Στην αυτοσχέδια, φαρσοειδή δίκη του 1963 ο συνήγορος υπερασπίσεως Αλέξανδρος Λυκουρέζος τα έκανε επιεικώς θάλασσα. Ο κατηγορούμενος Μάνος Χατζιδάκις είχε βεβαίως την ατυχία να σκοντάψει επιπλέον σε μια δύσκολη έδρα (πρόεδρος του δικαστηρίου ο Νίκος Γκάτσος, εισαγγελεύς ο Οδυσσέας Ελύτης) ενώ οι μάρτυρες (Μίκης Θεοδωράκης, Μίνως Αργυράκης) ποσώς βοήθησαν. Η κατηγορία βαρυτάτη: η δήλωση του Χατζιδάκι στην εφημερίδα «Τα Νέα» ότι η ανέγερσις του ανδριάντος Τρούμαν επί της Βασιλέως Κωνσταντίνου ήταν «άκρως επιτυχής». Τελικώς ο γνωστός μουσικοσυνθέτης καταδικάστηκε από το «δικαστήριο των φίλων» στην εσχάτη (για το χατζιδακικό σύμπαν) των ποινών: πεντάμηνος απομάκρυνσις από τα στέκια της παρέας («Φλόκα», «Χίλτον», «Βυζάντιο», «Κλαμπ Μπι Πι») και δίμηνος στέρησις των γαστρονομικών του δικαιωμάτων (ήτοι καφέδων, σπαγγέτου σπέσιαλ, μοσχαρακίου Ναβαρέν, παγωτών πάσης φύσεως).
«Εγώ δεν ήμουν διανοούμενος, ήμουν ο φίλος των διανοουμένων» λέει σήμερα στο BHMAgazino o 81χρονος Αλέξανδρος Λυκουρέζος μέσα στο κατάμεστο από ενθύμια δικηγορικό γραφείο του επί της οδού Δημοκρίτου, ένα γραφείο που μετρά αισίως πάνω από έναν αιώνα. «Ομως η συνύπαρξή μου με αυτούς του ανθρώπους ήταν ένα σημαντικό κεφάλαιο για τη ζωή μου. Mε εμπλούτισε» προσθέτει. Ο «βροχοποιός» (κατά την ιδιόλεκτο των αμερικανικών νομικών γραφείων, ο δικηγόρος που φέρνει τους πελάτες με τα πολλά λεφτά) με το κομπολόι και τις πλεκτές 60s γραβάτες, αυτή η εκκεντρική, φαουστική φυσιογνωμία που λατρεύει τη μονοφωνική βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική και τη Ζωή Λάσκαρη, ο «δικηγόρος του διαβόλου» που μυθοποίησε και απομυθοποίησε όσο κανείς την ποινική δικηγορία στην Ελλάδα (ταυτίστηκε με τις πιο πολύκροτες ποινικές δίκες των τελευταίων πενήντα ετών αλλά δηλώνει κυνικά ότι όταν στόχος σου είναι η αμοιβή δεν επιτελείς λειτούργημα) εμφανίζεται σήμερα πιο μάχιμος από ποτέ. Οσο και αν τον έχει λαβώσει η εκκρεμούσα υπόθεση της Αιξωνής. «Μαθαίνω δεξιά και αριστερά ότι κάποιοι λένε «Γέρασε ο Λυκουρέζος». Τους απαντώ ότι είμαι νεότερός τους σε πολλά, έχοντας όμως και την εμπειρία που εκείνοι δεν έχουν». Σήμερα το γραφείο του (με είκοσι δικηγόρους και ασκούμενους) παραμένει ένα από τα πλέον ισχυρά των Αθηνών, προσαρμοσμένο βέβαια στο πνεύμα των καιρών, με το ποινικό δίκαιο να διευρύνεται πολλαπλώς (εμφανίζεται πλέον συνυφασμένο με το επιχειρηματικό), όπως άλλωστε πανηγυρικώς διευρύνονται και οι μορφές της παράνομης συμπεριφοράς (έγκλημα «του λευκού κολάρου», διασυνοριακό οικονομικό έγκλημα, έγκλημα στο Διαδίκτυο κ.τ.λ.). Στη σημερινή ατζέντα του συγκαταλέγονται η υπόθεση των «μαύρων ταμείων» της Siemens, η υπόθεση των υποβρυχίων (συνήγορος του επιχειρηματία Μιχάλη Ματαντού), η υπόθεση Τσοχατζόπουλου (μέχρι πρότινος συνήγορος του Γιάννη Σμπώκου), το ΤΑΙΠΕΔ (για την επένδυση στο Ελληνικό) κ.ο.κ. «Εσείς βάλτε απλώς το έγκλημα και ο Λυκουρέζος θα βάλει την υπεράσπιση» που έγραφε προ εικοσαετίας ο ελληνικός Τύπος.
Ο αριστερίζων μεγαλοαστός
Ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος ήρθε στον κόσμο στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 1934 σε μια οικογένεια με μακρά νομική και πολιτική παράδοση. Ο παππούς του Κωνσταντίνος ήταν επιφανής εισαγγελέας (η κορυφαία στιγμή της σταδιοδρομίας ήρθε το 1898 όταν έγινε η απόπειρα δολοφονίας του βασιλέως Γεωργίου Α’ στη λεωφόρο Συγγρού). Ο αυστηρών αρχών πατέρας του Παυσανίας (το πατρικό σπίτι της Ηροδότου στο Κολωνάκι βούιξε από τις φωνές όταν ο ατίθασος υιός πρωτοκάπνισε μπροστά του) διακρίθηκε και στη δικηγορία αλλά και στην πολιτική (μεταξύ άλλων διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση Παπάγου).
Από τα παιδικά του χρόνια ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος θυμάται δύο εικόνες. Τον τετράχρονο εαυτό του να χτυπιέται στο πάτωμα ενός βιεννέζικου ιατρείου (όταν οι γονείς του τον πηγαίνουν το 1938 στην προσαρτημένη από τους Ναζί Αυστρία προκειμένου να υποβληθεί σε εξέταση του δεξιού ματιού του από τον Νομπελίστα καθηγητή Νευροχειρουργικής Γιούλιους Βάγκνερ). Η δεύτερη είναι στα επτά του χρόνια: οι Γερμανοί να μπαίνουν στην Αθήνα. Τα μαθήματα γερμανικών που είχε κάνει μικρός –ο πατέρας του τα έκοψε μαχαίρι όταν ξέσπασε ο πόλεμος –τον βοήθησαν ώστε να ξεστομίσει εκείνο το είσαι «Είσαι γουρούνι» σε έναν γερμανό στρατιώτη στον Εθνικό Κήπο.
«Η μεγαλοαστική καταγωγή μου, παρότι το τονίζω, η οικογένειά μου δεν ήταν ποτέ πλούσια, μου στέρησε το drive» λέει σήμερα ο ίδιος. «Θα είχα πιο δυνατά κίνητρα, αν είχα αισθανθεί μεγαλύτερη πίεση στα πρώτα μου χρόνια. Πάντα θαύμαζα αυτούς που ξεκίνησαν από το τίποτα». Μετά τα ήρεμα, μάλλον άνευρα, μαθητικά χρόνια στο Ελληνικόν Εκπαιδευτήριον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου – Δ.Β. Ελευθεριάδη και το επίμονο φλερτ με την αρχιτεκτονική και το θέατρο, ο νεαρός Αλέξανδρος καταλήγει σχεδόν νομοτελειακά στη Νομική Σχολή Αθηνών (από την οποία αποφοιτά το 1957). Τα φοιτητικά του χρόνια θα αναδείξουν τον εμβριθή μπον-βιβάν που ελλόχευε μέσα του. Χοροί στα ανάκτορα, φιλοσοφείν στο Κολωνάκι, πρωταθλητισμός στην ξιφασκία, χαρίεσσες παρέες με τα πρώτα κρις κραφτ στα νερά του Σαρωνικού, ωραία κορίτσια και κλαμπ (διετέλεσε ιδρυτικό μέλος της «Αθηναίας»), νυχτερινές απαγγελίες στίχων του Σεφέρη στην Πάρνηθα. Υστερα έρχονται οι μεταπτυχιακές σπουδές στη Χαϊδελβέργη. «Θα ακουστεί αλαζονικό αλλά δεν μπορώ να εντοπίσω ποιος άσκησε τη μεγαλύτερη επίδραση σε αυτό που τελικά έγινα. Ισως κατά τη διάρκεια μιας διάλεξης του καθηγητή Βίλχελμ Γκάλας στη Γερμανία μού αποκαλύφθηκε η μαγεία του ποινικού δικαίου. Μέχρι τότε η επαφή μου με τον χώρο ήταν επιδερμική».
H δικηγορική του σταδιοδρομία εγκαινιάζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60 «με έναν κάπως «εξώκοσμο» για τα δικαστήρια πνευματικό εξοπλισμό» (όπως γράφει ο Γιώργος Μαλούχος στο βιβλίο του «Δικηγορικό Γραφείο Κωνσταντίνου – Παυσανία – Αλέξανδρου Λυκουρέζου. 1910-2010. Το χρονικό μιας οικογένειας νομικών», εκδ. Λιβάνη). Από νωρίς προτιμά τη θέση του συνηγόρου υπεράσπισης από εκείνη του συνηγόρου πολιτικής αγωγής. Η πρώτη του υπόθεση δεν προδικάζει επ’ ουδενί λόγω τη λαμπρή συνέχεια: είναι βοηθός συνηγόρου ενός ογδοντάχρονου κατηγορούμενου για βιασμό, ο οποίος τελικά καταδικάζεται. Στα προδικτατορικά χρόνια ο νεαρός δικηγόρος (δεν έχει ακόμη κλείσει τα 30) με την υψηλή πνευματικότητα και τις υψηλές γνωριμίες θα ξεχωρίσει με τις τρεις, έντονα πολιτικοποιημένες δίκες του εκδότη της εφημερίδας «Ελευθερία» Πάνου Κόκκα, αλλά και τις συνεχείς αναθέσεις από φίλους του καλλιτέχνες (εκ των βασικών πυλώνων του πρώιμου πελατολογίου του).
Μεταξύ άλλων διατελεί πληρεξούσιος δικηγόρος των Μάνου Χατζιδάκι – Νάνας Μούσχουρη στη σύγκρουσή τους με τη δισκογραφική εταιρεία Ικαρος του Αλέκου Πατσιφά, αλλά και της Αλίκης Βουγιουκλάκη (όταν η εθνική σταρ στρέφεται εναντίον περιοδικού που έχει ανακοινώσει τον… θάνατό της), συνήγορος υπερασπίσεως του Νίκου Κούρκουλου το 1965 (όταν κατηγορείται βάσει του διαβόητου Νόμου 4000/1958, για «εξύβρισιν οργάνου της τάξεως» και «τεντυμποϊσμόν» έπειτα από καταγγελία αστυφύλακα) κ.ο.κ.
Σημειωτέον ότι τον Φεβρουάριο του 1962 θα πάρει και ιδία γεύση της αστυνομικής βίας. Την ημέρα που έχει προγραμματιστεί από την Αριστερά η πανηγυρική υποδοχή του σοβιετικού κοσμοναύτη Γιούρι Γκαγκάριν στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, ο θερμόαιμος δικηγόρος, άρτι αφιχθείς εκ Χαϊδελβέργης, γίνεται μάρτυρας βίαιης επίθεσης αστυνομικών σε έναν φωτογράφο. Αποφασίζει να επέμβει και σε λίγο βρίσκεται ο ίδιος δαρμένος και κρατούμενος στο τμήμα. «Ημουν ο πρώτος που μήνυσα και καταδίκασα αστυνομικό διευθυντή!» λέει σήμερα.
Την ανοδική πορεία του θα ανακόψει η άφιξη, το 1967, της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως». Ο Λυκουρέζος φεύγει για το Παρίσι και το Λονδίνο (όπου γεννιούνται τα δύο παιδιά του, Ιάσονας και Μαρίνα, από την πρώτη σύζυγό του, την εκπάγλου καλλονής Βραζιλιάνα Αλίσια Κοριολάνο) και εντάσσεται στους κόλπους της αντιδικτατορικής Δεξιάς. Μεταξύ άλλων θα κάνει προσπάθειες σε συνεργασία με τον αξιωματικό του στρατού Μιχαήλ Αρναούτη, γραμματέα του Κωνσταντίνου, προκειμένου να βρει οπλισμό για λογαριασμό της αντιστασιακής οργάνωσης Ελεύθεροι Ελληνες. Οταν ο Παυσανίας Λυκουρέζος πεθαίνει το 1968 στο Μιλάνο, η χήρα και τα δύο παιδιά του (ο Αλέξανδρος και ο αδελφός του Φίλιππος) αναγκάζονται, λόγω των συσσωρευμένων χρεών, να αποποιηθούν την κληρονομιά. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά την επταετή απουσία του, η δικηγορική φήμη του έχει εξανεμιστεί και το τηλέφωνο στο γραφείο δεν χτυπάει σχεδόν ποτέ (το κεφάλαιο τον σνομπάρει ακόμη γιατί τον θεωρεί… αριστερών φρονημάτων).
Ο πολιτικός Λυκουρέζος
Το πολιτικό στίγμα του συγκαταλέγεται, είναι η αλήθεια, στις πολλαπλές αντιφάσεις του. Τον έχουν χαρακτηρίσει μεταξύ άλλων αριστερό, Μητσοτακικό, ΠαΣοΚικό, εθνικιστή (ενδεικτική η εμπλοκή του στο «Δίκτυο 21», μια κίνηση πολιτών για «την απενοχοποίηση του πατριωτισμού», που ανακατεύτηκε σφόδρα στην υπόθεση Οτσαλάν), πράκτορα της CIA, «αγρότη του Κολωνακίου» (ο Κώστας Σημίτης το 2002) και βεβαίως βασιλόφρονα (καθότι ουδέποτε έκρυψε τις αγαστές σχέσεις του με τον «τέως»). Ο ίδιος σήμερα, στα 81 του χρόνια, επιμένει να αυτοπροσδιορίζεται ως ένας «αστός, φανατικός φιλελεύθερος, που έχει φάει «καρπαζιές» και από τη μία και από την άλλη πλευρά, με πολλά προοδευτικά, αριστερογενή οράματα». Και μηνύσεις βεβαίως. Με προεξάρχουσα εκείνη που κατέθεσε κατά της χούντας την 9η Σεπτεμβρίου 1974. «Ηταν μια έμπνευση που είχα καθήμενος μια νύχτα στο γραφείο μου. Ο μακαρίτης ο Βαγγέλης ο Γιαννόπουλος (σ.σ.: επικεφαλής μιας ομάδας δικηγόρων είχε ετοιμάσει αντίστοιχη μήνυση) δεν θα μου το συγχωρέσει ποτέ» («Ο Λυκουρέζος έκανε τη μήνυση για το ονόρε. Για φιγούρα την έκανε» επιτίθεται λάβρος ο «καπετάνιος» στον «Ταχυδρόμο», 05.07.1990).
Εχθροί και φίλοι συμφωνούν πάντως ότι η πρωτοβουλία Λυκουρέζου να ανοίξει τον δρόμο για την ποινική δίωξη των χουντικών ήταν ένα γεγονός ιστορικής σημασίας για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα που έβλαψε το δικηγορικό γραφείο του («άσχετα αν έφερε δόξα») καθότι τον έντυσε (όπως άλλωστε και το μακρύ γένι του το οποίο ένας εισαγγελέας τον συμβούλεψε να κόψει) με έναν ιδιόμορφο αριστερισμό. Ανάλογης τεχνοτροπίας και η μήνυση που κατέθεσε το 1999 (προσερχόμενος ο ίδιος στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης ) κατά της στρατιωτικής ηγεσίας του ΝΑΤΟ για τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας.
Εχοντας συνομιλήσει με τους περισσότερους πολιτικούς της μεταπολεμικής Ελλάδας, ο διάσημος ποινικολόγος επιμένει ότι εκείνος που τον γοήτευσε περισσότερο ήταν ο (φίλος του πατρός του και υπουργός Συντονισμού στην κυβέρνηση Παπάγου, 1952) Σπύρος Μαρκεζίνης: «Συγκλονιστική προσωπικότητα αλλά και αντιφατική, με έναν αυτοκαταστροφικό ναρκισσισμό που τον έκανε να σπρώχνει την καρδάρα με το γάλα». Προσθέτει βέβαια και την κεκτημένη «αντικαραμανλική» ταχύτητά του (που τον αναγκάζει το 1974 να πολιτευθεί πρώτη φορά, ανεπιτυχώς, στη Μεσσηνία με την Ενωση Κέντρου). «Ο «εθνάρχης» δεν με είχε ποτέ εμπνεύσει. Ηταν αυτή η απουσία του πολιτικού Καραμανλή κατά τη διάρκεια της Κατοχής με την οποία δεν συμφιλιώθηκα ποτέ. Το ίδιο καταλόγιζα βέβαια και στον Ανδρέα Παπανδρέου».
Το δικό του φλερτ με την ενεργό πολιτική ήταν ολιγόχρονο αν και, όπως λέγεται, ουδέποτε απομακρύνθηκε πραγματικά από το πλέγμα κορυφής του πολιτικού γίγνεσθαι. Το 2000 εκλέγεται βουλευτής της Α’ Αθηνών με τη ΝΔ (πολλές από τις 42.000 ψήφους που θα συγκεντρώσει θα είναι η εξαργύρωση της τηλεοπτικής δημοφιλίας του). Από τη Βουλή θα τον διώξει το ασυμβίβαστο (2003): «Με έδιωξε, βεβαίως, με τα χειροκροτήματα της Ζωής, η οποία παρόλο που με στήριξε πολύ ποτέ δεν καλοέβλεπε την ανάμειξή μου στην πολιτική…» λέει σήμερα ο πάντα «εθνικώς ανησυχών» δικηγόρος στο ΒΗΜΑgazino. «Ισως αν είχα στρατευθεί από πολύ νέος, να είχα προσφέρει περισσότερα στον τόπο αυτόν…».
Ανατέμνοντας τον δικηγόρο σταρ
Εχοντας πλήρη επίγνωση της θεατρικότητας του ποινικού δικαστηρίου (τουλάχιστον στις παλαιές εποχές που ο λαϊκός Τύπος τρελαινόταν για δάκρυα και αίμα), ο Λυκουρέζος θα γίνει ο κατ΄εξοχήν εγχώριος εκπρόσωπος των effets de manche (=κόλπα του μανικιού) κατά το πρότυπο των μεγάλων ποινικών δικηγόρων της Γαλλίας του 19ου αιώνα που σαγηνεύουν με τον βερμπαλισμό τους. Οι έλληνες δικαστές βρίσκονται ίσως για πρώτη φορά αντιμέτωποι με ένα τόσο περίεργο όσο και επικίνδυνο υβρίδιο. Ο αεράτος Λυκουρέζος με το εκκεντρικό physique, το φλογερό βλέμμα και τα λευκά μαλλιά που ανεμίζουν, με την ευρυμάθεια, την αστική ευγένεια και βέβαια τον δυνατό λόγο δεν θα αργήσει να ανακηρυχθεί στον αδιαμφισβήτητο σταρ της Ευελπίδων (και της ιδιωτικής τηλεόρασης). Μέχρι σήμερα στους διαδρόμους των μεγάλων νομικών γραφείων γύρω από το όνομά του συνυπάρχουν, χωρίς ποτέ το ένα να υπερισχύει του άλλου, το δέος και ο υπαινιγμός. «Αν έρθεις με δικηγόρο τον Λυκουρέζο, θα κουνήσουν το κεφάλι τους πίσω από την πλάτη σου, όμως θα κάτσουν προσοχή. Και στο τέλος βέβαια θα την κερδίσεις τη δίκη» λένε αυτοί που γνωρίζουν.
Τελικά τι κόμισε στην ποινική δικηγορία; «Το σταριλίκι είναι ένα από τα αρνητικά» απαντά σήμερα. «Με εμένα ξεκίνησε κατ’ ουσίαν η ιστορία του δικηγόρου σταρ. Αν και παλαιότερα, που δεν υπήρχε η τηλεόραση, είχα μεγάλη προβολή σε πολλές ποινικές δίκες μέσα από τις σελίδες των εφημερίδων (σ.σ.: την εποχή που αγορεύσεις και καταθέσεις δημοσιεύονταν ολόκληρες). Το σταριλίκι μού έδωσε βέβαια τη δυνατότητα της αναγνωρισιμότητας και μου επέτρεψε να εκλεγώ βουλευτής χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Πήρε όμως και μια διάσταση που υπονόμευσε τη σοβαρότητα και την ακεραιότητα της ποινικής δικηγορίας. Η αστοχία μου ήταν ότι έφτασα στο σημείο να μετατρέψω την οθόνη και τις αφορμές των τηλεοπτικών εμφανίσεών μου σε τηλεοπτικές δίκες».
Σίγουρα η αδιάλειπτη υπερέκθεση της δεκαετίας του ’90 τού έφερε πολλούς πελάτες. Μήπως όμως έδιωξε κιόλας; «Υπάρχει μια κατηγορία πελατών που δεν θέλει να ταυτίζεται με έναν πολύ προβεβλημένο τηλεοπτικά δικηγόρο. Αρα, ναι, κάποιοι έφυγαν. Δεν νομίζω όμως ότι έχω χάσει κάποια μεγάλη υπόθεση…». Παραδέχεται άλλωστε ότι τον έθελγε πάντα το φρενήρες κυνήγι της δημοσιότητας (είτε ο φακός τον συλλαμβάνει κάτω από τα κορινθιακά περιστύλια του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης είτε στους ηδυπαθείς καναπέδες της κοσμικής Αθήνας). «Δεν το μετανιώνω» λέει. «Οσο κρατούσε τη γλένταγα τη δημοσιότητα! Δεν την έκρυψα ποτέ, δεν την κακοποίησα, πιστεύω, ποτέ. Κάποια στιγμή όμως της είπα «Κάνε πίσω»…».
Ο ίδιος διατείνεται ότι διανύει σήμερα μια περίοδο έντονης αυτοκριτικής. «Υπήρξα αναμφισβήτητα αλαζών στα πρώτα μου χρόνια. Οχι στο δικαστήριο αλλά γενικά, και στην κοινωνική μου ζωή… Οσο για εκείνο το «Επάγγελμα Λυκουρέζος» που είχαν γράψει, διερωτώμαι πολλές φορές αν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Αν δηλαδή είναι έτσι ή αν είναι κάτι που καλλιεργήθηκε με δική μου, αν θέλετε, προσπάθεια, αν έπεισα ή παραπλάνησα κάποιους ώστε να το πουν. Αναμφίβολα με κολακεύει αλλά είναι 100% μια υπερβολή. Οπως και εκείνο το «ο κορυφαίος νομικός της χώρας» που είχε γράψει το «Forbes». Μπορώ να θεωρηθώ «κορυφαίος δικηγόρος», το λέω με όλον τον ναρκισσισμό μου. Ομως «νομικός» όχι, διότι παραπέμπει σε μια ευρύτερη θεωρητική γνώση».
«Καλλιτέχνης-δικηγόρος»
«Αν κόμισα κάτι θετικό, νομίζω ότι είναι η σύγχρονη, πολύ μεθοδική και εξαντλητική προετοιμασία των υποθέσεων…» συνεχίζει την εξομολόγησή του στο ΒΗΜΑgazino. Ενίοτε, λένε οι γνώστες, προβαίνοντας σε εκκεντρικούς για την εποχή εκσυγχρονισμούς της μεθοδολογίας της ποινικής υπερασπίσης στην Ελλάδα. Παραδείγματος χάρη, στη σκληρή αντιδικία της εταιρείας Πίτσος με τους εργαζομένους, το καλοκαίρι του 1979, ο Λυκουρέζος (με το μέρος της εργοδοσίας) θα μαγνητοσκοπήσει κρυφά τους απεργούς να δέρνουν εκείνους που επέμεναν να εργαστούν. Ο ίδιος θα περιγράψει επανειλημμένως εαυτόν ως έναν «καλλιτέχνη δικηγόρο»: «Οταν έχεις περιπλανηθεί στη λογοτεχνία, θα φανεί στις αγορεύσεις σου και στα νομικά σου κείμενα. Υπάρχουν συνάδελφοι που είναι εξαιρετικοί στην ανάπτυξη των νομικών επιχειρημάτων ή την αξιολόγηση των παραδοχών μιας υπόθεσης αλλά είναι φτωχοί στη γλωσσική ανάπτυξη αυτών…». Υπάρχει αλήθεια κάποιος έλληνας δικηγόρος που του έχει προκαλέσει δέος; «Από τους παλιούς, ωραίους ποινικολόγους, είχα θαυμάσει τον Μίμη Μπαμπάκο, για το χιούμορ και την απόλυτη ψυχραιμία του –σας θυμίζω ότι παλιά οι ποινικολόγοι είχαμε να κάνουμε και με θανατικές ποινές. Ομως λυπούμαι να το πω, δέος δεν μου έχει προκαλέσει κανένας».
Το όνομά του θα ταυτιστεί με τις πιο πολύκροτες ποινικές δίκες στην Ελλάδα των τελευταίων πενήντα ετών. Τσιμέντα Ηρακλής (η δίωξη κατά της οικογένειας Τσάτσου ), Αθ. Νάσιουτζικ, Γ. Γκιωνάκης, Ι. Βαγιωνής, Γ. Κοσκωτάς, 17Ν. Χωρίς βέβαια να λείψουν και οι επώνυμοι ξένοι πελάτες (π.χ., ο Ράτκο Μπλάντιτς, αρχηγός των στρατιωτικών δυνάμεων των Σέρβων της Βοσνίας). Είναι άλλωστε κοινός τόπος ότι όλα τα «δύσκολα» πάνε στον Λυκουρέζο, ο οποίος ζυγιάζεται πάνω από την κάθε δικογραφία και ύστερα αγκαλιάζει με τις μεγάλες μαύρες φτερούγες τον πελάτη του, έτοιμος, λέγεται, να κάνει τα πάντα για αυτόν. Δεν είναι τυχαίο ότι δίπλα του θα μαθητεύσει όλη η νεότερη γενιά «μεγαλοδικηγόρων» (Αγγελος Πάρσαλης, Σάκης Κεχαγιόγλου, Χριστόφορος Καπαρουνάκης, Σοφία Πολλάλη, Χριστίνα Χαρατσάρη-Βαληνάκη, Πέτρος Μαχάς, Βασιλική Τζότζολα, Παναγιώτης Μπαλτάκος κ.ά.).
Εγκλημα και έρωτας στο Κολωνάκι
Η 36χρονη Ζωή Λάσκαρη αφίχθη στο γραφείο του Λυκουρέζου, στο νούμερο 47 της Σόλωνος, τον Φεβρουάριο του 1976, για μια συμβατική εμπλοκή σχετικά με μια θεατρική περιοδεία της στη Γερμανία. Πήγε συστημένη από τη φίλη της Καρλότα Ξανθοπούλου (σύζυγο τότε του Σταύρου Ξαρχάκου). Πρώτη φορά βέβαια είχε συναντήσει τον Λυκουρέζο στο Κακουργιοδικείο Αθηνών, το 1964, στην πολύκροτη δίκη του πέρση αεροπόρου Ρεζά Μιρτολουί που κατηγορούνταν για τη μυθιστορηματική δολοφονία της ερωμένης του, γνωστής στους κοσμικούς αθηναϊκούς κύκλους ως Τζούλια Συρεγγέλα. Παρά τη φιλία του με το θύμα και τη μαινόμενη κοινή γνώμη που ζητούσε την κεφαλή του Ρεζά επί πίνακι, ο νεαρός Λυκουρέζος ανέλαβε την υπεράσπιση του γοητευτικού σμηναγού και πέτυχε την αθώωσή του «λόγω πλήρους συγχύσεως». «Είχαμε πάει μια παρέα κοπέλες να ακούσουμε την αγόρευσή του…» λέει σήμερα στο ΒΗΜΑgazino η 70χρονη Ζωή Λάσκαρη. «Δεν πήγαμε βέβαια για τον Λυκουρέζο, ήμασταν απλώς υπέρ του Πέρση».
Πίσω στο 1976, με πρόσχημα κάποιες ερωτήσεις σχετικά με την υπόθεσή της, ο γνωστός ποινικολόγος προσκαλεί τη «Ζωίτσα» για δείπνο στου «Ζαφείρη» στην Πλάκα. Το φλερτ του, όπως θα εξομολογηθεί πολλές φορές η ίδια, ήταν επίμονο και αδιάκριτο. Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 21 Ιουνίου 1976, το ζεύγος παντρεύεται σε κλειστό οικογενειακό κύκλο (μαζί και η οκτάχρονη Μάρθα, κόρη της ελληνίδας σταρ από τον προηγούμενο γάμο της με τον επιχειρηματία Πέτρο Κουτουμάνο) στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα. Κουμπάρος, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Θα αποκτήσουν μία κόρη, τη Μαρία-Ελένη (η οποία το 1998, σε ηλικία 19 ετών, θα συνάψει τον γάμο των «32 ημερών» με τον ηθοποιό, πολιτικό σήμερα, Απόστολο Γκλέτσο).
Στην 39χρονη εφέτος κοινή ζωή του Αλέξανδρου με τη Ζωή θα πέσουν πολλοί προβολείς και πολλές σκιές (θεαματικότητα 70% αγγίζει το 1992 η εκπομπή του Mega «Ενώπιος Ενωπίω» του Ν. Χατζηνικολάου όταν Λάσκαρη – Λυκουρέζος μιλούν στο πανελλήνιο, μαζί με μια μάλλον απρόθυμη Μάρθα, για το πρόβλημά της με τα ναρκωτικά). «Είμαι ευτυχής που κράτησε αυτός ο γάμος» λέει η Ζωή Λάσκαρη στο ΒΗΜΑgazino. «Οταν παντρευτήκαμε έβαζαν στοιχήματα ότι με τη «σταρ» δεν θα κρατήσει. Θέλει βέβαια δύο αυτό το παιχνίδι για να πετύχει». Ούτε οι κάμποσες ερωτικές εκτροπές του Αλέξανδρου, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα της Ζωής, θα διαλύσουν αυτή την ιδιότυπη συγχώνευση. Ως γονείς συμφωνούσαν; «Οχι, μου έκανε διαρκώς «παράσιτα»» λέει η Ζωή Λάσκαρη. «Ηταν αυτή η ενοχή του ότι δούλευε πολύ και δεν ήταν συχνά παρών. Δεν ακολουθούσε ποτέ τη γραμμή που εγώ έβαζα στα παιδιά, δεν τους έβαζε όρια…». Σήμερα στο Πόρτο Ράφτη ζουν μαζί με τη Μάρθα και τη 18χρονη Ζένια, κόρη της με τον (θανόντα το 2004) Βλάση Μπονάτσο.
Ποια θεωρεί η Ζωή Λάσκαρη μεγαλύτερη παρανόηση γύρω από τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο; «Οτι είναι ο σατανικός, ο ραδιούργος και ιντριγκαδόρος δικηγόρος… Θα γίνει βέβαια σκληρός για να προστατεύσει τον πελάτη του. Για τον πελάτη του, ναι, δίνει ρέστα. Αλλά ιντριγκαδόρος ο Αλέξανδρος! (γελάει πληθωρικά)». «Καμία σχέση. Εγώ βλέπω ένα αρνί…».
Ο σκοτεινός Λυκουρέζος
Οπως και να ‘χει, οι εχθροί του (και είναι πολλοί) θα σπεύσουν επιμελώς να χτίσουν το οικοδόμημα του «σκοτεινού Λυκουρέζου». Που μόνο και μόνο για να δει τον φάκελό σου ζητεί υπέρογκα ποσά, που αλιεύει σχεδόν εμμονικά «μεγαλοπελάτες», που αποπειράται να εξαργυρώσει (με γνωριμίες, δικονομικά τεχνάσματα κ.ο.κ.) όλες τις παθογένειες (και είναι πολλές) της ελληνικής Δικαιοσύνης. Δεν είναι επίσης λίγες φορές που θα κατηγορηθεί για αμοραλισμό («Ολα τα σφάζω, όλα τα αθωώνω» έγραφε παλιά για αυτόν ένα σύνθημα σε τοίχο της Αθήνας). Ακόμη και εμπόρους ναρκωτικών δέχεται να υπερασπιστεί, θα γράψουν κακεντρεχώς πλείστα έντυπα στις αρχές της δεκαετίας του ’90 «και ας χτύπησε η μοίρα την πόρτα και της δικής του οικογένειας».
«Δεν επιλέγεις τον πελάτη, σε επιλέγει» λέει σήμερα εμφατικά. «Εγώ δεν πήγα ποτέ να χτυπήσω την πόρτα του τάδε και να του πω «Θέλω να γίνω δικηγόρος σου», όπως έχουν κάνει κάποιοι συνάδελφοί μου… Σύμφωνα με τον νομικό πολιτισμό του λεγόμενου δυτικού κόσμου, κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα σε νομική προστασία…». Δεν έχει κάποια κόκκινη γραμμή; «Τους βιαστές ανηλίκων». Ο βιαστής ανηλίκων δεν έχει κατοχυρωμένο δικαίωμα σε νομική προστασία; «Το έχει αλλά εκεί δεν μπορώ να εφαρμόσω τους κανόνες της ηθικής υπεράσπισης».
Στο οικοδόμημα του «σκοτεινού Λυκουρέζου» θα συμβάλει και το «ατόπημά» του την τελευταία ημέρα της δίκης Βαγιωνή (ο μεγαλοβιομήχανος Ιωσήφ Βαγιωνής δικάζεται για τον φόνο της νεαρής φιλολόγου και ερωμένης του Ελένης Πίσχου σε ένα ολέθριο ερωτικό θρίλερ που θα συνταράξει ολόκληρη την Ελλάδα).
Ολα ξεκίνησαν στις 20 Μαΐου 1996 την ώρα που εκφωνήθηκε η απόφαση από την πρόεδρο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Χαλκίδας Χριστοφόρη Μπακατσέλου (ο Βαγιωνής καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 21 χρόνια κάθειρξη, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας που τελέστηκε με ενδεχόμενο δόλο –μια σπάνια, ομολογουμένως, ήττα για το λυκουρεζικό παλμαρέ, προς τέρψιν του αντίδικου και αιωνίου αντιπάλου του Αλέξανδρου Κατσαντώνη. Βέβαια, το 1998 το Εφετείο αναγνώρισε στον μεγαλοβιομήχανο το ελαφρυντικό της καλής συμπεριφοράς και του επέβαλε ποινή κάθειρξης 17 ετών). Στη Χαλκίδα ο συνήγορος υπεράσπισης Αλέξανδρος Λυκουρέζος έχασε την παροιμιώδη ψυχραιμία του, δηλώνοντας μπροστά σε κάμερες και μικρόφωνα ότι η απόφαση ήταν «προϊόν προκατάληψης και προαπόφασης». Αίφνης όμως η πρόεδρος του δικαστηρίου τού απάντησε με τη σειρά της: «Ηρθατε στο γραφείο μου και με απειλήσατε…», καταγγέλλοντας ότι ο γνωστός ποινικολόγος την είχε επισκεφθεί προκειμένου να της ασκήσει ψυχολογική βία και να επηρεάσει την απόφασή της στην υπόθεση. Αποτέλεσμα θα είναι η άσκηση αυτεπάγγελτα πειθαρχικής δίωξης εναντίον του από τον ίδιο τον τότε πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου της Αθήνας Αντώνη Ρουπακιώτη.
Ο (συχνά υπέρ το δέον) επικοινωνιακός Αλέξανδρος Λυκουρέζος θα παραδεχτεί στον περιοδικό Τύπο ότι όντως επισκέφθηκε τη δικαστή στο γραφείο της, αποκλειστικά όμως για να της εκφράσει τις σοβαρές υπόνοιές του για μη αντικειμενική διεξαγωγή της δίκης: «Βέβαια το να χτυπάς την πόρτα μιας προέδρου ενώ συνεχίζεται η διαδικασία και εκκρεμεί η δίκη δεν είναι σύνηθες φαινόμενο –και ίσως δεν είναι και κομψό. Δεν απαγορεύεται από κανέναν συγκεκριμένο κανόνα, υπάρχει όμως μια πρακτική που υπαγορεύει ότι οι συζητήσεις με τους δικαστές όσο διαρκεί μια δίκη πρέπει να γίνονται με την παρουσία και των δύο πλευρών, υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής. Αυτά όμως που ήθελα να πω δεν μπορούσα να τα πω μπροστά σε άλλους. Ακολούθησα λοιπόν ανορθόδοξο τρόπο. Ετσι χτύπησα την πόρτα της και εξέφρασα την επιθυμία να της μιλήσω» («Downtown», 06.06.1996).
Στο ίδιο δημοσίευμα θα μιλήσει εκτενώς για την κατ’ αυτόν «εγγενή» μεροληψία της έδρας: «Εχω την εντύπωση ότι οι τρεις κυρίες δικαστές είδαν τον κατηγορούμενο, Βαγιωνή, από την έναρξη της δίκης σαν το «χυδαίο» σύμβολο της οικογενειακής, ερωτικής και κοινωνικής ανηθικότητας». Τελικώς, θα απαλλαχθεί αλλά, όπως λένε οι αντίπαλοί του στη δικηγορική πιάτσα, η υπόνοια περί παρασκηνιακών «ελιγμών» για τον επηρεασμό της κρίσης δικαστικών λειτουργών θα ακολουθεί σαν σκιά το brand name Λυκουρέζος.
Πρόσφατα, ενεπλάκη σε μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις καταπάτησης και παράνομης πώλησης δασικής έκτασης των τελευταίων ετών. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, φέρεται ότι στην υπόθεση της Αιξωνής στη Γλυφάδα περίπου 1.000 στρέμματα δασικής έκτασης πωλήθηκαν με πλαστούς και εικονικούς τίτλους, προκαλώντας στο Δημόσιο ζημία περί τα 150 εκατομμύρια ευρώ. Στον κατάλογο των 26 κατηγορουμένων περιλαμβάνεται και το όνομα του Αλέξανδρου Λυκουρέζου. Ωστόσο, πρωτοδίκως ο γνωστός ποινικολόγος κρίθηκε αθώος για το μεγαλύτερο μέρος του κατηγορητηρίου ενώ κηρύχθηκε ένοχος μόνο για ηθική αυτουργία σε χρήση πλαστού εγγράφου κατά του Δημοσίου και καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών με αναστολή (αφέθηκε ελεύθερος μετά την καταβολή χρηματικής εγγύησης 150.000 ευρώ). «Δεν κρύβω ότι είναι κάτι που με ενόχλησε, με εξόργισε, με πλήγωσε» λέει στο ΒΗΜΑgazino. «Είναι μια άθλια σκευωρία σε βάρος μου, η οποία δυστυχώς κατασκευάστηκε από κάποιους (κάποια μέρα θα τους κατονομάσω), οι οποίοι είχαν στόχο να με εξοντώσουν επαγγελματικά. Αλλά επειδή ξέρω ότι η αλήθεια θα φανεί και θα δικαιωθώ, έχω απόλυτη αισιοδοξία και εμπιστοσύνη στη δικαιοσύνη. Ηδη το 80% της κατηγορίας κατέρρευσε στο πρώτο δικαστήριο και απομένει ένα 20% για το Εφετείο (σ.σ.: τον προσεχή Μάιο). Αυτό που με ικανοποιεί είναι ότι ύστερα από αυτή μου την περιπέτεια, οι πελάτες μου έμειναν στο γραφείο μου και η επαγγελματική μου δραστηριότητα όχι μόνο δεν συρρικνώθηκε αλλά επεκτάθηκε και διευρύνθηκε με νέους πελάτες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό…».
Ο συνδαιτυμόνας του διαβόλου
Υπάρχει αλήθεια εκεί έξω κάποιος Ιαβέρης που τον έχει άχτι; «Σήμερα όχι, δεν υπάρχει κάποιος. Απειλές βέβαια έχω δεχτεί. Μετά τη μήνυση κατά της χούντας, είχα γράμματα, τηλέφωνα, «Θα σε φάμε», «Θα σε δείξουμε». Αλλά και όταν υπερασπίστηκα, το 1985, τον αστυνομικό Αθανάσιο Μελίστα που κατηγορείτο για την ανθρωποκτονία του 15χρονου νεαρού Μιχάλη Καλτεζά (σ.σ.: στην πολιτική αγωγή ο Φώτης Κουβέλης και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος). Η αθώωση του Μελίστα στο Εφετείο είχε προκαλέσει σοβαρά επεισόδια, έκαιγαν τη φωτογραφία μου στο Πολυτεχνείο… Με είχαν ρωτήσει τότε τι θα είχα κάνει αν είχε έρθει πρώτη σε εμένα η μάνα του παιδιού. Τους απάντησα ότι θα είχα αναλάβει την υπεράσπισή της, όμως ήρθε η Αστυνομία πρώτη».
Τελικά τι ίχνη τού άφησε η ποινική εμπειρία, αυτός ο χρόνιος συναγελασμός με το φαύλο; «Με έκανε να συνειδητοποιήσω πολύ πιο καθαρά την ανθρώπινη άβυσσο. Το πόσο εν δυνάμει όλοι μας μπορεί κάποια στιγμή να διαπράξουμε άδικο πράξη. Εγώ δεν έφτασα ποτέ μέχρι σήμερα στη ζωή μου στο σημείο να δοκιμαστούν τα όριά μου, να πω ότι σχοινοβατώ… Ομως θεωρώ, και ίσως είναι μια ακραία τοποθέτησή μου, ότι είμαστε όλοι εν δυνάμει αυτόχειρες ή εγκληματίες…».
«Πώς να καταλάβει κάποιος έναν εγκληματία δίχως να ‘χει ο ίδιος, έστω και μια φορά, έστω και στη φαντασία του, γευτεί τις ρίζες του κακού;» γράφει στο βιβλίο του «Η στρατηγική της δίκης» (εκδ. Πλέθρον) ένας άλλος «δικηγόρος του διαβόλου», ο γαλλοταϊλανδός ποινικολόγος Ζακ Βερζές. «Πώς να υπερασπιστεί τη δημόσια τάξη δίχως να την έχει νοερά περιδιαβεί;…». Στην ερώτηση του BHMAgazino αν τελικά ο ίδιος συνέφαγε κάποια στιγμή με τον διάβολο, ο 81χρονος Αλέξανδρος Λυκουρέζος, που δηλώνει αποφασισμένος να δικηγορήσει για τουλάχιστον μια 20ετία ακόμη, απαντά: «Κοιτάξτε, αναλαμβάνοντας μια ποινική ή άλλη υπόθεση, και με τον διάβολο θα συμφάγεις και με τους αγγέλους θα συμφάγεις. Φτάνει να μην εξευτελίσεις τους κανόνες της δικηγορικής δεοντολογίας. Το θέμα άλλωστε είναι τι τρως με τον διάβολο και αν σε πιάνει το στομάχι σου μετά…».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ