Τι μπορείς να γράψεις για μια πραγματική δέσποινα που έζησε έναν ολόκληρο αιώνα και είχε πάντοτε, ως τα ξημερώματα της περασμένης Κυριακής του Πάσχα, όταν έφυγε για πάντα από κοντά μας, την προθυμία, την άνεση, μια εύγλωττη ικανοποίηση να σου εξιστορεί με μνήμη τρομακτική γεγονότα, να σου ζωντανεύει πρόσωπα, να σου μιλά για χαρές και λύπες οικογενειακές αλλά και εθνικές, που «τα έζησε» σχεδόν έναν αιώνα. Πώς να περιγράψεις την αγάπη με την οποία σου μιλούσε λ.χ. για το πόσο ντροπαλή ήταν η κόρη ενός πολιτικού που μάθαινε χορό μαζί με άλλα παιδιά στο άνετο σπίτι της στην Αναγνωστοπούλου. Η όταν σου εξιστορούσε τα κατορθώματα μιας ρωσίδας πριγκίπισσας που είχε ξεπέσει στην Αθήνα της δεκαετίας του ’20, είχε γοητεύσει – και αφαιμάξει – μισή ντουζίνα ώριμων δανδήδων, για να αποκαλυφθεί τελικά ότι δεν ήταν παρά μια πρακτική νοσοκόμα σε ίδρυμα της Οδησσού που την «έκλεψε» ένας γάλλος ναύτης και την παράτησε στον Πειραιά.
Πώς να περιγράψεις τη θέρμη που έβλεπες ότι ακόμη ζωογονούσε την Ελζα Λαμπράκη καθώς σου περιέγραφε την πρώτη γνωριμία της με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, το φθινόπωρο του 1926 στο Παρίσι. Η το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό της όταν σου εξιστορούσε το πώς επέστρεψε στην Αθήνα με τα δυο παιδιά της, τη Λένα και τον άτακτο Χρήστο, από τη Σμύρνη μετά την Κατοχή, το 1944, μ’ ένα σαπιοκάικο του ΕΑΜ που έκανε το τελευταίο του ταξίδι, με συνεπιβάτη τον διαβόητο Βάλβη που ήθελε να πνίξει ο καπετάνιος όταν έμαθε ότι ήταν άνθρωπος των γερμανοτσολιάδων. Αν σώθηκε το όφειλε στην Ελζα, που έπεισε τον καπετάνιο ότι θα ήταν μεγάλη αμαρτία αν τον πετούσαν στη θάλασσα καθώς το καΐκι θα έπιανε την επομένη στην Τήνο της Μεγαλόχαρης.

Το σήμα της ζωής της
Η Ελζα Λαμπράκη ήταν μια προσωπικότητα. Σοβαρή, όταν έπρεπε, σωστή, με έμφυτη ευγένεια και κομψότητα, ειλικρινής, ένας Ανθρωπος που δεν ήρθε ποτέ σε σύγκρουση με κανέναν. Γυναίκα δυναμική, δεν λύγισε όταν έχασε τον Χρήστο «της» ούτε όταν σκοτώθηκε η 20χρονη εγγονή της, που είχε και το όνομά της. Το σήμα της ζωής της – το έχει γράψει – ήταν «Η ζωή ήταν, είναι και θα είναι πάντα ωραία. Φτάνει να ξέρεις να τη ζήσεις». Η Ελζα ήξερε.
Ευτύχησε να βρεθεί δίπλα σε δύο άνδρες που σημάδεψαν – και ως ένα σημείο καθόρισαν – την πορεία της Ελλάδας. Τον σύζυγό της Δημήτρη και τον γιο της Χρήστο, όταν ο «Μήτσος της» πέθανε το καλοκαίρι του 1957, ύστερα από μόνο 20 χρόνια γάμου αλλά αφού της έδωσε και τρίτο παιδί – την Αννα, μετά την Απελευθέρωση. Με τον Δημήτρη γνώρισε όλες σχεδόν τις προσωπικότητες του πολιτικού και πνευματικού κόσμου της χώρας. Και αρκετούς ξένους, από τον Λόιδ Τζορτζ ως την Γκρέτα Γκάρμπο. Από τα σαλόνια και την τραπεζαρία της πέρασαν από τον Πλαστήρα και τον Μαρκεζίνη ως τους γερο-Παπανδρέου, Γουναρόπουλο, Ροντήρη, Ζολώτα και όλοι σχεδόν οι (δημοκρατικοί) ακαδημαϊκοί και στρατιωτικοί, όλοι σχεδόν οι υπουργοί Εξωτερικών. Δεν αναμείχθηκε στην πολιτική, ούτε θέλησε να δουλέψει ως δημοσιογράφος, μολονότι είχε ταλέντο ρεπόρτερ. Τα σαλόνια της και η τραπεζαρία της δεν έκλεισαν ποτέ. Τον περασμένο Ιανουάριο φίλεψε καμιά εικοσαριά στενούς φίλους «για να δοκιμάσουν ένα αγριογούρουνο που της έστειλε κάποιος γνωστός».
Με τον γιο της, γνώρισε καλλιτέχνες παγκόσμιας αναγνώρισης – τη φιλοξένησε σε ένα σαλέ του ο φον Κάραγιαν. Συντροφιά με στενές φίλες, άλλοτε μόνη, άλλοτε με τον γιο της, επισκέφθηκε πολλά μέρη. Πηγαίνει στην Ινδία – δεν τη συμπάθησε – το 1971 και φθάνει ως το Θιβέτ. Ηταν το 10ο εξωτικό ταξίδι της, όπως θα υπερηφανευθεί αργότερα. Υστερα από τέσσερα χρόνια, το 1975, θα βρεθεί στην Κίνα. Εντυπωσιάζεται από την «πίστη αυτής της μυρμηγκιάς ανθρώπων στο μέλλον της χώρας τους» και με δυο στενές φίλες της και την αδελφή της Φρόσω πηγαίνει το 1987 στην Αίγυπτο – για 5η φορά ως τότε – και στον αρχαίο ναό του Λούξορ παρακολουθεί «το μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς», παράσταση της «Αΐντα».
Δεν ήταν από εκείνες που ζουν με «τα περασμένα» η Ελζα Δημητρίου Λαμπράκη. Πριν από τρεις μόλις μήνες παρακολούθησε ένα ξένο μουσικό συγκρότημα στο Μέγαρο Μουσικής, αφού στο διάλειμμα ήπιε – όπως συνήθιζε πάντοτε – το ουισκάκι της στον εξώστη, τριγυρισμένη από φίλους και γνωστούς, σχολιάζοντας πρόχειρα τους καλλιτέχνες και κάνοντας παρατηρήσεις σε κάποιους που «έχουν καιρό να την επισκεφθούν σπίτι». Είχε περάσει τα 100 χρόνια της όταν ταξίδεψε στο Ντουμπάι και έμεινε μια βδομάδα εκεί γιατί, όπως δήλωσε, ήθελε να δει αν ήταν αληθινά αυτά που γράφονταν για τους πετροδολαριούχους. Και τι είπε στον γιο της, τον Χρήστο, όταν τη ρώτησε πώς τα πέρασε; «Κρίμα. Θα έπρεπε να μείνω μία ακόμη εβδομάδα»! Οπως συνήθιζε, κάθησε και έγραψε τις εντυπώσεις της σε λίγες σελίδες. Ηταν το τελευταίο βιβλιαράκι, μόνο 68 σελίδες, από σειρά μιας ντουζίνας και πλέον τέτοιων λιλιπούτειων βιβλίων που τυπώνονταν σε 50 ως 150 αντίτυπα και – εκτός κυκλοφορίας, φυσικά – τα πρόσφερε σε φίλους και γνωστούς. Το βιβλιαράκι, έγραψε στον πρόλογο ενός από τα πρώτα, «δεν έχει καμία φιλολογική αξίωση. Είναι γραμμένο για να περνάει η ώρα ευχάριστα τόσο για τη συγγραφέα όσο και για τους αναγνώστες».
Το 1992, απαντώντας σε ερωτήματα φίλων και γνωστών νεότερης γενιάς, η Ελζα κάθεται και γράφει την «Αθήνα στα παιδικά μου χρόνια», τρεις σελίδες χειρογράφου που εκδόθηκαν σε ένα βιβλιαράκι 47 σελίδων. Στη δεκαετία των Βαλκανικών Πολέμων, γράφει, η οδός Ερμού, όπου ήταν το σπίτι της, «ήταν κατεξοχήν εμπορική οδός. Εδώ ήταν το μαγαζί του Πάλλη και Κοτζιά με τα χρωματιστά μολύβια, τα τετράδια, τις ζωγραφιές και τις χαλκομανίες. Αλλο μαγαζί ήταν του Μαγγιώρου και Ρουσσόπουλου που έφερνε παιχνίδια από τη Γερμανία και τις ημέρες των Χριστουγέννων έκανες ουρά για να μπεις (…) Δεν υπήρχαν τα απρόσωπα super market, κάθε γειτονιά είχε τον μπακάλη της που το μαγαζί μύριζε αληθινό μπακάλικο με βαρέλια τυρί ή ελιές. Υπήρχε τότε οικειότης μεταξύ του μπακάλη και του τακτικού πελάτη (…) Η οδός Βουκουρεστίου ελέγετο οδός Αγχέσμου. Ηταν δρόμος βρομερός γιατί στην αρχή του ήταν τα υπαίθρια ουρητήρια που μύριζαν αρκετά άσχημα. Στη γωνία Λέκκα και Περικλέους υπήρχαν βρύσες και κάτι πέτρινες σκάφες για να ποτίζουν τα άλογά τους οι αμαξάδες. Και αυτός ο δρόμος μύριζε άσχημα αλλά για μας τα παιδιά το θέαμα ήταν διασκεδαστικό να βλέπεις τα άλογα χωρίς χαλινάρια να πίνουν νερό και μετά να ουρούν με φόρα…».

Ο έρωτας για τον Πόρο
Δεν είχε κλείσει τα 18 όταν παντρεύτηκε, τον Σεπτέμβριο του 1926, τον ιδιοκτήτη-διευθυντή του (τότε) «Ελευθέρου Βήματος». Κόρη του Παναγιώτη Τσασόπουλου και της Πηνελόπης Παπαγεωργίου – η μητέρα της, με καταγωγή από την Καστοριά, είχε γεννηθεί στη Βιέννη – η Ελζα είχε γνωρίσει τον Δημήτρη Λαμπράκη πολύ νωρίτερα, όταν ήταν ακόμη διευθυντής στην εφημερίδα «Πατρίς». Οι γονείς της δεν έβλεπαν με καλό μάτι αυτή τη «γνωριμία». Γι’ αυτό και έμαθαν τον γάμο από το σχετικό ρεπορτάζ του «Ελευθέρου Βήματος»! Ο Δημήτρης είχε «κλέψει» την Ελζα και ο γάμος έγινε μακριά από την Αθήνα – στην Αγία Βαρβάρα, με κουμπάρο τον Αλέξανδρο Σβώλο.
Νοίκιασαν στη Ναυάρχου Νικοδήμου ένα συμπαθητικό αθηναϊκό σπίτι, αλλά πέρασαν το καλοκαίρι στον Πόρο. Το νησί όπου πήγαινε με τους γονείς της και με τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια της – τον Αριστείδη, τον Μίχο και τη Φρόσω. Ο έρωτάς της για τον Πόρο οδήγησε χρόνια αργότερα και στο «κτήμα του Λαμπράκη», στη δυτική ακτή του νησιού. Εκεί, ως πέρυσι ακόμη, γιόρταζε κάθε χρόνο στις 31 Αυγούστου τα γενέθλιά της, με πλήθος φίλων, συγγενών, γνωστών και γειτόνων. Ηταν η απόλαυσή της, σχεδίαζε κάθε λεπτομέρεια του μεσημεριανού φαγητού και της βραδινής δεξίωσης, έβαζε να τηλεφωνήσουν στην τάδε και στον δείνα «μη τύχει και το ξεχάσουν». Ορθια υποδεχόταν εκείνους που έρχονταν να της ευχηθούν, πάντα με ένα καινούργιο φουστάνι – παριζιάνικα μοντέλα τα περισσότερα, που ήταν το «τακτικό» δώρο του «κανακάρη Χρήστου της». Της άρεσαν τα παλιομοδίτικα κοσμήματα, χρυσά τα περισσότερα, και τα φορούσε ακόμη και τα πρωινά. Κάποτε διηγήθηκε μια «περιπέτειά» της με κοσμήματα. Ηταν στην Κωνσταντινούπολη και σε έναν αντικέρ είδε ένα βραχιόλι που της άρεσε. Ρώτησε την τιμή, ο αντικέρ της απάντησε και η Ελζα έβγαλε να τον πληρώσει. «Δεν σου το πουλώ» της είπε ο Τούρκος. «Γιατί;». «Διότι πήγες να πληρώσεις την πρώτη τιμή που σου είπα. Δεν έκανες παζάρια».

Η περιπέτεια της Κατοχής

Σώθηκε από τους Γερμανούς χάρη σε έναν… πονόδοντο
Η Ελζα ένιωθε κάπως πιο «δικό της», πιο ζεστό από το διαμέρισμα του Κολωνακίου, το όλο περιβάλλον του Πόρου. Ηταν ένα είδος καταφυγίου στο οποίο προτιμούσε να δέχεται τα φιλικά της πρόσωπα και όχι μόνο τα καλοκαίρια. Οταν πριν από τρία χρόνια η μεγάλη φωτιά έφτασε ως τον κήπο της έπαυλης, η Ελζα ένιωσε σαν να έχασε κάτι περισσότερο από πολύτιμο. «Δεν μου κάνει καρδιά να κοιτάξω έξω» έλεγε. Οταν πέρυσι άρχισαν να ξαναπρασινίζουν οι πλαγιές και ο μεγάλος κήπος, η Ελζα ανήγγειλε το γεγονός σαν μεγάλη οικογενειακή είδηση και επρόκειτο να το απαθανατίσει με ένα νέο βιβλιαράκι. Δεν πρόλαβε.
Ως ένα σημείο η Ελζα χρωστά τη ζωή της σε έναν ξαφνικό πονόδοντο! Ηταν Κατοχή, ο Δημήτρης Λαμπράκης είχε διαφύγει στην Αίγυπτο και όταν αυτό μαθεύτηκε «ενδιαφέρθηκαν» οι Γερμανοί. Αφού τους ξέφυγε ο Λαμπράκης – γνωστός ότι «στέλνει πρόσωπα των Φιλελευθέρων στο βουνό» – δόθηκε διαταγή να συλληφθεί η γυναίκα του.
Ετσι, ένα απόγευμα της άνοιξης του 1944 ενσκήπτει στο σπίτι της Αναγνωστοπούλου μια ομάδα Ες-Ες. Κατά σύμπτωση εκείνη την ώρα η Ελζα βρισκόταν στον οδοντογιατρό της γιατί από το πρωί την ταλάνιζε ένα δόντι. Κάποιοι γείτονες που ήξεραν έτρεξαν και την ειδοποίησαν. Η Ελζα δεν επέστρεψε σπίτι της παρά ύστερα από πέντε μήνες.
Την έκρυψαν στην αρχή κάποιοι φίλοι και αργότερα φυγαδεύτηκε στη Μέση Ανατολή με τη Λένα και τον 7χρονο Χρήστο. Γερμανοί και έλληνες συνεργάτες τους κατέκλεψαν το σπίτι. Εβγαζαν έπιπλα και τα πουλούσαν με το κομμάτι, δεν άφησαν πιατικό και μαχαιροπίρουνα, άδειασαν μια κάβα καλά κρασιά. Μετά την Απελευθέρωση η οικογένεια έψαχνε να βρει και να αγοράσει τα έπιπλα – μερικά βρέθηκαν σε σπίτια όχι με σπουδαίο όνομα. «Τίποτε από όσα μας έκλεψαν δεν με στενοχωρεί όσο ένας πίνακας του Μήτσου μου, έργο του Γκύζη» έλεγε η Ελζα Λαμπράκη.Με το πηγαίο χιούμορ της τις ημέρες της Πρωτοχρονιάς του 2010 κρατώντας το ποτήρι της σαμπάνιας ανάμεσα σε φίλους και τις κόρες της έδωσε μια εξήγηση για τη μακροζωία της. «Ημασταν τέσσερα παιδιά κι εγώ ήμουν η μικρότερη. Πήγαιναν τα μεγάλα κάπου κι εμένα μ’ άφηναν σπίτι. «Η Ελζα είναι μικρή» έλεγαν. Το άκουσε και ο Θάνατος, «μικρή-μικρή-μικρή», ε, είπε κι εκείνος «ας την αφήσουμε να μεγαλώσει». Κι έτσι τελικά με ξέχασε».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ