Στη μέση της θητείας του, ο Φρανσουά Ολάντ έχει βυθιστεί στο βαθύτερο σημείο μίας πολιτικής κρίσης που έχει τις απαρχές της στην ανάληψη της ηγεσίας από τους Σοσιαλιστές και πλέον δεν αφήνει περιθώρια να μείνει χωρίς αντιμετώπιση. Η ρήξη με τον υπουργό Οικονομίας αποτιμάται ως η πιο ορατή πλευρά της μάχης στο εσωτερικό των Σοσιαλιστών για τη λιτότητα και το μείγμα της οικονομικής πολιτικής που καλείται να ακολουθήσει το Παρίσι.

Ο Αρνό Μοντεμπούργκ, μέχρι τη Δευτέρα υπουργός Οικονομίας, είναι γνωστός τόσο για το αιχμηρό του ύφος όσο και για την θέση του στο ευρύ πεδίο που συνθέτει τους γάλλους Σοσιαλιστές: Έχει τη φήμη πολιτικού που ανήκει στο αριστερό στρατόπεδο, και η απήχησή του βασίζεται σε εκείνο το ρεύμα των μελών και ψηφοφόρων του κόμματος.

Στην περίφημη συνέντευξή του το Σαββατοκύριακο, η οποία και τη Δευτέρα έριξε την αυλαία στο κυβερνητικό σχήμα, εξέφρασε με ακόμη πιο σαφή τρόπο τις ούτως ή άλλως πάγιες επικρίσεις του στην οικονομική πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία: Μιλώντας για «παγίδα γερμανικής λιτότητας», κάλεσε ουσιαστικά εκ νέου σε αλλαγή πορείας.

Ο υπουργός ήταν μέλος της γαλλικής κυβέρνησης ήδη επί πρωθυπουργίας Ερό και έμεινε και με τον Μανουέλ Βαλς -ο ρόλος του αναβαθμίστηκε μάλιστα σε υπουργό Οικονομίας. Πάντοτε όμως θεωρείτο ταυτόχρονα εντός και εκτός της κυβέρνησης: Μαζί με άλλα στελέχη από το λεγόμενο αριστερό στρατόπεδο, όπως τον Μπενουά Αμόν (υπουργός Παιδείας) εξέφραζε επιφυλάξεις για την πολιτική Ολάντ από κυβερνητικά έδρανα.

Η ανοικτή αμφισβήτηση όμως της πορείας που ακολουθεί το Παρίσι ήταν «κίτρινη γραμμή» για τον πρωθυπουργό Μανουέλ Βαλς, όπως άφησε ο ίδιος να διαρρεύσει μέσω του περιβάλλοντός του. Η απομάκρυνση όλης της κυβέρνησης και η εντολή που έδωσε ο Ολάντ στον Βαλς να παρουσιάσει νέο σχήμα την Τρίτη ήταν μία κίνηση που πρώτα από όλα στόχευε να δείξει ποιος έχει τα ηνία.

Το πρόβλημα όμως δεν περιορίζεται σε καμία περίπτωση στον Μοντεμπούργκ ή τους υπόλοιπους που έχουν επιφυλάξεις σε κυβέρνηση ή Εθνοσυνέλευση. Η υπόθεση έγινε η ορατή έκφανση των περιορισμών που είχε εξαρχής η απόπειρα του Ολάντ να κυβερνήσει διά του συγκερασμού των τάσεων στο Σοσιαλιστικό κόμμα.

Και αυτό σε ένα έδαφος με πολύ πιεστικές προκλήσεις: H γαλλική ηγεσία δεν έχει καταφέρει να αντιστρέψει σημαντικά το κλίμα ούτε στην αγορά εργασίας ούτε στην πορεία των οικονομικών δεικτών. Το γαλλικό ΑΕΠ έχει μείνει στάσιμο, και οι στόχοι για μετριοπαθή ανάπτυξη φέτος υποβαθμίστηκαν ακόμη χαμηλότερα ενώ τα δημοσιονομικά μεγέθη βελτιώνεται πιο αργά από ό,τι ήταν ο αρχικός στόχος: Οι λόγοι για αισιοδοξία σπανίζουν.

Πιο χαρακτηριστικά, η Monde στην ανάλυσή της γράφει: «Είναι μία κρίση που δείχνει την αδυναμία της Αριστεράς, την ανετοιμότητά της να αντιμετωπίσει την κρίση και να την υπερβεί συλλογικά», βλέποντας «μία Αριστερά του ο «σώζων εαυτόν σωθήτω»».

Στην καρδιά αυτής της πολιτικής κρίσης βρίσκεται, όπως τονίζει η Liberation, η μάχη γύρω από την λιτότητα. Ο Μοντεμπούργκ βρήκε στήριξη από τμήμα όχι μόνο των βουλευτών αλλά και της ευρύτερης Αριστεράς -των ενώσεων εργαζομένων μη εξαιρουμένων- στην έκκλησή του να περάσουν σε δεύτερη μοίρα οι πολιτικές για μείωση του ελλείμματος.

Πώς προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κατάσταση ο Ολάντ: Με βήματα που στόχευαν στη σωστή ισορροπία μεταξύ πολιτικών ανάπτυξης και δημοσιονομικής εξυγίανσης. Η άσκηση ισορροπίας αυτή καθρεφτιζόταν στη μέχρι πολυσυλλεκτικότητα των κυβερνητικών σχημάτων.

Όμως, όπως ερμηνεύουν την Τρίτη τα περισσότερα ευρωπαϊκά ΜΜΕ την κατάσταση, η πολιτική κατέληξε από συμβιβαστική να μοιάζει αναποφάσιστη: Το ένα βήμα εξόργιζε την αριστερή πτέρυγα ως δώρο στους εργοδότες, το άλλο επέβαλε λιτότητα εκεί που στις εξαγγελίες του ο Ολάντ υπόσχονταν υπέρβασή της.

Ο γάλλος πρόεδρος «απέφευγε όποτε μπορούσε να επιλέξει την σαφήνεια από την αμφισημία, και κυβερνούσε με αυτές τις αντιφάσεις» γράφει ο βρετανικός Economist, που βλέπει όμως το αποτέλεσμα μονοσήμαντο: «Κυριαρχεί η σύγχυση».

Πλέον, δεν υπάρχει περιθώριο για τέτοιες επιλογές, που σήμερα χαρακτηρίζονται ως απόπειρα να κρυφτούν οι εσωτερικές αντιθέσεις κάτω από το χαλί. Η επόμενη κυβέρνηση, που αναμένεται να παρουσιαστεί την Τρίτη, θα «κινείται στην κατεύθυνση που έχει χαράξει ο πρόεδρος» είχε αναφέρει στην εξαιρετικά λιτή του ανακοίνωση το Μέγαρο των Ηλυσίων την Δευτέρα.

Η οικονομία είναι μόνο το ένα σκέλος της κρίσης. Η συνεχώς όλο και χαμηλότερη δημοτικότητα του Ολάντ, εξαιτίας της οικονομικής στασιμότητας, είναι η μάλλον δευτερεύουσα επίπτωση του σκηνικού που έχει φέρει τις απανωτές πολιτικές πανωλεθρίες στη γαλλική κάλπη -πρώτα στις αυτοδιοικητικές, και έπειτα στις ευρωεκλογές.

Έτσι, το γερμανικό Spiegel γράφει ότι ο Ολάντ «βρίσκεται, στα δυόμισι χρόνια, κιόλας στο τέλος της πενταετούς θητείας του». «Η επόμενη πρόεδρος μπορεί να λέγεται ακόμη και Μαρίν Λεπέν» γράφει, ίσως με μία δόση υπερβολής το περιοδικό, θυμίζοντας όμως εύστοχα το εκρηκτικό πολιτικό σκηνικό που έχει διαμορφωθεί στο Παρίσι.