Για μία από τις πιο παράτολμες αποστολές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου 5.000 λέξεις δεν ήταν αρκετές. Οταν ο περιηγητής, τυχοδιώκτης, μπον βιβάν, λόγιος, φιλέλληνας και ήρωας πολέμου Πάτρικ Λη Φέρμορ ανέλαβε την υποχρέωση το 1966 να γράψει ένα μικρό άρθρο για την περίφημη απαγωγή του γερμανού στρατηγού Χάινριχ Κράιπε, στην οποία πρωταγωνίστησε, στην κατεχόμενη Κρήτη το 1944, προκειμένου αυτό να συμπεριληφθεί σε μια πολύτομη ιστορία, παρέδωσε τελικά 36.000 λέξεις προξενώντας απελπισία στον επιμελητή του.

Εβδομήντα χρόνια μετά το ίδιο το γεγονός και τρία χρόνια μετά τον θάνατο του πρωταγωνιστή του, το πλήρες κείμενο εκείνης της αφήγησης, με τίτλο «Η απαγωγή ενός στρατηγού» («Abducting a General», εκδ. John Murray), μόλις εκδόθηκε στα αγγλικά, υπενθυμίζοντας πώς μια μικρή ομάδα βρετανών δολιοφθορέων σε συνεργασία με μερικούς αφοσιωμένους κρητικούς αντάρτες έφεραν εις πέρας έναν αντιστασιακό άθλο.
Πέρα, όμως, από μια διάσημη πράξη αντίστασης, διατρέχοντας κανείς το βιβλίο του Φέρμορ, όπως και την πρόσφατη βιογραφία του από την Αρτεμις Κούπερ («Πάτρικ Λη Φέρμορ –Μια περιπέτεια», εκδ. Μεταίχμιο), αντιλαμβάνεται ότι ο «κυρ-Μιχάλης», μόνιμος κάτοικος Καρδαμύλης ως τον θάνατό του σε ηλικία 96 ετών, είναι μόνο ο πιο γνωστός από μια χορεία βρετανών στρατιωτών-λογίων όπως οι Κρις Γουντχάουζ (1917-2001), Τζον Πέντλμπιουρι (1904-1941), Τομ Ντανμπάμπιν (1911-1955), Νίκολας Χάμοντ (1907-2001), απόφοιτων του Κέιμπριτζ ή της Οξφόρδης, τους οποίους ένα κράμα περιπετειώδους φύσης, πατριωτισμού, φιλελληνισμού, αντιναζισμού (αλλά και αντικομμουνισμού) οδήγησε στην Ελλάδα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ελάσσονες Λόρενς της Αραβίας ή «εκπληκτικοί, προικισμένοι με διαφορετικές δεξιότητες άνθρωποι, για να μην τους βλέπουμε με υπερβολικό ρομαντισμό», όπως θα πει χαρακτηριστικά σε επικοινωνία μας η Αρτεμις Κούπερ, εμφανίζονται σε μικρότερους ή μεγαλύτερους ρόλους, σε καίριες ή δευτερεύουσες σκηνές, στο προσκήνιο ή στο παρασκήνιο της «επιχείρησης Κράιπε».


«Ας πεθάνω φορώντας ωραία στολή»
Προτού ξεκινήσει η αφήγηση του «Πάντι» Φέρμορ και μπει στο κάδρο ο ίδιος, το σκηνικό προετοιμάζει ο Τζον Πέντλμπιουρι (1904-1941), ικανότατος αρχαιολόγος, έφορος της Κνωσού από το 1929 ως το 1934, συνεργάτης του διάσημου ανασκαφέα της, σερ Αρθουρ Εβανς. Λάτρης της περιπέτειας, ο οποίος πραγματοποιούσε τον χειμώνα ανασκαφές στην Αίγυπτο και το καλοκαίρι στην Κρήτη για να εκμεταλλεύεται δημιουργικά όλο το έτος, ο Πέντλμπιουρι πείθει τις βρετανικές στρατιωτικές αρχές ότι οι γνώσεις του για την Κρήτη θα φαίνονταν κάτι παραπάνω από χρήσιμες σε ένα τόσο στρατηγικό σημείο στον επερχόμενο πόλεμο. Από τον Μάιο του 1940 ως υποπρόξενος στο νησί στήνει την υποδομή ενός μελλοντικού αντιστασιακού δικτύου αναζητώντας μονοπάτια, κρυψώνες, πηγές και προκαταρκτικές συνεννοήσεις με σημαντικούς «καπετάνιους», όπως οι Αντώνης Γρηγοράκης και Μανώλης Μπαντουβάς. Στα δικά του βήματα βαδίζουν όλοι οι υπόλοιποι, αν και ο ίδιος εκτελείται από τους γερμανούς εισβολείς κατά τη διάρκεια της μάχης της Κρήτης στις 22 Μαΐου 1941 και προλαβαίνει να συνεργαστεί ουσιαστικά μόνο με τον Νίκολας Χάμοντ: ο απόφοιτος και μελλοντικός καθηγητής του Κέιμπριτζ, γνωστός από μια τρίτομη ιστορία της Μακεδονίας που θα διαδοθεί ιδιαίτερα στην Ελλάδα επί Μακεδονικού, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, είναι εκείνη την εποχή ενταγμένος στη στρατιωτική αντικατασκοπεία, ειδικευμένος στα εκρηκτικά.
Περίπου την ίδια πεποχή ο Πάτρικ Λη Φέρμορ έρχεται αντιμέτωπος με τον πόλεμο στα 25 του. Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, έχει προλάβει να διασχίσει την Ευρώπη από την Ολλανδία ως την Ελλάδα και σκέφτεται ότι «αν είναι να πεθάνω, τουλάχιστον να πεθάνω φορώντας ωραία στολή». Με γνώσεις γαλλικών, γερμανικών, ρουμανικών και ελληνικών, θα ενταχθεί τελικά στο Σώμα Πληροφοριών –παρότι η στολή του, όπως την περιγράφει η Αρτεμις Κούπερ, «δεν διακρίνεται για τα ρομαντικά της στοιχεία», με αποκορύφωμα το έμβλημα στο πηλήκιο: «Οι πανσέδες που αναπαύονταν στις δάφνες του τύγχαναν ιδιαιτέρως περιφρονητικών σχολίων από παντού».
Ο Πάντι τοποθετείται στην Κρήτη τον Ιούνιο του 1942 ως στέλεχος του SOE, της Διεύθυνσης Ειδικών Επιχειρήσεων στα εχθρικά μετόπισθεν, με αντικείμενο τη συλλογή πληροφοριών, το σαμποτάζ και την οργάνωση της Αντίστασης. Εχει γνωρίσει στην κάθοδό του προς την Ελλάδα έναν συνάδελφό του, το υπηρεσιακό ρεβόλβερ του οποίου του ανέθεσαν να του παραδώσει: ο Κρίστοφερ Μόνταγκιου Γουντχάουζ, αυστηρός, μεθοδικός ελληνιστής της Οξφόρδης, προορίζεται να εμπλακεί στον ελληνικό Εμφύλιο και να γράψει οκτώ ιστορικά βιβλία για την Ελλάδα. Θα προηγηθεί του Φέρμορ στην Κρήτη και θα αντικατασταθεί τον Απρίλιο του 1942 από έναν άλλο λόγιο, εξέχοντα μελετητή των αρχαίων ελληνικών και βαθύ γνώστη της κρητικής διαλέκτου, τον Τομ Ντανμπάμπιν (1911-1955). Αυστραλός που σπούδασε στην Οξφόρδη, ο Ντανμπάμπιν αναλαμβάνει τη διεύθυνση και τον συντονισμό της δράσης του SOE στην Κρήτη, αφήνοντας πίσω του μια υποτροφία στο Κολλέγιο Κόρπους Κρίστι. Μετά τον πόλεμο θα επιστρέψει για να γίνει λέκτορας της Αρχαιολογίας και να δημοσιεύσει ένα σημαντικό βιβλίο για τις αρχαιοελληνικές αποικίες της Κάτω Ιταλίας.
Σε συνεργασία με αυτόν τον ψηλό, ευρύστερνο τύπο με το τσιγκελωτό μουστάκι, γνωστό ως «Γιάννη», μορφή που θύμιζε «έναν επιτυχημένο ζωοκλέφτη της περιοχής», ο Φέρμορ έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με Ελληνες της Αντίστασης. Οσο τα δίκτυα οργανώνονται και δεν έχουν ακόμη σοβαρές επιχειρησιακές δυνατότητες, προβαίνουν σε πράξεις ψυχολογικού πολέμου: ο Πάντι και οι συνεργάτες του, με μια ομάδα νεαρών Κρητών, συντάσσουν ψευδείς αντιναζιστικές προκηρύξεις, δήθεν προϊόν γερμανών αντιφρονούντων στρατιωτών, και γράφουν στους τοίχους συνθήματα όπως «Scheisse Hitler» (σκατά στον Χίτλερ) και «Heil Stalin».
Η απαγωγή ενός στρατηγού
Η πολιτεία του Φέρμορ στην Κρήτη είναι μια διαδοχή μεταμφιέσεων, μετακινήσεων, μυστικών συναντήσεων με απείθαρχους κρήτες καπετάνιους και αποπειρών σαμποτάζ όπως η αποτυχημένη ναρκοθέτηση του λιμανιού του Ηρακλείου. Φυγαδεύοντας στο Κάιρο τον ιταλό στρατηγό Κάρτα έπειτα από την ανατροπή του Μουσολίνι και τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους τον Σεπτέμβριο του 1943, εμπνέεται την απαγωγή του μισητού διοικητή της Κρήτης, στρατηγού Μιούλερ, με το σκεπτικό ότι «θα έκανε τους Γερμανούς να δείχνουν απίστευτα γελοίοι, ενώ θα ενίσχυε σε πολύ μεγάλο βαθμό το ηθικό των Κρητικών».
Από τη σύλληψη της ιδέας ως την εφαρμογή της στις 26 Απριλίου 1944 μεσολαβεί πλήθος απροόπτων –με κυριότερο τη διαφυγή του στόχου. Ο Μιούλερ τοποθετείται σε άλλη θέση μόλις έναν μήνα πριν από την επιχείρηση αιχμαλώτισής του. Τον αντικαθιστά ο στρατηγός Χάινριχ Κράιπε, για τον βίο και τις συνήθειες του οποίου δεν υπάρχουν πληροφορίες, επομένως απαιτείται επικαιροποίηση του πλάνου. Η ασφαλής φρούρηση της βίλας Αριάδνη στην Κνωσό, πρώην οικίας του διάσημου ανασκαφέα της, Αρθουρ Εβανς, και νυν καταλύματος του γερμανού διοικητή, επιβάλλει να γίνει ο στρατηγός στόχος στο αυτοκίνητό του. Χρειάζεται να αναβάλουν την απόπειρα δύο φορές, την πρώτη γιατί ο Κράιπε επιστρέφει στη βίλα νωρίτερα του αναμενόμενου, τη δεύτερη γιατί δεν βγαίνει καθόλου από αυτήν. Ο τοπικός διοικητής του ΕΑΜ καλεί με ιδιόχειρη επιστολή τον «Μιχάλη», όπως ήταν γνωστός στους Ελληνες, να φύγει, γιατί η παρουσία του αποτελεί κίνδυνο για τους κατοίκους της περιοχής.
Ο μυθιστορηματικός χαρακτήρας της ίδιας της απαγωγής προκύπτει από όλες τις αφηγήσεις, αλλά και από το γεγονός ότι το «Ill Met by Moonlight», το βιβλίο που δημοσίευσε το 1950 ο Γουίλιαμ Στάνλεϊ Μος, ο βασικότερος συνεργάτης του Φέρμορ στην εκτέλεσή της, έγινε ταινία το 1957 με τον Ντερκ Μπόγκαρντ στον ρόλο του Πάντι. Στα γνωστά από πριν στιγμιότυπα (οι Μος και Φέρμορ ξεγελούν τον οδηγό του στρατηγού ντυμένοι με γερμανικές στολές, περνούν 22 γερμανικά μπλόκα με το αμάξι του Κράιπε και τον ίδιο μέσα, πορεύονται μαζί με τους έλληνες αντάρτες της ομάδας στα δύσβατα κρητικά βουνά, ενώ η Βέρμαχτ αναζητεί επίμονα τα ίχνη τους), η «Απαγωγή ενός στρατηγού» προσθέτει χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Πώς σε ένα μπλόκο ο υποδυόμενος τον Κράιπε Φέρμορ «μούγκρισε «Generals Wagen»» προκειμένου οι καχύποπτοι σκοποί να υποχρεωθούν να ανεβάσουν την μπάρα χωρίς να τους ελέγξουν. Πώς Κράιπε και Φέρμορ ανακάλυψαν μια κοινή γνώση των λατίνων ποιητών κοιτώντας τη χιονισμένη κορυφή του Ψηλορείτη και απαγγέλλοντας μια ωδή του Οράτιου («είχαμε και οι δύο πιει από τις ίδιες πηγές πολύ καιρό πριν και για το υπόλοιπο διάστημα που περάσαμε μαζί τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο μεταξύ μας»). Πώς την τελευταία στιγμή, ενώ το σκάφος που θα τους έπαιρνε από την Κρήτη πλησίαζε, ανακάλυψαν ότι δεν γνώριζαν τον κωδικό Μορς του προσυμφωνημένου οπτικού σινιάλου («θα έπρεπε να είχαμε ρωτήσει τον στρατηγό. […] Δεν το σκεφτήκαμε ή ντραπήκαμε που φανήκαμε τόσο ερασιτέχνες;»). Γνωστή ως σήμερα μόνο μέσα από επιλεγμένα αποσπάσματα της βιογραφίας που έγραψε η Αρτεμις Κούπερ, η πλήρης αφήγηση του Πάτρικ Λη Φέρμορ απελευθερώνει τον ρυθμό, τον αυθορμητισμό και τη ζωντάνια της περιγραφής που χαρακτηρίζει τα κλασικά ταξιδιωτικά του κείμενα.
Ιδεαλισμός και αμφισβήτηση
Εκείνο που παρατηρεί κανείς στο περιθώριο της «Απαγωγής ενός στρατηγού» είναι η σπουδή του συγγραφέα να θέσει στο επίκεντρο τους ίδιους τους Κρητικούς. Δεν πρόκειται μόνο για τη δεδομένη ανησυχία του να μη θιγούν οι μεν από την έκταση που αφιέρωνε στους δε. Εχει να κάνει με μια ιδιαίτερη αίσθηση του χώρου και των ανθρώπων. Αν θέλει να αντιληφθεί κανείς πώς έβλεπαν την «Ελλάδα» ως τόπο και ως έννοια αυτοί οι στρατιώτες-λόγιοι, θα πρέπει να εστιάσει σε μια αποστροφή των ημερολογίων του Φέρμορ που αφορά τη σχέση του με τον Κρις Γουντχάουζ. Εμπειρικός γνώστης του τοπίου και των ανθρώπων της ελληνικής γης ο πρώτος, αριστούχος του τμήματος Κλασικών Σπουδών της Οξφόρδης ο δεύτερος, είχαν και οι δύο την εντύπωση ότι είχαν κατακτήσει την πραγματική ουσία τόσο της έννοιας όσο και της χώρας. «Αυτή ήταν πάντοτε η πραγματική ρίζα των προστριβών μας, αυτού του συνεχούς άκαπνου πολέμου ζήλιας ανάμεσά μας σχετικά με το ποιος από τους δύο είχε περισσότερα δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στην Ελλάδα» έγραφε ο Φέρμορ στο ημερολόγιό του. «Είναι μια μορφή του διλήμματος «Ελληνας ή Ρωμιός» στην αγγλική εκδοχή του», μας λέει η Αρτεμις Κούπερ, «δύο διαφορετικοί τρόποι θέασης της Ελλάδας, με τον Γουντχάουζ στον ρόλο του Ελληνα και τον Πάτρικ Λη Φέρμορ στον ρόλο του Ρωμιού». Οπως και στην περίπτωση του Λόρενς της Αραβίας, η σχέση με τον τόπο και τον λαό υπερέβαινε τα συνήθη, απέβαινε καθαρά προσωπική.
Και όπως και στην περίπτωση του Λόρενς, τα κίνητρα δεν θεωρούνταν από όλους ιδεαλιστικά. Η θέση του Γουντχάουζ, ιδιαίτερα, ως πολυπράγμονος παράγοντα και γνώστη της ελληνικής πραγματικότητας στα κρίσιμα χρόνια 1942-1946, πότε ως υπαρχηγού της βρετανικής ομάδας των σαμποτέρ που συνεργάστηκε με τον ΕΛΑΣ και τον ΕΔΕΣ στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, πότε ως επικεφαλής της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής στην ελληνική Αντίσταση, πότε ως διπλωμάτη στη βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα, πάντοτε ως εξέχοντος εκπροσώπου του βρετανικού κατεστημένου της δεκαετίας του ’40, είχε ως αποτέλεσμα να εδραιωθεί στη συνείδηση της ελληνικής Αριστεράς ως ακραιφνής αντίπαλός της. Είναι ο μόνος από τη χορεία των βρετανών στρατιωτών-λογίων στον οποίο αναφέρεται ονομαστικά ο ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης στον δρόμο προς τον Εμφύλιο. Στη συγκεντρωτική έκδοση «Νίκος Ζαχαριάδης: Υπέρ Βωμών και Εστιών –Απαντα τα δημοσιευμένα 1946-1947» (εκδ. Καστανιώτη) σε επιμέλεια Γιώργου Πετρόπουλου και Νίκου Χατζηδημητράκου, καταφερόμενος ενάντια στην έκθεση των διεθνών παρατηρητών των εκλογών της 31ης Μαρτίου 1946, δηλώνει: «Απ’ τους ηγέτες των άγγλων παρατηρητών είνε και ο περίφημος Γουντχάους, είτε Κρις, που σαν αρχηγός της Συμμαχικής Αποστολής στον ΕΛΑΣ ζητούσε άγγλους αλεξιπτωτιστές για να χτυπήσει το Γενικό Επιτελείο του ΕΛΑΣ και συνιστούσε συνεργασία με τα Τάγματα Ασφαλείας και τους κουίσλιγκς». Η δυσπιστία στον «Κρις» θα έχει διαχρονική ισχύ. Αποτυπώνοντας στην «Εποχή» μια συνάντησή τους στη διάρκεια της δικτατορίας, ο συγγραφέας Περικλής Κοροβέσης περιγράφει έναν συζητητή με «πολιτική διαύγεια»: ο παλιός σαμποτέρ προτείνει στον νέο διανοούμενο να οργανώσουν ένοπλη αντίσταση κατά της χούντας με τη δική του τεχνογνωσία. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, ο Κοροβέσης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αποτελεί απόπειρα χειραγώγησης: «Σκεφτόμουν πως ο Γουντχάουζ και οι όποιες υπηρεσίες υπήρχαν από πίσω θέλανε εμάς να παίξουμε τη ζωή μας κορόνα γράμματα για να φέρουμε τον Καραμανλή».
Οχι ότι ο Φέρμορ δεν γνώρισε αντίστοιχη έλλειψη εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με την Κούπερ, όταν περιόδευε ως μέλος του Βρετανικού Συμβουλίου στην Ελλάδα το 1946 εξιστορώντας την «επιχείρηση Κράιπε» έγινε στόχος του κομμουνιστικού Τύπου: «Η περιοδεία δεν ήταν παρά μία ακόμη άσκηση προπαγάνδας για να καλυφθεί το γεγονός ότι ο Πάντι ήταν κατάσκοπος», ένα ατυχές επεισόδιο εκπυρσοκρότησης με υπεύθυνο τον Φέρμορ που είχε στοιχίσει τη ζωή στον αντάρτη Γιάννη Τσαγκαράκη ερμηνευόταν ως δολοφονία, πιθανώς επειδή «ο Γιάννης ήξερε όλα τα μυστικά των Εγγλέζων».
Επτά δεκαετίες έπειτα από το πέρασμά τους από την Ελλάδα, ανεξάρτητα από την πολιτική σκοπιά που θα το δει κανείς, οι μορφές των βρετανών στρατιωτών-λογίων επιζούν στο επιστημονικό έργο τους. Γι’ αυτό, για την ίδια την Κούπερ, η αρετή του μεταθανάτιου βιβλίου του Πάτρικ Λη Φέρμορ δεν έγκειται τόσο στην προσωπική μαρτυρία μιας απαγωγής κάποιου στρατηγού σε έναν πόλεμο του παρελθόντος, αλλά ακριβώς «στην έμφαση στον ρόλο των Κρητών –ανταρτών, οδηγών, σκοπών, βοσκών και χωρικών που έλαβαν μέρος στην επιχείρηση με τεράστιο προσωπικό ρίσκο». Χωρίς τον Μανώλη Πατεράκη και τον Γιώργο Τυράκη, τον Μίκη Ακουμιανάκη, τον Μήτσο Τζατζά και τον Στρατή Σαβιολάκη, τον Ηλία Αθανασάκη ή τον Αντώνη Ζιωδάκη και πολλούς ακόμη, τη δράση των οποίων καταγράφει ο Φέρμορ, η αντίσταση κατά των Ναζί δεν θα γινόταν πράξη, θα παρέμενε καλή πρόθεση.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ