ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ, ΜΑΪΟΣ


Εξήντα χρόνια μετά το τέλος του B´ Παγκοσμίου Πολέμου φαίνεται ότι ωρίμασαν πλέον οι διεθνείς συνθήκες για τη δημοσιοποίηση ενός εκ των μεγαλυτέρων μυστικών του 20ού αιώνα. Πρόκειται για τα αρχεία των ναζιστών που βρίσκονται συγκεντρωμένα στη Γερμανία και τα οποία εξακολουθούν να θεωρούνται απόρρητα με βάση μια διεθνή συνθήκη την οποία συνυπέγραψαν το 1955 ένδεκα κράτη, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται και η Ελλάδα. Τα αρχεία αυτά περιέχουν μεταξύ άλλων και τους ατομικούς φακέλους που συνέτασσαν οι αρχές κατοχής τόσο για τους αντιστασιακούς όσο και για τους δωσίλογους. H δημοσιοποίηση αυτών των φακέλων έχει πλέον δρομολογηθεί και την ερχόμενη Τετάρτη 17 Μαΐου τα 11 κράτη τα οποία συνυπέγραψαν το 1955 στη Βόννη τη συνθήκη βάσει της οποίας χαρακτηρίστηκαν τα αρχεία των ναζιστών «άκρως απόρρητα» θα συναντηθούν ξανά στο Λουξεμβούργο, αυτή τη φορά για να την αναθεωρήσουν. Με την αναθεώρηση της συνθήκης του 1955 ανοίγει πλέον ο δρόμος για την παράδοση αυτού του υλικού στην «ιστορική έρευνα». Παράλληλα όμως δημιουργούνται και μια σειρά ερωτήματα ως προς τον τρόπο χρήσης αυτών των αρχείων, αφού όχι μόνο οι μνήμες είναι νωπές αλλά και πολλοί από τους φακελωμένους εξακολουθούν να βρίσκονται εν ζωή.


H ευθύνη της φύλαξης των αρχείων των ναζιστών ανήκει με βάση τη Συνθήκη της Βόννης στον Ερυθρό Σταυρό και ειδικότερα στη Διεθνή Υπηρεσία Αναζητήσεων, η οποία από το τέλος του πολέμου και μετά ανέλαβε το έργο του εντοπισμού και του επαναπατρισμού των εκτοπισθέντων από τις αρχές κατοχής. Επί της ουσίας πρόκειται για 50 εκατομμύρια έγγραφα τα οποία είναι κατανεμημένα σε 30 εκατομμύρια φακέλους και αφορούν 17,5 εκατομμύρια πρόσωπα. Τα μικροφίλμ στα οποία έχουν ήδη καταχωριστεί τα έγγραφα έχουν συνολικό μήκος 225.000 μέτρων. Το αρχείο αυτό βρίσκεται στο Μπαντ Αρολσεν της Γερμανίας, όπου και η έδρα της Διεθνούς Υπηρεσίας Αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού.


H εν λόγω υπηρεσία δημιουργήθηκε εν μέσω του πολέμου, το 1943, από τον βρετανικό Ερυθρό Σταυρό, ο οποίος, διαβλέποντας ότι η ήττα των χωρών του Αξονα άρχισε να διαγράφεται, ξεκίνησε τη διαδικασία έρευνας, καταγραφής και εντοπισμού όλων όσοι είχαν συλληφθεί από τις αρχές κατοχής. Το 1946 τα αρχεία του βρετανικού Ερυθρού Σταυρού μεταφέρθηκαν στο Μπαντ Αρολσεν, όπου σταδιακώς άρχισαν να μεταφέρονται και όλα τα αρχεία που διατηρούσαν οι ναζιστές είτε στη Γερμανία είτε στις χώρες που είχαν καταλάβει.


Το 1955 το μεγαλύτερο τμήμα των συλληφθέντων και εκτοπισθέντων κατά τη διάρκεια της κατοχής είχε πλέον επαναπατρισθεί και συνεπώς ετέθη το ερώτημα της τύχης αυτών των αρχείων. Δεδομένων των εξαιρετικά ευαίσθητων στοιχείων που περιείχαν, υιοθετήθηκε ομοφώνως εκείνη την εποχή η απόφαση να χαρακτηρισθούν «άκρως απόρρητα» και να αναλάβει την ευθύνη της φύλαξης και της διαχείρισής τους ο Ερυθρός Σταυρός. Την απόφαση αυτή συνυπέγραψαν, εκτός από την Ελλάδα, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Βρετανία, η Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, η Ολλανδία, η Πολωνία, η Ιταλία και η Γερμανία, η οποία ανέλαβε και το κόστος της φύλαξης και της διαχείρισης των αρχείων.


Τα αρχεία αυτά περιέχουν:


* Τους ατομικούς φακέλους 17,5 εκατομμυρίων προσώπων. Πρόκειται για τους φακέλους όσων συνελήφθησαν και κατεδιώχθησαν επί κατοχής αλλά και για τους φακέλους όσων συνεργάστηκαν με τις αρχές κατοχής. Σε αυτούς τους φακέλους υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία, αναφορές και έγγραφα που με γερμανική μεθοδικότητα συνέλεγαν οι ναζιστές και συχνά αφορούσαν όχι μόνο το ποινικό μητρώο και τα στοιχεία ταυτότητας των φακελωμένων αλλά και πλήθος άλλων στοιχείων, όπως οι σεξουαλικές συνήθειές τους, η φυλετική προέλευσή τους, η κατάσταση της υγείας τους, τα παράνομα τέκνα που ενδεχομένως είχαν, οι επαφές τους με τον κοινωνικό περίγυρο κτλ.


* Πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας των στρατοπέδων συγκέντρωσης και εξολόθρευσης (Αουσβιτς, Μαουτχάουζεν κ.ά.), όπου μεταξύ άλλων θανατώθηκαν 3 εκατομμύρια Εβραίοι, αλλά και για τις συνθήκες διαβίωσης όσων διά της βίας εξαναγκάστηκαν να εργασθούν σε γερμανικά εργοστάσια κατά τη διάρκεια της κατοχής. Τον Σεπτέμβριο του 1944 υπήρχαν στη Γερμανία 7,6 εκατομμύρια ξένοι εργάτες, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων είχε μεταφερθεί από τις κατεχόμενες χώρες διά της βίας.


* Εκθέσεις και μελέτες για τα αποτελέσματα των «ιατρικών επιστημονικών πειραμάτων» που οι Γερμανοί έκαναν επί των κρατουμένων.


* Διατάγματα, αποφάσεις, οδηγίες και εγκύκλιοι που εξέδωσαν οι αρχές κατοχής. Σημειώνεται ότι πολλά από αυτά τα διατάγματα έχουν κατά καιρούς δοθεί στη δημοσιότητα. Αλλά πρόκειται για τα έγγραφα που δεν αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα και τα οποία αντιστοιχούν μόλις στο 2% των αρχείων του Μπαντ Αρολσεν.


H υιοθέτηση της απόφασης για την επικείμενη δημοσιοποίηση αυτών των εγγράφων δεν υπήρξε μια εύκολη υπόθεση. H Γερμανία και η Ιταλία (δηλαδή, οι άλλοτε δυνάμεις του Αξονα), προβάλλοντας το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, έθεταν ως σήμερα «βέτο» σε κάθε πρόταση γενικής δημοσιοποίησης αυτών των αρχείων. Πίσω φυσικά από τα «προσωπικά δεδομένα» κρυβόταν ο φόβος των πολεμικών αποζημιώσεων τις οποίες θα έπρεπε να καταβάλει κυρίως η Γερμανία σε όλους τους «φακελωμένους». Σημειώνεται ότι από τη λήξη του πολέμου και μετά η Διεθνής Υπηρεσία Αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού ήταν υποχρεωμένη να απαντά σε κάθε ενδιαφερόμενο αν ήταν φακελωμένος και στη συνέχεια να του παρέχει τα σχετικά πιστοποιητικά, τα οποία μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την απαίτηση αποζημιώσεων. Τα τελευταία χρόνια ο αριθμός των αιτήσεων αυξήθηκε σημαντικά, κυρίως δε μετά το 2000, όταν με απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης δημιουργήθηκε ένα ειδικό ταμείο αποζημίωσης.


Ωστόσο τα πιστοποιητικά αυτά εδίδοντο μόνο στον άμεσα ενδιαφερόμενο (ή στους εξουσιοδοτημένους συγγενείς του) ο οποίος δεν είχε το δικαίωμα να λάβει άμεση γνώση όλου του φακέλου που τον αφορούσε ούτε φυσικά και άλλων φακέλων.


Αξίζει να αναφερθεί ότι από τη σύστασή της και μετά η Υπηρεσία Αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού έχει δώσει 11 εκατομμύρια απαντήσεις, ενώ μόνο το 2004 τα 376 άτομα που σήμερα απασχολεί η Υπηρεσία απάντησαν σε 203.000 αιτήσεις και άφησαν αναπάντητες 440.000 αιτήσεις. Με άλλα λόγια, με ευθύνη της Γερμανίας, η οποία εξακολουθεί να καλύπτει τις δαπάνες, η Υπηρεσία του Ερυθρού Σταυρού σε γενικές γραμμές «σπεύδει βραδέως» και δίδει προτεραιότητα μόνο σε όσους από τους αιτούντες έχουν συμπληρώσει το 80ό έτος της ηλικίας τους. H οικονομική σκοπιμότητα εν προκειμένω είναι πασίδηλη.


Τα τελευταία χρόνια όμως έχει προωθηθεί σημαντικά η διαδικασία της ψηφιακής καταγραφής αυτών των αρχείων και συνεπώς έχει ανοίξει ο δρόμος για την αποτελεσματική εκμετάλλευσή τους που ως σήμερα δεν ήταν εφικτή. Οι φακελωμένοι π.χ. είναι καταχωρισμένοι με (φωνητική) αλφαβητική σειρά και κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την εθνική τους προέλευση. Σε λίγο καιρό η εθνική κατανομή θα είναι εφικτή.


Ωστόσο τα προβλήματα και τα ερωτήματα που εξακολουθούν να υπάρχουν είναι μεγάλα. Οι φάκελοι αυτοί περιέχουν ασφαλώς «προσωπικά δεδομένα» αμφίβολης αξιοπιστίας (κυρίως για τους διωχθέντες επί κατοχής) τα οποία ενδέχεται να δημιουργήσουν, έστω και 60 χρόνια μετά, πλήθος προβλημάτων είτε στους άμεσα ενδιαφερομένους είτε στους απογόνους τους. Στους φακέλους αυτούς, εξ όσων λέγονται, μπορούν να βρεθούν ακόμη και επιστολές με τις οποίες «αδελφός κατέδιδε αδελφό». Τις οίδεν μέσα από ποια οικογενειακή τραγωδία της εποχής…


Παράλληλα όμως πολλοί υποστηρίζουν ότι η απόκρυψη των ονομάτων όσων συνεργάστηκαν με τις αρχές κατοχής (δωσίλογοι, κουκουλοφόροι, καταδότες κ.ά.) αποτελεί προσβολή της μνήμης των θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας.


Το ζητούμενο λοιπόν από εδώ και στο εξής είναι ο τρόπος με τον οποίο τα 11 κράτη που συνυπέγραψαν το 1955 τη Συνθήκη της Βόννης θα χρησιμοποιήσουν τα αντίγραφα των αρχείων και των φακέλων που θα τους παραδοθούν ευθύς μετά την άρση του απορρήτου. Σήμερα και οι 11 χώρες εμφανίζονται να συμφωνούν ότι τα αρχεία αυτά θα πρέπει να παραδοθούν στην «ιστορική έρευνα», χωρίς ωστόσο να είναι βέβαιον ότι με τον όρο «ιστορική έρευνα» οι πάντες εννοούν το ίδιο πράγμα.


Το γεγονός ότι και στις 11 χώρες η νομοθεσία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων ανταποκρίνεται σε γενικές γραμμές στα διεθνώς αποδεκτά πρότυπα αποτελεί ως έναν βαθμό εγγύηση ότι το περιεχόμενο αυτών των αρχείων δεν θα αποτελέσει αντικείμενο «φθηνής εκμετάλλευσης» αλλά και ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν τα «προσωπικά δεδομένα» ως άλλοθι για την απόκρυψη της αλήθειας.


Ο παρτιζάνος: Πολωνός, εβραίος, αντιστασιακός


Στα αρχεία των Ες Ες έχει καταγραφεί ως ένοπλος εχθρός του Ράιχ. Συνελήφθη κατά τη διάρκεια συμπλοκής το 1943. Φυλακίστηκε πάραυτα στο Μπούχενβαλντ και ένα χρόνο αργότερα μεταφέρθηκε στο Ζαξενχάουζεν. H καρτέλα του έχει καταχωρισθεί στο αρχείο των Ες Ες, όπου αναγράφεται ότι είναι νέος, υγιής και γεροδεμένος. Λόγω αυτών των προσόντων, τον υποχρεώνουν σε βαριά καταναγκαστική εργασία στην πολεμική βιομηχανία του Ράιχ. Καταφέρνει να επιζήσει ως την απελευθέρωση, η επιστροφή όμως στην πατρίδα είναι για αυτόν άκρως επικίνδυνη, επειδή ήταν «λευκός» αντάρτης του Armia Krajowa (=εγχώριος στρατός ­ το πολωνικό αντάρτικο κατά την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, από το 1939 ως το 1945 ­, ο οποίος διαλύθηκε για να αποφύγει ένοπλη αναμέτρηση με τους Ρώσους, η οποία θα σήμαινε εμφύλιο πόλεμο). Θέλοντας να γλιτώσει από τα καταπιεστικά μέτρα του Κόκκινου Στρατού, ζήτησε να μην επαναπατρισθεί. Επειτα από εξονυχιστικούς ελέγχους έγινε δεκτός ως πολιτικός πρόσφυγας στις Ηνωμένες Πολιτείες.


Ο αγρότης: ο γάλλος κατάδικος και οι γιοι του


Ο νέος από την περιοχή του Μπορντό συνελήφθη και εκτοπίστηκε από τους γερμανούς κατακτητές. Τον έβαλαν να σκάβει σε γερμανικό αγρόκτημα και εκεί ερωτεύτηκε τη θυγατέρα του κτηματία. H κοπέλα ανταποκρίθηκε και έμεινε έγκυος. Οταν πληροφορήθηκαν τα Ες Ες τα περί εγκυμοσύνης, ανέκριναν την οικογένεια και στη συνέχεια ο νεαρός Γάλλος μεταφέρθηκε στο Μπούχενβαλντ. H γυναίκα υποχρεώθηκε να συνάψει γάμο με συμπατριώτη της, αναγνωρισμένης «εθνικοφροσύνης». Μετά το τέλος του πολέμου, ο νέος από το Μπορντό επέστρεψε στη Γαλλία, όπου παντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Καρπός του έρωτά του με τη Γερμανίδα ήταν ένα αγόρι που δεν γνώρισε ποτέ. Ο γιος αυτός έχει πλέον περάσει τα εξήντα και ζει στη Γερμανία. Επειτα από έρευνες στα αρχεία του Μπαντ Αρολσεν (διεθνής υπηρεσία αναζητήσεων του Ερυθρού Σταυρού) κατάφερε να βρει τους γάλλους συγγενείς του: έμαθε ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει, αλλά γνώρισε τα ετεροθαλή αδέρφια του με τα οποία διατηρεί άριστες σχέσεις.


Ο βαθμοφόρος: ο Ιταλός που πίστευε στον Μπαντόλιο


Συνελήφθη μετά τις 8 Σεπτεμβρίου 1943 (ημερομηνία κατά την οποία ανακοινώθηκε επίσημα η ανακωχή ανάμεσα στους Ιταλούς και στις συμμαχικές δυνάμεις που είχαν εισβάλει στην Ιταλία), πιθανότατα σε συμπλοκή τμημάτων του ιταλικού στρατού, προσκείμενων στην κυβέρνηση Μπαντόλιο, με δυνάμεις της Βέρμαχτ. Οντας αξιωματικός, θεωρήθηκε εχθρός και προδότης και μεταφέρθηκε σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί πέθανε έπειτα από κάποιους μήνες, είτε από κακουχίες είτε σε πιθανή απόπειρα δραπέτευσής του. Από τα αρχεία του ιταλικού στρατού έχει χαθεί κάθε ίχνος του. Κατόπιν αίτησής τους στη διεύθυνση του Μπαντ Αρολσεν, οι συγγενείς του κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν τα πρώτα στοιχεία για τους τελευταίους μήνες της ζωής του. Οι περαιτέρω έρευνες ίσως αποβούν αποκαλυπτικές όχι μόνο για την προσωπική τραγωδία τού εν λόγω αξιωματικού αλλά και για την ιστορία χιλιάδων ιταλών στρατιωτικών που αιχμαλωτίστηκαν από τα γερμανικά στρατεύματα, όταν άλλαξε στρατόπεδο η Ιταλία.


Ο εργάτης: ένας Ολλανδός στους Κρουπ


Από τον φάκελο του ολλανδού αριστερού ακτιβιστή, που υπάρχει στα αρχεία του Μπαντ Αρολσεν, προκύπτει ότι είχε ενταχθεί στους Στρατιώτες της Οράγγης, οργάνωση παρτιζάνων, πιστών στη βασιλική οικογένεια η οποία είχε καταφύγει στο Λονδίνο. Συνελήφθη το 1941 από την «Πράσινη Αστυνομία», ένοπλη οργάνωση δωσιλόγων, η οποία συνεργαζόταν με τους Γερμανούς στην κατεχόμενη Ολλανδία. Παραδόθηκε στα Ες Ες από όπου οδηγήθηκε σε καταναγκαστική εργασία στο χαλυβουργείο των Κρουπ, στην παραγωγή πολεμικού υλικού για το Γ’ Ράιχ. Κατάφερε να επιζήσει και μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε στην πατρίδα του. Μέσα στον φάκελό του βρήκε στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι εργάστηκε τέσσερα χρόνια στη γερμανική βαριά βιομηχανία και διεκδίκησε αποζημίωση την οποία τελικά πλήρωσαν από κοινού ο όμιλος Κρουπ και το γερμανικό κράτος.