Τον καλό λόγο του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε επιζητεί σήμερα η ελληνική κυβέρνηση και προσωπικά ο Πρωθυπουργός κ. Αντ. Σαμαράς, ένα εικοσιτετράωρο, μετά την ανακοίνωση της πιλοτικής εφαρμογής του ΦΠΑ στην εστίαση από το 23 στο 13%.
Η επίσκεψη του κ. Σόιμπλε, στενού συνεργάτη της Γερμανίδας Καγκελαρίου, Άνγκελας Μέρκελ, την επομένη της ψήφισης του πολυνομοσχεδίου στην Βουλή που ήταν προϊόν της συμφωνίας με την τρόικα, έρχεται σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την ελληνική κυβέρνηση.
Στην Αθήνα, της οποίας το κέντρο θα είναι κυριολεκτικά φρούριο, λόγω των αυστηρών μέτρων ασφαλείας, ο κ. Σόιμπλε θα έχει την ευκαιρία στις συναντήσεις του με τον κ. Σαμαρά, με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών, κ. Ευ. Βενιζέλο, αλλά και τους υπουργούς Οικονομικών και Ανάπτυξης, τους κκ. Ι. Στουρνάρα και Κ. Χατζηδάκη, αναμένεται να συζητήσει τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, την ελληνογερμανική συνεργασία, αλλά κυρίως την πρόοδο του ελληνικού μεταρρυθμιστικού προγράμματος.
Η επίσκεψη του κ. Σόιμπλε γίνεται εν μέσω έντονων αντιδράσεων από την αντιπολίτευση που τον χαρακτηρίζει ανεπιθύμητο στην Ελλάδα, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι την ώρα που ο Γερμανός υπουργός θα συνομιλεί με τα κορυφαία στελέχη της ελληνικής κυβέρνησης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κ. Παπούλιας (είχε πει παλαιότερα «ποιος είναι ο Σόιμπλε που μπορεί να λοιδορήσει την Ελλάδα;») θα έχει μια συνάντηση με συμβολική σημασία στο Προεδρικό Μέγαρο με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλ. Τσίπρα, παρουσία και του βουλευτή Επικρατείας, κ. Μ. Γλέζου, όπου θα συζητήσουν μεταξύ άλλων και το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων.
Για την Γερμανική πλευρά είναι ιδιαίτερα σημαντικό να προχωρήσει, χωρίς παρεκκλίσεις η πορεία της κυβέρνησης και να εφαρμόσει πλήρως τα όσα έχουν συμφωνηθεί με την τρόικα. Αυτό αναμένεται να τονίσει με έμφαση, εκτός από τα εύσημα που θα αποδώσει στην ελληνική κυβέρνηση, ο κ. Σόιμπλε, ο οποίος φέρεται να είναι ο «εγκέφαλος» του «βέτο» του Eurogroup στην εκταμίευση ολόκληρης της δόσης των 8,1 δισ. ευρώ, αν και την ανέμενε η Αθήνα.
Μετά τον προ ημερών αιφνιδιασμό από την απόφαση του Eurogroup, ο Πρωθυπουργός θα έχει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία, κατά τη συνομιλία του με τον κ. Σόιμπλε, να διαγνώσει _στο μέτρο που θα μπορέσει_ την γερμανική στρατηγική έναντι της Ελλάδας, μετά τις Γερμανικές εκλογές της 22ας Σεπτεμβρίου.
Η ελληνική κυβέρνηση αναμένει _έχοντας μια αισιόδοξη νότα στις προβλέψεις της_ μια πιο φιλική στάση της Γερμανίας μετά τις εκλογές, αν και μια τέτοια εξέλιξη δεν διαφαίνεται από τα μέχρι σήμερα δεδομένα.
Πέρα από την ελληνογερμανική συνεργασία που ενισχύεται σε πολλούς τομείς και την οποία θα εκθειάσει ο κ. Σόιμπλε, η στρατηγική του είναι ξεκάθαρη ως προς την πορεία του προγράμματος.
Η Γερμανία είναι σταθερή στην άποψή της, ότι όσο η ελληνική πλευρά συνεχίζει να εκπληρώνει όσα έχει δεσμευθεί έναντι της τρόικας, τόσο θα συνεχίζεται η ομαλή χρηματοδότησή της.
Κατά την παραμονή του κ. Σόμιπλε στην Αθήνα θα ανακοινωθεί ότι η γερμανική κρατική επενδυτική τράπεζα Kreditanstalt fuer Wiederaufbau (KfW) αναμένεται να συμμετάσχει με ένα εγγυητικό ποσό που θα μπορούσε να φθάνει στα 100 εκατ. ευρώ στο αρχικό κεφάλαιο του Ελληνικού Επενδυτικού Ταμείου, ώστε να ενισχυθούν μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Ενδιαφέρον θα έχει και πως θα τοποθετηθεί ο κ. Σόιμπλε στην προοπτική μελλοντικού «κουρέματος» του ελληνικού χρέους (παλαιότερα έχει πει ότι «η απομείωση του χρέους ήταν μια μεμονωμένη περίπτωση), κάτι που απορρίπτει μέχρι στιγμής η Γερμανία με την κυρία Μέρκελ να έχει δηλώσει ότι μια τέτοια εξέλιξη θα σημάνει επιβάρυνση πολλών δισεκ. Ευρώ για τους εταίρους στην ευρωζώνη.
Πέραν των συναντήσεων με την ελληνική κυβέρνηση, ο κ.Σόιμπλεθα μιλήσει σε κοινή εκδήλωση του Ελλονογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου και της Πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα με θέμα την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα.
Μετά τον Σόιμπλε ο Τζακ Λου
Μετά τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αναμένεται να βρεθεί στην Αθήνα την Κυριακή ο βασικός του αντίπαλος στο πεδίο της οικονομίας, λόγω διαφορετικής οικονομικής αντίληψης, ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τζακ Λου που θα συναντηθεί με τον Πρωθυπουργό και τον κ. Στουρνάρα.
Η επίσκεψη του κ. Λου, στενού φίλου του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα, τον οποίο θα συναντήσει ο κ. Σαμαράς στις 8 Αυγούστου στον Λευκό Οίκο, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική για την ελληνική κυβέρνηση.
Ο Πρωθυπουργός αναμένεται να συζητήσει με τον κ. Λου την κατάσταση στην οικονομία, την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, το οικονομικό πρόγραμμα που εφαρμόζεται και τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να υποστηριχθεί η οικονομική ανάπτυξη.
Η επίσκεψη στην Αθήνα, των δυο υπουργών Οικονομικών, της Γερμανίας και των ΗΠΑ, σε διάστημα μόλις τεσσάρων ημερών, φέρνει στο επίκεντρο και τις διαφορές των δυο χωρών ως προς την ελληνική περίπτωση, αλλά και τις εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις για το εάν υπάρχει ή όχι αντινομία μεταξύ ανάπτυξης και δημοσιονομικής πειθαρχίας
Ο κ. Λου που προτάσσει ως βασικό εργαλείο για ενίσχυση της ανάπτυξης την λήψη μέτρων για την τόνωση των καταναλωτικών δαπανών έχει επικριθεί από τον κ. Σόιμπλε που έχει την αντίθετη άποψη.
Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, είναι της άποψης ότι «η ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης θα είναι η ζήτηση των καταναλωτών» και πολλοί θυμούνται την σύγκρουση που είχαν πριν λίγους μήνες, στο πρώτο ταξίδι του κ. Λου στην Ευρώπη.
Τότε ο κ. Σόιμπλε αντέτεινε ότι οι Ευρωπαίοι μπορούν να χειριστούν επαρκώς τα προβλήματά τους, ενώ επισήμανε ότι θα προτιμούσε να «μην δίνονται συμβουλές δημόσια» για θέματα που άπτονται της οικονομικής πολιτικής, επικρίνοντας τον υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ.
«Ουδείς στην Ευρώπη βλέπει κάποια αντίφαση ανάμεσα στην δημοσιονομική προσαρμογή και την ανάπτυξη» είχε σημειώσει ο κ. Σόιμπλε, ενώ ο κ. Λου _πρώην επιτελάρχης του Λευκού Οίκου_ έλεγε ότι «η οικονομική αστάθεια στην Ευρώπη εξακολουθεί να απειλεί την ανάκαμψη της οικονομίας μας και τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές».
Η σύγκρουση ΗΠΑ και Γερμανίας είναι εμφανής σε πολλά επίπεδα και ειδικά στον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης στην ευρωζώνη, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι η αμερικανική πλευρά διαφωνεί με την σκληρή πολιτική της λιτότητας, εμμένοντας στην ενίσχυση της ανάπτυξης.