Απεγνωσμένη προσπάθεια να καταλήξουν σε κοινή γραμμή στην ουκρανική κρίση καταβάλουν από το μεσημέρι της Δευτέρας οι υπουργοί Εξωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ ομάδων κρατών σχετικά με το πόσο σκληρή γλώσσα πρέπει να χρησιμοποιηθεί ή όχι εναντίον της Ρωσίας. Το βασικό ερώτημα είναι μέχρι ποιο σημείο θα φθάσουν οι «28» στις σχεδιαζόμενες κυρώσεις («στοχευμένα μέτρα» – targeted measures – όπως είναι η σχετική κοινοτική ορολογία).

Ωστόσο, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το μόνο μέτρο που φαίνεται ότι θα ληφθεί είναι το πάγωμα των συνομιλιών για τη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος θεωρήσεων μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας. Και αυτό καθώς μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, προεξάρχουσης της Γερμανίας, δεν επιθυμούν να κοπούν οι γέφυρες με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, παρά τις πιέσεις που ασκούν κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ και χωρών όπως η Σουηδία. Στο τραπέζι έπεσαν σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες και προτάσεις και κυρώσεις στον ενεργειακό ή στον τραπεζικό τομέα, αλλά αυτές απερρίφθησαν διότι θα προκαλούσαν και σοβαρές συνέπειες και για κράτη – μέλη της ΕΕ.

Την ίδια στιγμή πάντως, οι Ευρωπαίοι θα επιμείνουν στην απόσυρση των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη χερσόνησο της Κριμαίας αλλά ενδεχομένως θα επαναφέρουν στο προσκήνιο την υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης ΕΕ – Ουκρανίας, την οποία είχε απορρίψει ο Βίκτορ Γιανούκοβιτς. Μάλιστα, ο αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών κ. Ευ. Βενιζέλος μετέφερε στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων επιστολή του ουκρανού υπουργού Εξωτερικών Αντρέι Ντεσούτσια με την οποία ζητά να ανανεωθεί η πορεία του Κιέβου προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Στην επιστολή αυτή, η οποία και βρίσκεται στη διάθεση του «Βήματος», επισημαίνεται ότι η Συμφωνία Σύνδεσης «είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες ασφάλειας και σταθερότητας για την Ουκρανία και ολόκληρη την Ευρώπη».

Σύμφωνα με διπλωματικούς κύκλους, ο κ. Βενιζέλος ενημέρωσε τους ομολόγους του για τα όσα είδε και άκουσε στην Ουκρανία. Και τόνισε ότι πρέπει να προταθεί από την ΕΕ ένα ολοκληρωμένο και πρακτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης στην Ουκρανίας, προσθέτοντας ότι η πρότασης προσφυγής στο ΔΝΤ, κλιμάκιο του οποίου θα μεταβεί στο Κίεβο την Τρίτη, δεν θα είναι αρκετή διότι τα σκληρά μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν θα οξύνουν την κοινωνική δυσαρέσκεια.

Τάχθηκε δε υπέρ της άποψης που διατύπωσε ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών Φρανκ – Βάλτερ Στάινμαγερ υπέρ του σεβασμού του Διεθνούς Δικαίου, άρα και της προσπάθειας αποκλιμάκωσης της έντασης. Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Βενιζέλος συμφώνησε με την πρόταση συγκρότησης μίας διεθνούς αποστολής και μίας διεθνούς ομάδας επαφής, με ρωσική συμμετοχή, στην Ουκρανία.

Η συγκρότηση μίας διεθνούς αποστολής η οποία θα μπορούσε να μεταβεί προσεχώς στην Ουκρανία ώστε να πραγματοποιήσει ουσιαστικά αυτοψία επί του εδάφους θα μπορούσε να είναι μία «βαλβίδα αποσυμπίεσης» της κρίσης, η οποία θα έβγαζε τόσο τη Δύση όσο και τη Μόσχα από ένα αδιέξοδο. Είναι στο πλαίσιο αυτό που μεταβαίνει την Τρίτη 4 Μαρτίου στη Βιέννη η αμερικανίδα υφυπουργός Εξωτερικών Βικτόρια Νούλαντ, όπου και θα συναντηθεί με αξιωματούχους του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ).

Σύμφωνα με ενημέρωση αξιωματούχων του Στέητ Ντιπάρτμεντ ο ΟΑΣΕ, στον οποίο συμμετέχει και η Μόσχα, έχει μεγάλη εμπειρία στην αποστολή παρατηρητών σε περιοχές συγκρούσεων και θα μπορούσε να στείλει παρατηρητές ακόμη και στην Κριμαία – σε περίπτωση βέβαια που η Ρωσία συμφωνήσει να αποχωρήσει από τη στρατηγικής σημασίας χερσόνησο.

Παράλληλα, η Ουάσιγκτον σκοπεύει να αξιοποιήσει το «Μνημόνιο της Βουδαπέστης», που υπεγράφη το 1994 από Ουκρανία, Ηνωμένες Πολιτείες, Βρετανία και Ρωσία μετά την παράδοση από το Κίεβο των πυρηνικών όπλων που είχε στο έδαφός του. Στο κείμενο σημειώνεται ότι οι τέσσερις χώρες θα απέχουν από την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ουκρανίας.