Ο ωραίος καουμπόι
Χολιγουντ, Σεπτέμβριος.
Οι ρυτίδες είναι λίγο περισσότερες, τα ξανθά μαλλιά όμως εξακολουθούν να πέφτουν ατίθασα στο μέτωπό του. Και το χαμόγελο είναι πάντα το ίδιο. Οπως και η έκφραση των γαλάζιων ματιών. Λένε ότι είναι ο άνθρωπος με τα 100 πρόσωπα. Φόρεσε τα κολεγιακά μπλουζάκια του Χάμπελ Γκάρντερ στα «Καλύτερά μας χρόνια», τα υπέροχα κοστούμια του υπέροχου Τζέι Γκάτσμπι, τα καθημερινά του Τζο Τέρνερ στις «Τρεις ημέρες του Κόνδορα», τα ρούχα της φυλακής του Χένρι Μπρουμπέικερ, τα σαφάρι του Ντένις Φιντς Χάτον στο «Πέρα από την Αφρική», τα κοστούμια του εισαγγελέα στο «Τρεις και μοναδικοί», τα σπορ του Τζακ Γουέιλ στην «Αβάνα», το σμόκιν του Τζον Γκέιτζ στην «Ανήθικη πρόταση». Τα ρούχα που του πηγαίνουν όμως περισσότερο φαίνεται να είναι εκείνα του καουμπόι.
Με αυτά έγινε γνωστός στο πλατύ κοινό ως Σάντανς Κιντ στους «Δύο ληστές» και ως Τζερεμία Τζόνσον, ο αλύγιστος. Με αυτά περνά τις περισσότερες ώρες του στο ράντσο του στη Γιούτα. Με αυτά επιστρέφει τώρα στη μεγάλη οθόνη, για πρώτη φορά μπροστά και πίσω από τον φακό. Ο Τομ Μπούκερ είναι «Ο γητευτής των αλόγων». Και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είναι ο σταρ που τον ενσαρκώνει σκηνοθετώντας για πρώτη φορά τον εαυτό του. Ο γητευτής της Δύσης
Η αμερικανική Δύση τον γοήτευε από μικρό. Από τότε που, 5-6 ετών, η μητέρα του τον πήγαινε με το αυτοκίνητο από το Λος Αντζελες, όπου ζούσαν, στον παππού του στο Τέξας. Τότε είχε δει για πρώτη φορά αληθινούς Ινδιάνους. «Διασχίζαμε αυτές τις απέραντες εκτάσεις που με μάγευαν» θυμάται. «Αργότερα άρχισα να διαβάζω για τη Δύση. Σιγά σιγά κατάλαβα ότι η Δύση των γουέστερν, αυτή που βλέπαμε στις ταινίες του Χόλιγουντ, δεν είχε καμία σχέση με την αληθινή Δύση. Αυτή η αληθινή Δύση είναι εκείνη που πάντοτε με μάγευε και τραβούσε το ενδιαφέρον μου. Γι’ αυτό αγόρασα εκτάσεις στη Γιούτα, γι’ αυτό εγκαταστάθηκα εκεί και άρχισα να εκτρέφω άλογα».
Γι’ αυτό επέλεξε και το συγκεκριμένο θέμα για την καινούργια ταινία του. Το μπεστ σέλερ του Νίκολας Εβανς για τον άνδρα που ημέρευε τα άλογα ψιθυρίζοντας στο αφτί τους είχε όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να τον τραβήξουν. «Με τράβηξαν η ιστορία και τα πρόσωπα. Ο τίτλος αναφέρεται στη σχέση ενός ανθρώπου και ενός αλόγου, το έργο όμως επεκτείνεται και στις ανθρώπινες σχέσεις. Με τράβηξε αυτή η διαδρομή μύησης στη διάρκεια της οποίας ο καθένας από τους πρωταγωνιστές προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του. Με τράβηξε επίσης η προσέγγιση της δυναμικής της οικογένειας, η δυσκολία έκφρασης των συναισθημάτων και της υφής της Δύσης. Το μυθιστόρημα βασίζεται σε μια αντίθεση της Ανατολής με τη Δύση στις ΗΠΑ, μια διχοτόμηση που καταλαβαίνω πολύ καλά αφού έχω γεννηθεί στις δυτικές πολιτείες».
Τον τράβηξε ίσως και μια ταύτιση σε ένα βαθμό με τον ήρωα του μυθιστορήματος. Λατρεύει τα άλογα. Τα εκτρέφει στο ράντσο του στη Γιούτα, ασχολείται με αυτά. Λέει μάλιστα ότι, παρ’ όλο που αυτή η πρακτική των καουμπόι της Αμερικής να εξημερώνουν τα άλογα ψιθυρίζοντας στο αφτί τους δεν του ήταν τόσο πολύ γνωστή, την έχει χρησιμοποιήσει ορισμένες φορές και ο ίδιος, όχι όμως με την ένταση που τη χρησιμοποιεί ο ήρωας της ταινίας του. Ιππεύει πολύ. Το αγαπημένο του άλογο λέγεται Εμπονι και είναι ένα φοξ τρότερ Μισούρι μαύρο σαν τον έβενο.
Κάθε φορά που γυρίζει μια ταινία ή βρίσκεται μακριά από τη Γιούτα δεν βλέπει την ώρα να γυρίσει πίσω για να ξαναβρεί, όπως λέει, τον εαυτό του κάνοντας βόλτες με το άλογό του έξι-επτά ώρες συνέχεια. Οταν ωστόσο τον ρωτάνε μια ερώτηση που επαναλαμβάνεται συχνά αυτόν τον καιρό αν μοιάζει με τον Πατ Μπούκερ, τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος και της ταινίας του, η απάντησή του είναι επιφυλακτική: «Ας πούμε ότι έχω ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του. Κατοικώ στη Δύση, έχω άλογα, δεν έχω όμως μια τόσο ακραία συμπεριφορά. Θα ήθελα να έχω λίγη από τη σοφία του και τη λογική του».
Ο ρόλος αυτός ήταν τόσο συναρπαστικός που τον έκανε για πρώτη φορά να αναλάβει το διπλό έργο του ηθοποιού και του σκηνοθέτη. «Ποτέ δεν πίστευα ότι θα κατόρθωνα να δουλέψω και από τις δύο πλευρές της κάμερας ταυτοχρόνως. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει μια απόσταση και μια οξυδέρκεια που θεωρούσα ότι δεν έχω. Ο Κλιντ Ιστγουντ και ο Γούντι Αλεν το καταφέρνουν πολύ καλά, εγώ όχι. Γνωρίζοντάς με και γνωρίζοντας τι τύπος σκηνοθέτη και τι τύπος ηθοποιού είμαι, είχα αποφασίσει να μην ανακατέψω ποτέ αυτά τα δύο μεταξύ τους. Αλλαξα όμως γνώμη γιατί αυτός ο ρόλος ήταν υπέροχος, πολύ σπάνιος και στην ηλικία μου για να τον αφήσω να περάσει έτσι. Μπορεί να ακούγεται αλαζονικό, δεν μπορούσα όμως να εμπιστευθώ κανέναν άλλον εκτός από εμένα για να παίξει ένα θέμα που μου ήταν τόσο οικείο και για να τον σκηνοθετήσω. Δεν είμαι όμως βέβαιος ότι είναι κάτι που θα έκανα ξανά ευχαρίστως». Κούρσες αλόγων
Ο ωραίος καουμπόι έχει και πολιτικές και οικολογικές ανησυχίες. Κάποτε τον είχαν κατηγορήσει και για πολιτικές φιλοδοξίες. Σήμερα δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν φιλοδοξεί να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Από την άλλη, όμως, τονίζει εξίσου καθαρά ότι σκοπεύει να συνεχίσει την ενεργό πολιτική δραστηριότητά του για τη διάσωση μιας Αμερικής και ενός περιβάλλοντος που απειλούνται με εξαφάνιση. Για την προστασία του περιβάλλοντος έχει ιδρύσει το Institute for Resources Management. Για τη δε Αμερική και την αθωότητα που χάνεται μιλάει σε κάθε του ταινία, από το «Το ποτάμι κυλάει ανάμεσά μας» ως το «Quiz Show» και ακόμη περισσότερο τώρα, στον «Γητευτή των αλόγων».
«Ο γητευτής των αλόγων» τού έδωσε την ευκαιρία να προβάλει στο κοινό την αμερικανική Δύση που αγαπά. «Αυτή η ταινία μού επέτρεψε να δείξω τη Δύση έτσι όπως την ξέρω και τη ζω. Εκεί όπου ζω, στο Σάντανς, αρκεί να ανοίξω την πόρτα μου για να δω ελάφια και ζαρκάδια ελεύθερα στο φυσικό τους περιβάλλον». Η Δύση αυτή ωστόσο πεθαίνει, είναι καταδικασμένη και αυτό είναι, κατά τη γνώμη του, ζήτημα χρόνου. «Δεν βρισκόμαστε πλέον στο στάδιο του να αναρωτιόμαστε αν αυτός ο τρόπος ζωής απειλείται: είναι ήδη υπό εξαφάνιση. Ολα αυτά που έβλεπα μικρός, όλη αυτή η ζωή, οι κτηνοτρόφοι, οι αγρότες, τα τεράστια κοπάδια, σήμερα αποδεκατίζονται σιγά σιγά από την οικονομική ανάπτυξη, την οικοδόμηση, τα μεταλλεία, την πληροφορική. Σε 20 χρόνια η ζωή αυτή θα έχει εξαφανισθεί εντελώς».
Για να περιγράψει την ανησυχία του για το μέλλον του περιβάλλοντος και του πλανήτη δανείζεται συνήθως εικόνες και ορολογία από το άλλο αγαπημένο του θέμα, τα άλογα. «Είναι αστείο το πόσο ο αγώνας αυτός μοιάζει με μια κούρσα αλόγων. Από τη μια πλευρά υπάρχουν όλο και περισσότεροι υπερασπιστές του περιβάλλοντος, από την άλλη όμως υπάρχει η δύναμη των βιομηχανιών που έχουν το χρήμα και ελέγχουν περισσότερο την κατάσταση. Επειδή αισθάνονται τον αντίπαλο σε απόσταση αναπνοής, επιταχύνουν διαρκώς την ανάπτυξή τους. Το ζήτημα είναι να βρούμε λύσεις προτού πεθάνει η φύση. Εγώ όμως είμαι αισιόδοξος. Αν ήμουν απολύτως απαισιόδοξος και κυνικός, θα έκανα τώρα μια κοσμική ζωή, θα γλεντούσα, θα έπινα, θα ζαλιζόμουν». Ο ηλικιωμένος Γούντγουορντ
Αντιθέτως, τώρα ζει μια ζωή μετρημένη έχοντας καταφέρει επί σχεδόν 30 χρόνια να κρατήσει μακριά του τα φώτα της δημοσιότητας. Θεωρεί ότι αυτό είναι αρκετά δύσκολο, ειδικά όταν η διασημότητα συνδέεται με την ομορφιά. «Το να είναι κανείς διάσημος είναι κάτι που κολακεύει τρομερά, μπορεί όμως να είναι εξαιρετικά επικίνδυνο όταν η φήμη αυτή είναι συνδεδεμένη με την εξωτερική εμφάνιση. Αν τη χρησιμοποιήσεις περισσότερο από όσο πρέπει είναι τεράστιο λάθος γιατί δεν διαρκεί για πάντα. Στην αρχή δεν ήξερα πώς να χειρισθώ αυτή την προσοχή. Αργότερα αποφάσισα να επωφεληθώ από αυτήν. Γρήγορα όμως άρχισε να μη μου αρέσει. Σήμερα είμαι πιο ηλικιωμένος, η προσοχή προς το πρόσωπό μου δεν είναι τόσο διαρκής και έτσι είναι καλύτερα. Δεν βλέπω τον εαυτό μου καθόλου με τον τρόπο που με βλέπει ο κόσμος».
Ο τρόπος που προβάλλονται τα όσα έρχονται στη δημοσιότητα τον ενοχλεί ακόμη περισσότερο. Εχει άλλωστε ένα παρελθόν ως ο ρεπόρτερ Μπομπ Γούντγουορντ στο «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου», την ταινία με θέμα το σκάνδαλο του Γουότεργκεϊτ. Θεωρεί ότι τότε οι άνθρωποι του Τύπου έκαναν καλύτερα τη δουλειά τους και ήταν περισσότερο προσκολλημένοι στις ηθικές αρχές. «Μου είναι πολύ δύσκολο να πιστέψω ότι μέσα σε 23 χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει σε τέτοιο βαθμό. Τι βλέπετε στο “Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου”; Δύο δημοσιογράφους που προσπαθούν όλη την ώρα να επαληθεύσουν τις πηγές τους. Ενα μεγάλο μέρος του σεναρίου βασιζόταν στη θέλησή τους να είναι ακριβείς, στην πεποίθησή τους ότι είχαν στα χέρια τους μια αποκλειστικότητα υψίστης σημασίας και ότι δεν μπορούσαν να τη δώσουν στη δημοσιότητα αν δεν είχαν μαζέψει όλα τα απαραίτητα κομμάτια. Αυτή η προϋπόθεση έχει όλο και λιγότερη σημασία σήμερα γιατί πλέον τις περισσότερες φορές το θέμα δεν είναι η δεοντολογία αλλά μια σκηνοθεσία της είδησης εις βάρος κάθε αλήθειας».
Ο Μπομπ Γούντγουορντ δεν έχει ξεχάσει τις δημοσιογραφικές αρχές, παρ’ όλο που σήμερα φοράει το καπέλο του καουμπόι. Τι είναι εκείνο που αγαπούν περισσότερο και οι δύο, τι είναι εκείνο που αγαπά περισσότερο ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ; Η απάντηση είναι μονολεκτική: «Η ελευθερία».
