβλίου του Τίτου Γιοχάλα δίνει στον αναγνώστη την αίσθηση της πληρότητας. Η περιοχή χαρτογραφείται, η ιστορία γράφεται, οι άνθρωποι σκιαγραφούνται. Η σκληροτράχηλη Νότια Εύβοια μοιάζει στον απολογισμό ελκυστική. Οσο για το ζήτημα της αφομοίωσης των αρβανιτοφώνων, παραμένει το ερώτημα: Θα διατηρήσουν τα γνωρίσματα του γένους, όπως τα κατάφεραν τόσους αιώνες (μαζί με τους Βλάχους, τους Πομάκους, τους Ρομά), ή θα αφομοιωθούν στον μαγικό κόσμο του «greenlish»; keza@tovima.gr
