H ιστορία και τα θαύματα


Μισός αιώνας και πλέον έχει περάσει από την πρώτη επιτυχή μεταμόσχευση οργάνου: ήταν Δεκέμβριος του 1954 όταν ο ιρλανδικής καταγωγής αμερικανός γιατρός Τζόζεφ Μάρεϊ (Joseph Ε. Murrey) μεταμόσχευσε στη Βοστώνη τον πρώτο νεφρό. Επρόκειτο για δωρεά αδελφού προς αδελφό και μάλιστα διδύμου, γεγονός που εξασφάλισε την αποδοχή του μοσχεύματος. Από τότε, χάρη στην ανακάλυψη των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων και στις εξελίξεις της χειρουργικής, έγινε δυνατή η μεταμόσχευση οργάνων όπως το ήπαρ (1963), οι πνεύμονες (1963), το πάγκρεας (1966), το έντερο (1967) και η καρδιά (1967). Σήμερα οι μεταμοσχεύσεις πολλαπλών οργάνων (επτά είναι το ρεκόρ, και το κατέχει ο ελληνικής καταγωγής χειρουργός κ. Ανδρέας Τζάκης του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι) είναι πραγματικότητα, ενώ μόλις πρόσφατα ανακοινώθηκε η ίαση ασθενούς με διαβήτη μετά από μεταμόσχευση ινσουλινοπαραγωγών κυττάρων. Οσο για το τι επιφυλάσσει το αύριο, αν οι προσπάθειες των επιστημόνων στεφθούν με επιτυχία, πιθανώς το μέλλον των μεταμοσχεύσεων να μην έχει και πολλά κοινά με το παρελθόν…


H ιστορία των μεταμοσχεύσεων είναι μια ιστορία υπερβάσεων εμποδίων που αρχικά φαίνονταν ανυπέρβλητα. H πρώτη μεταμόσχευση, με την έννοια της μεταφοράς και εμφύτευσης ιστού από ένα σημείο του οργανισμού σε ένα άλλο, αφορούσε αγγεία και πραγματοποιήθηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα από τον γάλλο γιατρό Αλέξις Καρέλ (Alexis Carrel). Δεν είναι τυχαίο το ότι ο Καρέλ εργάστηκε στο πλαίσιο του ίδιου οργανισμού: ο πρότερος πειραματισμός του τον είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι μια ισχυρή βιολογική δύναμη εμπόδιζε τη μεταμόσχευση οργάνων μεταξύ δύο διαφορετικών ατόμων και πίστευε ότι θα ήταν αδύνατον ένα ξένο όργανο να καταστεί λειτουργικό σε έναν άλλο οργανισμό.


Την άποψη του Καρέλ υιοθέτησαν και οι επόμενοι γιατροί και ερευνητές, καθώς επιβεβαιωνόταν και από τους δικούς τους πειραματισμούς. Στη δεκαετία του ’50 ο βρετανός ζωολόγος Πίτερ Μενταγουόρ (Peter Medawar) ανακάλυψε ότι η βιολογική δύναμη στην οποία αναφερόταν ο Καρέλ ασκούνταν από το ανοσοποιητικό σύστημα και εκτίμησε και αυτός ότι η ισχύς της δεν θα επέτρεπε μεταμοσχεύσεις οργάνων μεταξύ διαφορετικών ατόμων. Θεωρητικά οι δύο πρωτοπόροι επιστήμονες (τιμήθηκαν και οι δύο με το Βραβείο Νομπέλ Φυσιολογίας και Ιατρικής, ο Καρέλ το 1912 και ο Μενταγουόρ το 1960) είχαν δίκιο: το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα έχει σχεδιαστεί για να μας προστατεύει από εισβολείς και ένα ξένο όργανο αναγνωρίζεται ως εισβολέας και αντιμετωπίζεται με επίθεση.


H γνώση των παραπάνω δυσκολιών δεν απέτρεψε τον Τζόζεφ Μάρεϊ από το να προσπαθήσει, μετά από εκτενή πειράματα σε σκύλους, να μεταμοσχεύσει τον πρώτο νεφρό. H επιλογή ομοζυγωτικών διδύμων εξασφάλισε το ότι το όργανο δεν θα απορριπτόταν και έτσι ο Μάρεϊ μπόρεσε να επικεντρωθεί στις χειρουργικές λεπτομέρειες της «σύνδεσης» του οργάνου με τον οργανισμό που θα το φιλοξενούσε. (Για την ιστορία, αξίζει να αναφερθεί ότι η ομοιότητα των δύο αδελφών, δότη και λήπτη, εξασφαλίστηκε με τη βοήθεια των αστυνομικών αρχών, που επιβεβαίωσαν με τα δακτυλικά αποτυπώματα ότι επρόκειτο πράγματι για ομοζυγωτικούς διδύμους.) Αν και η πρώτη αυτή προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία (ο λήπτης ανάρρωσε κανονικά, παντρεύτηκε τη νοσοκόμα που τον περιποιήθηκε, έκαναν δύο παιδιά και έζησε μια φυσιολογική ζωή προτού πεθάνει από καρδιακό νόσημα), ο αριθμός των μεταμοσχεύσεων δεν αυξήθηκε αμέσως καθώς ήταν πάντοτε αναγκαία η ύπαρξη δίδυμου αδελφού και μάλιστα ομοζυγωτικού.


Αυτό που πραγματικά άλλαξε ριζικά τα δεδομένα στις μεταμοσχεύσεις ήταν η ανακάλυψη των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων και ιδιαίτερα της αζαθιοπρίνης, η οποία ανακαλύφθηκε από τη Γερτρούδη Ελιον (Gertrude Elion) και τον Τζορτζ Χίτσινγκς (George Hitchings). Ο Μάρεϊ χρησιμοποίησε την αζαθιοπρίνη για μεταμόσχευση νεφρών που είχαν ληφθεί από συγγενείς ασθενών, αλλά και από πτωματικούς δότες. H συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή και περιλαμβάνει τη δραματική, ανά τον πλανήτη, αύξηση των μεταμοσχεύσεων διαφορετικών οργάνων. Γνωστά επίσης είναι και τα δύο σοβαρά προβλήματα που υπάρχουν: η έλλειψη οργάνων και το γεγονός ότι τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα πρέπει να λαμβάνονται εφ’ όρου ζωής (με ό,τι συνεπάγεται η συνεχής λήψη φαρμάκων, αλλά και ένα ανοσοποιητικό σύστημα που εξαναγκάζεται να μη λειτουργεί ως θα ώφειλε.)


Απάντηση στα δύο αυτά προβλήματα προσπαθούν επί χρόνια να δώσουν ερευνητές από όλον τον κόσμο, υιοθετώντας διάφορες προσεγγίσεις. Από τις πλέον ελπιδοφόρες είναι η ξενομεταμόσχευση και η δημιουργία οργάνων στο εργαστήριο με χρήση βλαστικών κυττάρων. Με τον όρο «ξενομεταμόσχευση» (Xenotransplantation) περιγράφεται η μεταμόσχευση οργάνων από ζώα, και ειδικότερα χοίρους, σε ανθρώπους. H ιδέα δεν είναι εξωπραγματική: ο χοίρος είναι ιδανικό ζώο για κάτι τέτοιο, καθώς το μέγεθος των οργάνων του δεν διαφέρει από αυτό των ανθρώπων. (Είναι δε χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η σχετική γενετική ομολογία μας με το ζώο αυτό είχε επιτρέψει τη χρήση της χοίριας ινσουλίνης από διαβητικούς ασθενείς προτού γίνει εφικτή η παραγωγή ανθρώπινης ινσουλίνης με τη βοήθεια της βιοτεχνολογίας τη δεκαετία του ’70.) Το σενάριο της ξενομεταμόσχευσης περιλαμβάνει τον «εξανθρωπισμό» των χοιρίων οργάνων μέσω γενετικής τροποποίησης. Με άλλα λόγια, τα χοίρια όργανα δεν θα φέρουν στην επιφάνεια των κυττάρων τους τα χαρακτηριστικά για το είδος τους σήματα, αλλά τα αντίστοιχα ανθρώπινα, γεγονός που ελπίζεται να τα καθιστά αόρατα από το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα. Οσο για τον κίνδυνο μεταφοράς ιών από τους χοίρους στους ανθρώπους, πρόσφατες μελέτες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι μικρός όταν οι χοίροι αναπτύσσονται σε κατάλληλες συνθήκες.


Οι προσπάθειες για δημιουργία στο εργαστήριο ιστών και οργάνων προς μεταμόσχευση εντάθηκαν μετά την απομόνωση των ανθρώπινων εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων. Τα κύτταρα αυτά (τα οποία εντοπίζονται στα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης) διαθέτουν την ενδογενή ικανότητα να διαφοροποιούνται, υπό την κατάλληλη μοριακή καθοδήγηση, σε όλους τους τύπους κυττάρων του ανθρώπινου οργανισμού. Ηδη σε πολλά εργαστήρια έχουν δημιουργηθεί νευρικά κύτταρα (για μεταμόσχευση σε ασθενείς με νόσο του Πάρκινσον, ή που έχουν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο), κύτταρα του καρδιακού μυός (για μεταμόσχευση σε ασθενείς που έχουν υποστεί έμφραγμα), ηπατικά και νεφρικά κύτταρα, ινσουλινοπαραγωγά κύτταρα του παγκρέατος κ.ά. Αν οι προσπάθειες των επιστημόνων καρποφορήσουν, το σενάριο των μεταμοσχεύσεων θα έχει ως εξής: ο ασθενής θα δίνει μερικά κύτταρά του (πιθανότατα από το δέρμα ή τη γλώσσα) τα οποία θα χρησιμοποιούνται για να δημιουργηθεί στον δοκιμαστικό σωλήνα ο κλώνος του. Αυτός ο κλώνος θα αφήνεται να μεγαλώσει για μερικές μόνο ημέρες και θα χρησιμοποιείται ως πηγή παραγωγής εμβρυϊκών βλαστικών κυττάρων τα οποία στη συνέχεια θα κατευθύνονται να διαφοροποιηθούν προς τον κυτταρικό τύπο, ιστό ή όργανο που θα χρειάζεται να μεταμοσχευθεί. Περιττό να πούμε ότι η υλοποίηση αυτού του σεναρίου, η οποία προσκρούει ακόμη σε πολλά θέματα τόσο επιστημονικής όσο και ηθικής φύσεως, θα έλυνε ταυτόχρονα και τα δύο προβλήματα, της έλλειψης οργάνων και της απόρριψης του μοσχεύματος. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι τα ηθικά προβλήματα που προκύπτουν από τη δημιουργία κλώνου θα μπορούσαν να παρακαμφθούν αν οι επιστήμονες πετύχουν να αξιοποιήσουν τα ενήλικα βλαστικά κύτταρα, τα οποία προς το παρόν λαμβάνουν από τον μυελό των οστών ή τους μυς ενηλίκων, και τα οποία έχουν ήδη αποδειχθεί ικανά να επουλώνουν τον τραυματισμένο καρδιακό μυ.


Το αν η ιστορία θα επαναληφθεί και τα εμπόδια που ως τώρα φαίνονταν ανυπέρβλητα θα ξεπεραστούν θα φανεί στο μέλλον. Το εγγύς ευχόμαστε, αφού η μεταμόσχευση είναι μια υπόθεση που μπορεί να μας αφορά όλους…