Εμπειρίες από το Μουντιάλ του Μεξικού το 1896, όπου η Εθνική Γερμανίας, μολονότι ήταν απογοητευτική στη φάση των ομίλων (1-1 με Ουρουγουάη, 2-1 με Σκωτία, 0-2 με Δανία), κατόρθωσε να φθάσει στον τελικό, όπου έχασε το τρόπαιο στα τελευταία λεπτά από την Αργεντινή (2-3), καταθέτει ο τότε τερματοφύλακας των Γερμανών Χάραλντ Σουμάχερ στο βιβλίο του με τίτλο Το σφύριγμα. Ο παρορμητικός – στα όρια της επιθετικότητας – γκολκίπερ αποκαλύπτει τα στραβά και τα ανάποδα του ποδοσφαίρου (και γι’ αυτόν ήταν πολλά και διάφορα…) αλλά στέκεται ιδιαίτερα στον «μεταλλικό ζωμό», στα χάπια σιδήρου, στις ενέσεις και στα υπνωτικά με τα οποία «μπούκωναν» οι γιατροί τον ίδιο και τους συμπαίκτες του. Σε άλλο σημείο του βιβλίου ο Σουμάχερ αναφέρεται στο Μουντιάλ του 1982 στην Ισπανία και ιδιαίτερα στην επίμαχη φάση κατά την οποία ο ίδιος τραυμάτισε τον Γάλλο Πατρίκ Μπατιστόν και η οποία χαρακτηρίστηκε «δολοφονική ενέργεια» από τον Τύπο της εποχής.


«Ο τρόπος που μας φρόντιζαν για να διατηρήσουμε τη φόρμα μας μου ήταν ενοχλητικός. Επρεπε να πίνουμε καθημερινά τρία λίτρα ενός ροφήματος που ήταν πλούσιο σε μέταλλα και ιχνοστοιχεία. Η λογική εξήγηση ήταν ότι κάτω από συνθήκες ακραίας σωματικής εξάσκησης εμφανίζεται μεγάλη απώλεια αλάτων ή ηλεκτρολυτών στον οργανισμό. Ο,τι χάνεται πρέπει να μπει πάλι μέσα για να αποφύγουμε κάποιες ελλείψεις και για να κρατά ο οργανισμός μας το νερό. Ετσι όλοι οι παίκτες ρουφούσαμε υπάκουα, αν και ορισμένοι χωρίς τη θέλησή τους, τον «μεταλλικό ζωμό». Μετά την τρίτη προπόνηση είχαμε όλοι διάρροια.


Κάθε μεσημέρι, εκτός από τον ηλεκτρολυτικό ζωμό, καταπίναμε και ένα σωρό χάπια: σίδηρο, μαγνήσιο, βιταμίνη Β σε ανώτατη περιεκτικότητα, βιταμίνη Ε και μερικές ορμονούλες για την προσαρμογή μας στο υψόμετρο του Μεξικού. Δίπλα στο τραπέζι όπου καθόμουν με τον Αλοφς, τον Λιτμπάρσκι και τον Ρολφ βρισκόταν μια μεγάλη γλάστρα με ένα φοίνικα. Υπολογίζω ότι σε δύο χρόνια θα φυτρώσουν εκεί βίδες. Ολα τα χάπια σιδήρου τα φυτέψαμε προσεκτικά στη γλάστρα. Ημασταν της γνώμης ότι η τόσο πολλή χημεία ήταν περιττή, ακόμη και όταν μας εξήγησαν ότι τα ερυθρά αιμοσφαίρια, ύστερα από ένα ορισμένο υψόμετρο με μικρότερο ποσοστό οξυγόνου στον αέρα, χρειάζονται πάρα πολύ σίδηρο.


Η διάρροια μπορεί να προήλθε από την τεράστια δόση μαγνησίου. Αυτό μου το επιβεβαίωσε ένας γνωστός μου γιατρός στην Κολονία. «Περισσότερα από 10 χάπια την ημέρα δεν επρόκειτο ποτέ να καταπιώ» μου δήλωσε κατηγορηματικά. «Κανείς δεν ξέρει πώς θα αντιδράσουν όλες αυτές οι ουσίες συνδυασμένες. Μπορεί να αυξηθεί πολύ η επενέργεια λόγω της αλληλεπίδρασής τους ή να εμφανιστούν παρενέργειες».


Εκτός από τα χάπια οι ενέσεις έπεφταν βροχή. Μόνο ο ίδιος ο καθηγητής Λίεσεν έκανε 3.000! Περιείχαν ό,τι ήταν δυνατόν: εκχυλίσματα φυτών, βιταμίνες C και Β σε μεγάλη δόση, εκχυλίσματα από μέλι για την υποβοήθηση της καρδιάς, εκχυλίσματα από αίμα μοσχαριών κατά των συνεπειών του αραιού ατμοσφαιρικού αέρα. Και επιπλέον βιταμίνη Ε. Εγώ προσωπικά τα έβρισκα εντελώς υπερβολικά, εκτός ίσως για τους εξαντλημένους «Ιταλούς», τον Μπρίγκελ και τον Ρουμενίγκε, οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι σε λιγότερη και όχι τόσο εξαντλητική προπόνηση.


Η δυσπιστία μου εναντίον των χαπιών του δυσαρεστούσε αφάνταστα τον καθηγητή Λίεσεν. Αλλά και ο Μπέρτι Φογκτς προσβαλλόταν όταν μετά την προπόνηση αρνιόμουν να συμμετάσχω στον «καλπασμό» του. «Με τον τρόπο αυτόν αποβάλλονται από τους μυς τα κατάλοιπα γαλακτικού οξέος και γαλακτικών αλάτων» έλεγαν οι γιατροί. Γι’ αυτό και ο Μπέρτι επέμενε: «Καλπάζετε!».


Την άλλη κατάρα, το να πίνουμε υπνωτικά χάπια, την απέρριπτα πιο κατηγορηματικά. Η διάγνωση του καθηγητή ήταν: «Είναι απαραίτητα γιατί μόνο ένας παίκτης που κοιμήθηκε βαθιά αισθάνεται την άλλη ημέρα ξεκούραστος»».