Ντέιβιντ Ρέμνικ. Ξεκίνησε ως δημοσιογράφος στη «Washington Post» το 1981, κατευθείαν μετά την αποφοίτησή του από το κολέγιο. Το 1988 παίρνει την απόφαση να πάει ως ανταποκριτής της εφημερίδας στην κομμουνιστική Μόσχα, μια απόφαση που τον οδηγεί έπειτα από έξι χρόνια στο βραβείο Πούλιτζερ για το πρώτο του βιβλίο «Lenin’s Tomb» και το 1998, στα 39 του χρόνια, στην ακριβοθώρητη θέση του διευθυντή στο περίφημο περιοδικό «The New Yorker», το οποίο μετράει εφέτος 86 χρόνια επιτυχημένης κυκλοφορίας. Διαδεχόμενος την αμφιλεγόμενη Τίνα Μπράουν (τώρα αφεντικό στο «Νewsweek»), ο αστέρας ρεπόρτερ του περιοδικού δεν θα εγκαταλείψει τα πατροπαράδοτα σκίτσα-σήμα κατατεθέν του ιστορικού εντύπου, αλλά θα το εκτοξεύσει στη συνείδηση των αναγνωστών παγκοσμίως, αποσπώντας, εκτός από ευρύτερη αναγνωσιμότητα, πωλήσεις άνω του ενός εκατομμυρίου αντιτύπων κάθε εβδομάδα και περισσότερο κύρος – 30 βραβεία όλων των ειδών. Ο ίδιος θα εξασφαλίσει ετήσια αμοιβή ύψους ενός εκατομμυρίου δολαρίων…

Το γραφείο του 53χρονου σήμερα Ρέμνικ βρίσκεται στον 20ό όροφο, σε έναν ουρανοξύστη πάνω στην Τάιμς Σκουέαρ. Εκεί μάς οδήγησε η ευγενέστατη Αλέξις, η αφροαμερικανή γραμματέας του με καταγωγή από την Αλαμπάμα. Είναι ένα γωνιακό γραφείο όλο τζαμαρία από το οποίο βλέπει κάποιος την πολύβουη πλατεία σε κάτοψη – μια άποψη που έχουμε μόνο από ταινίες. Μέρος ενός μεγάλου ενιαίου χώρου που συμπληρώνεται από την αίθουσα συσκέψεων, το γραφείο του διευθυντή είναι γεμάτο με βιβλία αμερικανών και γάλλων συγγραφέων, ενώ εντύπωση στον επισκέπτη προκαλεί μία βιογραφία του γάλλου σκηνοθέτη της νουβέλ βαγκ Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Ορθια στο πάτωμα έχουν αφεθεί περίπου 30 κάδρα με φωτογραφίες του ίδιου του Ρέμνικ από τις συναντήσεις του με εξέχουσες προσωπικότητες – Νίξον, Γκορμπατσόφ κ.ά. Μοιάζουν να είναι έτοιμα να κρεμαστούν στους τοίχους, αλλά δεν είσαι και απολύτως σίγουρος – στο δημοσιογραφικό αυτό γραφείο ισχύει μια αίσθηση μονιμότητας του προσωρινού. Καθήσαμε στον χώρο των συσκέψεων. Εκεί υπάρχει μια τεράστια τηλεόραση και ένα ψυγειάκι από το οποίο ο Ρέμνικ έβγαλε το μπουκάλι νερό που του ζητήσαμε και μια Coca Cola light για τον ίδιο. Ούτε ποτήρι ούτε καλαμάκι, αρχίσαμε να πίνουμε από το μπουκάλι και να συζητάμε…

Χαιρόμαστε πολύ που σας συναντάμε, διότι είστε δημοσιογράφος, συγγραφέας και εκδότης. Ενας διανοούμενος άνθρωπος. «Οχι, δεν νομίζω ότι ισχύει καθόλου αυτό. Τώρα, προτού έρθετε, το θέμα για το οποίο συζητούσα στο γραφείο μου ήταν για ένα σκίτσο με δύο σκυλιά που κουβεντιάζουν μεταξύ τους. Δηλαδή τίποτα το τόσο σημαντικό. Χθες, άλλωστε, μου λέτε ότι συναντήσατε τον Νόαμ Τσόμσκι. Δεν συμφωνώ πάντα με όλα όσα λέει, αλλά η συνεισφορά του στη γλωσσολογία είναι στο επίπεδο του Αϊνστάιν για τη φυσική. Επομένως, αυτός είναι ένας πραγματικά διανοούμενος. Εγώ απλώς “τρέχω” ένα πολύ σημαντικό περιοδικό παγκοσμίως».

Πολύ σεμνό από την πλευρά σας. Είναι, όμως, απλό το να «τρέχετε» με τεράστια επιτυχία τόσα χρόνια ένα τέτοιο περιοδικό; «Απλό δεν είναι, όμως, ένα περιοδικό, μια εφημερίδα ή ένας σταθμός, πρέπει να ζει μέσα στην αλήθεια και στην κανονικότητα των πραγμάτων, και επομένως και οι δημοσιογράφοι και οι εκδότες που δουλεύουν σε αυτά να επιτρέπουν στον εαυτό τους να είναι κανονικοί άνθρωποι. Αυτή είναι η πρώτη αρχή για οτιδήποτε στη δημοσιογραφία. Το ξέρω ότι αυτό ακούγεται σαν μια μεγαλοστομία από τον διευθυντή ενός περιοδικού που επηρεάζει τόσο πολλούς παγκοσμίως και το οποίο μέσα έχει κυρίως σκίτσα αντί για φωτογραφίες, όμως, έτσι είναι τα πράγματα».

Επομένως, ποιο πιστεύετε ότι είναι το καθήκον ενός δημοσιογράφου; «Το καθήκον του δημοσιογράφου είναι ο ανελέητος έλεγχος των πολιτικών, ο ανελέητος έλεγχος των γεγονότων και η ανελέητη αναζήτηση της αλήθειας. Ενα έντυπο, αν έχει αρχές, δεν ξεκινάει εδώ που μιλάμε εμείς, αλλά εκεί μέσα, στο τμήμα διασταύρωσης γεγονότων. Εδώ, στο “New Yorker”, 16 άνθρωποι αυτό που κάνουν 24 ώρες το 24ωρο είναι να παίρνουν το κάθε κείμενο και να διασταυρώνουν την κάθε πληροφορία που υπάρχει μέσα σε αυτό. Τηλεφωνούν στους ανθρώπους που μας έχουν μιλήσει ή στις πηγές μας και τους ρωτούν: “Το είπατε αυτό; ” ή “Ετσι το είπατε;”. Αυτός είναι ένας και ο πιο βασικός τρόπος για να προλάβεις την ανακρίβεια και είναι αυτό που πρέπει να κάνει κάθε καλό περιοδικό».

Αρα, δεν πιστεύετε και στην περίφημη φράση του Μάρσαλ Μακ Λούαν ότι «το μέσο είναι το μήνυμα»; «Οχι, είναι ένα κλισέ και δεν συμφωνώ καθόλου! Για παράδειγμα, δεν μου αρέσει το Fox News, όπως δεν αρέσει και σε εσάς απ’ ό,τι καταλαβαίνω. Διότι αυτό που κάνει το Fox News είναι ένα ψέμα. Και είναι θλιβερό, γιατί δεν είναι το μόνο τέτοιο σόου στην πόλη».

{{{ moto }}}

Ο παθιασμένος τρόπος που μας μιλάτε φέρνει στο μυαλό τη φράση «τα συγκρατημένα πάθη είναι για τους μέτριους ανθρώπους». «Τα συγκρατημένα πάθη μερικές φορές είναι αρετή, ιδίως στην πολιτική. Εγώ ζω σε ένα περιβάλλον ασυγκράτητης υστερίας, ασυγκράτητης πολιτικής υστερίας. Δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα, αλλά αν ανοίξετε εδώ την τηλεόραση θα δείτε ότι μερικοί δεν έχουν καμία πολιτική άποψη, ενώ οι περισσότεροι, και οι χειρότεροι, είναι γεμάτοι με παθιασμένες εμμονές».

Ας επιστρέψουμε στον «ανελέητο έλεγχο για την αλήθεια» που είπατε. Αφορά και τους «Αγανακτισμένους» της Νέας Υόρκης; «Ναι, βεβαίως. Και πρέπει να ψάξουμε και να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι αυτό που θέλουν. Δηλαδή, τι θα σημαίνει τελικά μία νίκη για το κίνημα “Occupy Wall Street”».

Οι νέοι, όμως, δεν ευθύνονται για την κρίση. Ετσι δεν είναι; «Σωστά. Το θέμα είναι ότι οι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι βρίσκονται σε μια ηλικία στην οποία πρέπει για πρώτη φορά στη ζωή τους να αρχίσουν να εναποθέτουν την πίστη τους στους πολιτικούς, είναι εντελώς απογοητευμένοι. Η μόνη ωριμότητα που μπορεί να έχει άμεσα ένας νέος άνθρωπος, για να μην απογοητευτεί εντελώς και χαθεί σε λάθος σκέψεις, είναι ότι αυτό έχει συμβεί και στο παρελθόν πάρα πολλές φορές και με άλλους νέους».

Από τον Μπαράκ Ομπάμα ως πρόεδρο είστε εν τέλει γοητευμένος ή απογοητευμένος; «Κοιτάξτε. Από τους προέδρους πάντα θα υπάρχουν παράπονα και απογοητεύσεις. Από όλους τους προέδρους ανεξαιρέτως. Ακόμη και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να είχε γίνει πρόεδρος, μετά το τέλος της θητείας του θα ήμασταν απογοητευμένοι και από αυτόν».

Μιλώντας για τον Ομπάμα, θυμάμαι εκείνο το εξώφυλλο του «New Yorker», όταν ακόμη ήταν υποψήφιος για πρόεδρος: το σκίτσο απεικόνιζε αυτόν και τη σύζυγό του ντυμένους Ταλιμπάν μπροστά στο τζάκι του Λευκού Οίκου… «Να σας διακόψω και να σας πω ότι με έχουν ρωτήσει πάρα πολλές φορές για αυτό. Και το έχω εξηγήσει».

Εμείς να σας ρωτήσουμε κάτι άλλο: Οταν ένας εκδότης αναγκάζεται να βγει και να εξηγήσει το εξώφυλλό του, αυτό το εξώφυλλο είναι επιτυχημένο ή αποτυχημένο; «Δεν μου το έχουν ρωτήσει ξανά αυτό. Επιτρέψτε μου να σας απαντήσω λίγο περιφραστικά: Κατ’ αρχάς, να σας πω ότι με εκείνο το εξώφυλλο έστρεψαν το βλέμμα τους προς το περιοδικό άνθρωποι οι οποίοι συνήθως δεν το κοίταζαν καν και άρχισε μια πολύ σημαντική συζήτηση. Εκείνη την εποχή πήρα πολλές χιλιάδες e-mail και επιστολές, τα οποία ξεκινούσαν με χαρακτηριστικά παρόμοιο τρόπο: “Αγαπητέ κύριε Ρέμνικ, φυσικά και καταλαβαίνω το νόημα του εξωφύλλου σας, αλλά είναι αυτοί οι άνθρωποι εκεί έξω που δεν θα καταλάβουν”. Ξέρετε, στη γεωγραφία μας εδώ στη Νέα Υόρκη υπάρχει αυτό το τεράστιο “εκεί έξω”, που σημαίνει “δυτικά του ποταμού Χάτσον και ανατολικά της Καλιφόρνιας” (όλη δηλαδή η ηπειρωτική Αμερική). Μου έλεγαν, λοιπόν, ότι αυτοί οι άνθρωποι που ζουν σε αυτό το “εκεί έξω” δεν θα καταλάβουν το εξώφυλλο και θα το χρησιμοποιήσουν σαν ένα φρικτό ρατσιστικό εργαλείο εναντίον του Ομπάμα με τρομερές συνέπειες. Αυτό, όμως, δεν συνέβη ποτέ. Για να απαντήσω, όμως, τελικά στην ερώτησή σας: Από τη στιγμή που αναγκάστηκα να το εξηγήσω ήταν ένα αποτυχημένο εξώφυλλο».

Δεν πρέπει να είμαστε πολύ επιφυλακτικοί με αυτούς που δηλώνουν «φανατικοί της αντικειμενικότητας»; Πιστεύετε ότι τελικά υπήρχε πραγματική αγωνία σε όλα αυτά που σας έγραφαν ή ήταν υποκρισία; «Εδώ είναι το πολύ σημαντικό γεγονός. Αυτήν τη φορά υπήρχε ειλικρινής αγωνία για να μην επηρεαστεί η εκλογή του Ομπάμα και μαζί με αυτό να χαθεί μια πραγματικά μεγάλη ελπίδα για το μέλλον που είχε ο κόσμος από την εμφάνισή του στην πολιτική σκηνή».

Γι’ αυτό γράψατε βιβλίο με τη βιογραφία του Ομπάμα; Αυτή η ιστορία με τους Αφροαμερικανούς στις ΗΠΑ μάς θυμίζει τις δικές μας «Οδύσσεια» και «Ιλιάδα». «Πραγματικά, αυτό είναι το έπος της Αμερικής, το φυλετικό θέμα. Τα πάντα σε αυτήν τη χώρα έχουν να κάνουν με αυτό. Η πολιτική, τα σπορ, το χιούμορ, ο εμφύλιος, η κουλτούρα μας, ο Τζέιμς Μπράουν, η Αρίθα Φράνκλιν, όλα περιέχουν το φυλετικό θέμα. Δεν υπάρχει Αμερική χωρίς τους μαύρους. Και ξαφνικά εμφανίζεται αυτός ο μαύρος τύπος με το περίεργο όνομα που μοιάζει με του Οσάμα και συμβαίνει κάτι απίστευτο και μοναδικό στην Ιστορία μας. Ενιωσα ότι έπρεπε να γράψω μια δημοσιογραφική βιογραφία αυτού του ανθρώπου».

Τα αρνητικά του Ομπάμα τα γράψατε σε αυτήν τη βιογραφία; «Απολύτως. Δεν είμαι όργανο του Δημοκρατικού ή του Ρεπουμπλικανικού, ή οποιουδήποτε άλλου κόμματος. Η δουλειά μου δεν είναι να βοηθήσω να εκλεγεί κάποιος πρόεδρος, αλλά να λέω την αλήθεια. Αυτό κάποια φορά μπορεί να έχει τη μορφή ενός σοβαρού άρθρου και κάποια άλλη ενός κωμικού σκίτσου. Αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργώ εγώ και το “New Yorker”. Μερικά περιοδικά δεν είναι έτσι, αλλά τα πραγματικά σημαντικά έντυπα σε παγκόσμιο επίπεδο έτσι λειτουργούν».

Υπήρξε κάποιο σημείο στην πρόσφατη πολιτική ιστορία κατά το οποίο να σκεφτήκατε ότι «τώρα αρχίζει η πτώση των Ηνωμένων Πολιτειών»; «Οχι. Τα πράγματα αλλάζουν τόσο γρήγορα και εδώ στις ΗΠΑ και στον υπόλοιπο κόσμο που δεν μπορείς να ξέρεις ακριβώς σε ποιο ιστορικό σημείο βρίσκεσαι».

Για να είμαστε ειλικρινείς, στο μυαλό μας είχαμε την εκλογή του Ρόναλντ Ρίγκαν ή του Τζορτζ Μπους του νεότερου. «Κοιτάξτε τι παράξενο συμβαίνει. Τον Ρίγκαν αν τον δεις ξανά τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια, ενώ είχε πάρα πολλά αρνητικά που μπορείς να του καταλογίσεις, πλέον μοιάζει πιο λογικός και πιο “πολιτικός” σε αρκετές από τις επιλογές του συγκρινόμενος με τον Μπους τον νεότερο ή με αυτούς του Tea Party, τη Μισέλ Μπάκμαν ή τον Ρικ Πέρι. Ακόμη και ο Ομπάμα το επεσήμανε αυτό κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του και έκανε έξαλλη τη Χίλαρι Κλίντον, αλλά είναι απολύτως σωστό».

Δημοσιογραφικά, ποια εμπειρία ήταν καταλυτική στην καριέρα σας; «Ο κάθε άνθρωπος στη ζωή του, αν είναι τυχερός, έχει μία εμπειρία η οποία διαμορφώνει βαθιά και ουσιαστικά πώς θα κάνει ό,τι κάνει για την υπόλοιπη ζωή του. Για εμένα αυτή η εμπειρία ήταν όταν στα 30 μου έζησα ως δημοσιογράφος στη Μόσχα. Πολιτικά ήταν μια πολύπλοκη περίοδος, αλλά αυτό που εξέφραζε περισσότερο σε εμένα ήταν η άνθηση της αλήθειας. Ηταν μια κοινωνία η οποία από το 1970 ως το 1991 έζησε μέσα σε έναν πολύ ιδιότυπο ιστό ψέματος, και το να είσαι ένας αξιοπρεπής άνθρωπος σήμαινε το να ζεις έξω από αυτό το σύστημα και να κάνεις αυτό που έλεγε ο Σολζενίτσιν, “να ζεις στην αλήθεια”».

Αυτό δεν ήταν το τελευταίο κείμενο που έγραψε το 1974, προτού τον απελάσουν; «Ναι, και αυτό που αντιπροσώπευε η περίοδος από το 1989 μέχρι το 1991 στη Ρωσία ήταν μια προσπάθεια να σπάσει ένα ολιστικό σύστημα ψέματος και να ζήσουν στην αλήθεια».

Οσο ήσασταν στη Μόσχα προσπαθήσατε να πάρετε συνέντευξη από κάποιον παλαιό συνεργάτη του Στάλιν; «Οι περισσότεροι δεν ζούσαν εκείνη την εποχή, με εξαίρεση τον Λαζάρ Καγκανόβιτς. Αυτός ήταν στο πολιτικό γραφείο του Στάλιν και συμπτωματικά ζούσε στο ίδιο κτίριο με κάτι φίλους μου. Πήγαινα, λοιπόν, κάθε ημέρα και του χτύπαγα την πόρτα για να του μιλήσω, αλλά αυτός δεν άνοιγε. Τον άκουγα ότι ήταν μέσα. Δεν τον συνάντησα ποτέ, αλλά όταν πέθανε πήγα και στην κηδεία του. Εχει ενδιαφέρον αυτό που έγινε όταν έγραφα το βιβλίο “Lenin’s Tomb” το 1994. Βγήκαμε και ήπιαμε για να συζητήσουμε με τον εγγονό του Στάλιν. Από τη μία είχα, λοιπόν, αυτόν ο οποίος στην εμφάνιση ήταν ολόιδιος ο παππούς του και από την άλλη εκείνο το βράδυ είχα τριγύρω μου φανατικούς σταλινιστές. Ηταν λίγο σουρεαλιστικό».

Είστε από αυτούς που πιστεύουν ότι θα ήταν καλύτερα να μην είχε καταρρεύσει η ΕΣΣΔ και να είχε παραμείνει ως αντίπαλο δέος των ΗΠΑ; «Οχι, δεν το πιστεύω. Η Σοβιετική Ενωση είχε μια καταπιεστική ιμπεριαλιστική δομή και το μόνο θετικό ήταν ότι υπήρχε μια σταθερότητα, η οποία, όμως, ήταν σκληρή και καταναγκαστική. Βεβαίως, για ορισμένα κράτη της πρώην Σοβιετικής Ενωσης θα ήταν καλύτερα αν υπήρχε ακόμη, και αυτό το κάνει ενδιαφέρον με έναν περίπλοκο τρόπο. Αλλά συνολικά, όχι, δεν θα ήταν καλύτερα. Αυτή η ερώτηση είναι καλύτερη αυτήν την εποχή για την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά μη μου την κάνετε γιατί δεν ξέρω την απάντηση».

Υπάρχει κάτι, εκτός δημοσιογραφίας, το οποίο να έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην καριέρα σας; «Ναι, και θα γελάσετε γιατί θα σας ακουστεί ότι δεν είναι καθόλου σοβαρό: η μουσική ροκ. Ιδιαίτερα ο Μπομπ Ντίλαν, του οποίου είμαι φανατικός θαυμαστής. Τον άκουγα, λοιπόν, και κάποια στιγμή ανέφερε τον Αλεν Γκίνσμπεργκ και μετά αυτός με τη σειρά του τον Ρεμπό και τον Μποντλέρ και έτσι άρχισαν τα πράγματα να συμβαίνουν στο “πνευματικό πανεπιστήμιο” ενός 15χρονου. Με άλλα λόγια, δεν πήγα σε ένα πανεπιστήμιο που μου έμαθαν να διαβάζω ούτε μεγάλωσα σε περιβάλλον με βιβλία, ήταν μάλλον θέμα χαρακτήρα. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια πραγματικά μεσαία. Ο πατέρας μου ήταν οδοντίατρος και η μητέρα μου δασκάλα, μέχρι που αρρώστησε σε πολύ νεαρή ηλικία και εγκατέλειψε. Εγώ απλώς κόλλησα την αρρώστια να διαβάζω βιβλία από πολύ νέος. Βιβλία που είχαν να κάνουν με τον δικό μου κόσμο και άλλα που δεν είχαν καμία σχέση με αυτόν. Διάβαζα τον Φίλιπ Ροθ ο οποίος έγραφε ιστορίες που συνέβαιναν στη διπλανή μου πόρτα και παράλληλα άρχισα να ανακαλύπτω όλους αυτούς τους συγγραφείς, κυρίως Ρώσους, τον Τσέχοφ και τον Τολστόι και τον Ντοστογέφσκι, που περιέγραφαν πράγματα μακρινά σε εμένα, αλλά τελικά τόσο κοντινά μου. Ομως δεν είναι δύσκολοι να τους καταλάβεις, απλώς πρέπει να διαβάσεις τις ιστορίες τους, και έπειτα από λίγο παύει να σε τρομοκρατεί η ανάγνωση του έργου τους και μένει το μεγαλείο του».

Πιστεύετε ότι οι δημοσιογράφοι γράφουν αναλόγως και με τα βιβλία που έχουν διαβάσει; «Ακριβώς. Και είναι πάρα πολύ σημαντικό να διαβάζεις όταν είσαι νεαρός σε ηλικία, τότε που “εισπνέεις” τα πάντα. Κατόπιν, το γράψιμο οποιασδήποτε μορφής, είτε άρθρο, είτε συνέντευξη, είτε οτιδήποτε άλλο, έχει την έννοια ότι στην ουσία προσπαθείς να βρεις τη “φωνή” σου. Σε κάποια στιγμή στο παρελθόν ήθελα να γράφω σαν τον Φίλιπ Ροθ, αλλά αυτό δεν γίνεται στην πραγματικότητα, γιατί μόνον ο Ροθ μπορεί να γράψει έτσι. Τελικά, αργότερα κατάλαβα ότι το πιο σπουδαίο σχόλιο που μου έχουν κάνει για τον τρόπο που γράφω είναι ότι “μπορώ να αναγνωρίσω πως αυτό το γραπτό είναι δικό σου”. Αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα που θα πρέπει να προσπαθεί μέσα από τη σοβαρή του δουλειά να ακούσει κάποτε ένας δημοσιογράφος».

Αυτό που μόλις είπατε έχει να κάνει με το ότι προτιμάτε τα τόσο μακροσκελή άρθρα στο «New Yorker»; «Φυσικά. Τώρα υπάρχουν πολύ περισσότερα μέσα ενημέρωσης, ιστοσελίδες, μπλογκ κτλ. Αλλα είναι γκρίζα ή κίτρινα, άλλα όχι, όμως το ότι υπάρχουν είναι πολύ καλύτερο από την εποχή που υπήρχαν μόνο τρία κανάλια και δύο παντοδύναμες εφημερίδες. Υπάρχουν, λοιπόν, περισσότερα μέσα ενημέρωσης. Αλλά δεν υπάρχει περισσότερο βάθος. Και σε έναν κόσμο που η πολυπλοκότητα αυξάνεται σχεδόν στα πάντα, πρέπει να είσαι σοβαρός και να βρίσκεσαι όσο το δυνατόν πιο κοντά στα γεγονότα και στην πηγή τους. Επομένως, αυτό που λέω στους δημοσιογράφους εδώ είναι το εξής: “Ψάξτε το θέμα μέχρι τέλους και μετά γράψτε όσες λέξεις χρειάζεστε για να το περιγράψετε όλο στους αναγνώστες, αντί απλώς να τους σερβίρετε την κρέμα από την επιφάνεια”. Αυτό είναι πολύ σπάνιο, αλλά αυτό πρέπει να κάνουν οι δημοσιογράφοι. Αν ήμουν ο εκδότης των “New York Times”, για παράδειγμα, θα ένιωθα πολύ μεγαλύτερη ευθύνη απ’ ό,τι πριν από 20 χρόνια, απλώς γιατί τώρα οι δευτερεύουσες εφημερίδες στις ΗΠΑ έχουν πεθάνει ή μερικές κύριες υπάρχουν ακόμη, ενώ όμως ήδη είναι νεκρές. Είναι πολύ επώδυνο να το λέω αυτό, γιατί δημοσιογραφικά μεγάλωσα στη “Washington Post”, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το πώς ήταν παλιά. Οι λόγοι είναι ίδιοι με αυτούς που έχουν αλλάξει τα πράγματα και στον Tύπο της Ελλάδας. Κυκλοφορία, διαφήμιση κτλ.».

Θέλουμε να κάνουμε μια διασταύρωση πληροφορίας. Αληθεύει ότι, από τότε που αναλάβατε εκδότης, κάθε χρόνο παίρνετε κάποιον καλλιτέχνη τηλέφωνο ζητώντας του να συμμετάσχει στο ετήσιο φεστιβάλ του «Νew Υorker» και η απάντησή του είναι σταθερά: «Αντε πηδήξου»; «Ναι. Ο Μπομπ Ντίλαν».

Είστε πλέον λίγο σαν τους δύο γέρους του «Muppet Show». Με αυτό το «ραντεβού» που έχετε κάθε χρόνο στο τέλος μπορεί να γίνετε φίλοι. «Ναι. Είναι πιθανόν. Σχεδόν έχει πλάκα πια».

Νομίζετε ότι υπάρχει κάποιο γεγονός που συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στον πλανήτη και το οποίο είναι υποτιμημένο, αλλά σύντομα θα το βρούμε μπροστά μας σε όλο του το μέγεθος; «Η μόνη ανησυχία που είχα για αυτήν τη συνέντευξη είναι ότι τελικά οπωσδήποτε θα φτάναμε και στα θέματα που αφορούν έμμεσα την Ελλάδα. Ολοφάνερα βιώνουμε μια οικονομική κρίση η οποία είναι πολύ περίπλοκη και δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο σε ξεκομμένες αιτίες, όπως στην απληστία της Goldman Sachs και δέκα άλλων τραπεζών, ή στο ότι οι Ελληνες δεν πληρώνουν τους φόρους τους, ή στο γεγονός ότι η Ιταλία έχει ένα προβληματικό πολιτικό σύστημα. Προφανώς αυτές είναι αιτίες, αλλά καμία από αυτές δεν είναι η μία και κύρια αίτια από μόνη της. Δείτε την Ισλανδία. Κατοικείται από 400.000 κατοίκους που ασχολούνται με το ψάρεμα και τα προϊόντα του, και ξαφνικά μεγάλωσε και έγινε παγκόσμια δύναμη στο τραπεζικό σύστημα. Ηταν γελοίο. Εφτασαν να έχουν τέσσερις τράπεζες μεγάλες σχεδόν όσο η Morgan Stanley. Στην Ιρλανδία το πρόβλημα ήταν εντελώς διαφορετικό, όπως και στην Ισπανία και στη Ρωσία παλαιότερα και πάει λέγοντας. Και μέσα σε όλα αυτά έχουμε ένα ευρωπαϊκό σύστημα που ενώ όλοι νόμιζαν ότι θα ηγηθεί παγκοσμίως αυτό ξαφνικά ανακαλύπτει ότι η Ελλάδα δεν είναι Δανία. Και επειδή οι άνθρωποι έχουν ανθρώπινα ελαττώματα και θέλουν έναν εχθρό και μία απλή εξήγηση για αυτό που τους συμβαίνει, αποφασίζουν ότι οι Ελληνες είναι κάτι τεμπέληδες που δεν δουλεύουν και δεν πληρώνουν τους φόρους τους, και οι μόνοι που είναι ευτυχισμένοι τελικά από όλο αυτό είναι έξι χοντροί τραπεζίτες».

Αυτό θεωρείτε λοιπόν ότι είναι το πιο σημαντικό γεγονός του επόμενου διαστήματος για τον πλανήτη; «Οχι. Αυτό είναι ένα τραγικό πρόβλημα, αλλά θα έπρεπε να λυθεί πολύ πιο γρήγορα και πιο αποφασιστικά γιατί θάβει το τεράστιο πρόβλημα της ανθρωπότητας που είναι το περιβαλλοντολογικό και το οποίο σε λίγο θα είναι τεράστιο. Δείτε τι καταστροφές συμβαίνουν στην Αυστραλία από την κλιματική αλλαγή. Και στην Αφρική το ίδιο. Και μη γελιέστε καθόλου ότι τα ολέθρια αποτελέσματα από αυτές τις αλλαγές θα τα βιώσουν πρώτοι και χειρότερα απ’ όλους οι φτωχοί των διαφόρων χωρών. Από τον Ομπάμα, για παράδειγμα, δεν θα ακούσετε από τώρα ως τις εκλογές ούτε μία λέξη για το κλιματικό πρόβλημα. Ούτε μία λέξη! Θα μιλάει μόνο για την οικονομία και τις θέσεις εργασίας».

Μήπως τελικά το πρόβλημα είμαστε εμείς οι ψηφοφόροι; Μήπως εμείς είμαστε οι «ανεπαρκείς» και έχουμε τους ηγέτες που μας αξίζουν; «Αυτή είναι μια άλλη πλευρά της δουλειάς μου και ακριβώς αυτήν τη συζήτηση είχα με έναν συγγραφέα προτού έρθετε. Πιστεύω ότι πολλοί από τους αναγνώστες του “New Yorker” και πολλοί που δουλεύουν εδώ δεν μπορούν να κατανοήσουν γιατί οι μισοί Αμερικανοί σκέπτονται με τον τρόπο που σκέπτονται. Γιατί κάποιος πιστεύει ότι είναι προς το συμφέρον του να ψηφίσει τη Μισέλ Μπάκμαν ή τον Ρικ Πέρι, του οποίου το μόνο κατόρθωμα στο Τέξας είναι μια παρανοϊκή νομοθεσία για την οπλοκατοχή στην Πολιτεία του; Αυτή είναι μια πολύ σπουδαία και βασική δουλειά του δημοσιογράφου, να προσπαθήσει ανεξάρτητα από προσωπικές συμπάθειες, μέσα από τη γνώση των ανθρώπων και την αποδοχή τους, να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι σκέπτονται όπως σκέπτονται».

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 23 Οκτωβρίου 2011.