Το γύρισμα ή το πέρασμα στον επόμενο, στον 21ο, αιώνα βρίσκει τις πόλεις και το φαινόμενο της αστικοποίησης στο επίκεντρο του σύγχρονου στοχασμού. Οι πόλεις και οι μεταλλάξεις τους ήταν τα κεντρικά θέματα τόσο στη ΧΙΧ Τριενάλε του Μιλάνου όσο και στο ΧΙΧ Συνέδριο της Διεθνούς Ενωσης Αρχιτεκτόνων, που διεξήχθη στη Βαρκελώνη τον περασμένο Ιούλιο. Ο ολλανδός αρχιτέκτων – πολεοδόμος Rem Koolhaas τόνισε την αδυναμία αντιμετώπισης αυτής της τρέχουσας εξέλιξης που συσχετίζεται με την εμφάνιση ενός νέου, άγνωστου, τοπίου. «Πώς να εξηγήσουμε το παράδοξο ότι η πολεοδομία, ως επάγγελμα, εξαφανίζεται τη στιγμή κατά την οποία η πολεοδόμηση αγγίζει τα πάντα και μετά από δεκαετίες συνεχούς επιτάχυνσης βρίσκεται στη θέση να κατοχυρώσει τον οριστικό, παγκόσμιο, «θρίαμβο» της αστικής κατάστασης;».


Οι πρόσφατες προσεγγίσεις φιλοσόφων, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, συγκλίνουν σ’ ένα σημείο: στην πρωτοκαθεδρία του ατόμου, που είναι ο βασικός πρωταγωνιστής αυτού του νέου κόσμου (ο Γάλλος Marc Auge, αναφερόμενος στους μη τόπους της υπερ-μοντερνικότητας, υποστηρίζει ότι, αν οι ανθρωπολογικοί χώροι δημιούργησαν ένα οργανικό δεσμό, οι μη τόποι ­ αεροδρόμια, νέοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, αλυσίδες ξενοδοχείων, πάρκα αναψυχής ­ δημιουργούν μια συμβατική μοναχικότητα/μοναξιά, ενώ, από τη μεριά του, ο Ισπανός Javier Echeverria, αναφερόμενος στην έννοια της τηλέπολης, υποστηρίζει ότι αυτή η μη εδαφική ή απο-εδαφικοποιημένη πόλη, της οποίας η βασική δομή είναι ένα δίκτυο ατόμων που ενώνει σημεία γεωγραφικά σκορπισμένα αλλά συνδεδεμένα μέσω τεχνολογίας, εναποτίθεται σε υφιστάμενα χωριά, πόλεις και μητροπόλεις δίχως να τα καταστρέφει, αλλά μεταλλάσσοντας ριζικά την οικιακή ζωή με τη δημιουργία μιας μορφής ανοικτής κοινωνίας που βασίζεται στους τηλεκατοίκους).


Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε για μια νέα κατάσταση, για τις νέες συνθήκες του αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού; Μπορούμε να συνεχίσουμε να μεταφέρουμε τις νοσταλγικές ενοράσεις ενός οριστικά απολεσθέντος παρελθόντος ή μήπως θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το περιβάλλον, το τεχνητό και πολιτισμικό τοπίο, όπως αυτό σχηματίζεται τώρα; Ποιος θα είναι ο ρόλος της αρχιτεκτονικής στις αναμενόμενες αστικές αλλαγές, με δεδομένο τον ανταγωνισμό μεταξύ των πόλεων;


* Τα νέα τοπία σχεδιασμού


Η συζήτηση για την πόλη στην Ελλάδα έχει ατονήσει εξαιρετικά, γεγονός που δεν είναι ανεξάρτητο από τον τρόπο και τις διαδικασίες παραγωγής του κτισμένου περιβάλλοντος στη χώρα μας. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε το ίδιο βεβαίως για τα προβλήματα της πόλης· αυτά όχι μόνο δεν έχουν ατονήσει, αλλά έχουν αποκτήσει εκρηκτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, με πρώτη και καλύτερη την Αθήνα. Ωστόσο, στις πτυχές του κοινωνικού ιστού της σύγχρονης πόλης έχουμε σταθεί λίγο, όμως κάθε οραματισμός, σχεδιαστικός ή άλλος, του παρόντος και του μέλλοντος των πόλεών μας προσκρούει αναπόφευκτα στο μεταβαλλόμενο τοπίο της κοινωνικής δομής που τις συγκροτεί. Ο μετασχηματισμός της υπάρχουσας πόλης και οι τρόποι περιφερειακής επέκτασης αποτελούν τα νέα τοπία του σύγχρονου σχεδιαστικού και αναπτυξιακού ενδιαφέροντος· ιδιαίτερα οι «εγκαταλελειμμένες» περιοχές της πόλης, στις οποίες υπήρξαν κάποτε παραγωγικές ή άλλες δραστηριότητες που είτε απομακρύνθηκαν είτε τέθηκαν σε αχρηστία και οι τεχνικές υποδομές. Εκτός των πολεοδομικών συγκροτημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, τέτοιες περιοχές συναντώνται στα σημαντικά λιμάνια της χώρας, όπως ο Βόλος, η Πάτρα, το Ηράκλειο, στα μεγάλα ηπειρωτικά κέντρα, όπως η Λάρισα, αλλά και σε πόλεις μεσαίου μεγέθους, όπως η Ερμούπολη, τα Χανιά, η Ρόδος, η Καλαμάτα και η Μυτιλήνη.


Αναμφισβήτητα, οι ελληνικές πόλεις και οι ευρύτερες αστικές περιοχές τους χρειάζονται μεγάλες επεμβάσεις, που θα εξασφαλίσουν ένα λειτουργικό και ορθολογικό δίκτυο υποδομών: αποχέτευση, τηλεπικοινωνίες, συγκοινωνία (αντιμετωπίζοντας σχεδιαστικά την τραυματική σχέση αυτοκινήτου/κατοικίας/εργασίας και όχι εξοστρακίζοντάς την). Χρειάζονται όμως επίσης και μια μεγάλη επέμβαση, μακράς πνοής, που θα τείνει να διαμορφώσει την εικόνα της πόλης και της καθημερινής ζωής σ’ αυτήν. Δεδομένης της αδυναμίας επέμβασης στον τομέα της κατοικίας, που συνεχίζει να κινείται στον ολισθηρό δρόμο της ιδιωτικής και εντέλει ανεξέλεγκτης επέμβασης και εν μέρει σ’ αυτόν των δημοσίων κτιρίων, που ταλανίζεται από τις αδυναμίες και τις χρονοβόρες διαδικασίες του Δημοσίου, ο πιο σημαντικός τομέας, με άμεση επίπτωση στη βελτίωση της εικόνας της πόλης και της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της, είναι η διαμόρφωση του δημόσιου ανοικτού χώρου, συνδυασμένη με την αναβάθμιση των υφισταμένων και την αναπροσαρμογή νέων χρήσεων. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα των πόλεών μας ­ ένα στοίχημα που παίζεται στους «ενδιάμεσους χώρους» και στις «υποβαθμισμένες ζώνες» και πρέπει να βρίσκεται στο επίκεντρο των δημοτικών αρχών και των αρμοδίων φορέων που οφείλουν επιτέλους να δεσμευτούν σε ευρηματικά και τολμηρά σχεδιαστικά προγράμματα, τα οποία να πηγάζουν από κοινωνικές ανάγκες βελτίωσης του αστικού τοπίου και να βασίζονται παράλληλα στις έννοιες του εφικτού και της αποδοτικότητας.


* Πάτρα, Βόλος, Αθήνα, Μυτιλήνη


Τα προηγούμενα συνιστούν το πλαίσιο πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η πρωτοβουλία του προγράμματος «Ηρακλής»· δηλαδή, η παράλληλη εκπόνηση πολεοδομικών μελετών, από έλληνες και ιταλούς αρχιτέκτονες, με στόχο την αναβάθμιση, τη βελτίωση ορισμένων προβληματικών αστικών περιοχών που εντοπίστηκαν ­ στα πλαίσια της προκαταρκτικής έρευνας του προγράμματος ­ στις πόλεις της Πάτρας (αρχ. Κώστας Μωραΐτης και Antonio Monestiroli), του Βόλου (αρχ. Franco Purini/Laura Thermes και Γιάννης Κούκης), των Αθηνών (αρχ. Σουζάνα και Δημήτρης Αντωνακάκης και Giorgio Grassi, Cesare Macchi Cassia και Νίκος Φιντικάκης) και της Μυτιλήνης (αρχ. Δημήτρης Φιλιππίδης/Γιάννης Κίζης και Stefano Boeri/Cino Zucchi).


Πρόκειται για μια συμβουλευτική σχεδιαστική δράση με στόχο τη διερεύνηση της υπέρβασης των εμποδίων που καθιστούν δύσκολη την ανάκτηση της συνέχειας του αστικού ιστού στον χώρο, στον χρόνο, στη μορφή: την πλήρωση των αστικών κενών, σύμφωνα με τους επιστημονικούς συντονιστές του προγράμματος, καθηγητές Cesare Macchi Cassia και Δημήτρη Ν. Καρύδη. Οπως παρατηρεί ο τελευταίος, «οι ειδικότεροι στόχοι αυτού του προγράμματος παρέμβασης στις πέντε περιοχές καθορίστηκαν από την παραδοχή ότι σήμερα, στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, υπάρχουν τρία ζητήματα αιχμής που αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής. Το πρώτο είναι η ανάγκη επανεκτίμησης της σημασίας του κέντρου της πόλης, η ανάκτηση της κεντρικότητας· το δεύτερο είναι η ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης της πόλης με το φυσικό της περιβάλλον· και το τρίτο είναι η ανάγκη αποκατάστασης της ιστορικής μνήμης στον κτισμένο χώρο».


Αν σταματήσουμε σε ένα θέμα, στη διαπραγμάτευση του αστικού τοπίου, και με δεδομένη τη διαφορά μεταξύ λατινικής και ελληνικής παράδοσης της πόλης, μπορούμε να διακρίνουμε σε κάθε περίπτωση διαφορετικές, συχνά αντιθετικές λογικές: γέμισμα αντί άδειασμα της πόλης (Πάτρα), περιγεγραμμένο κενό αντί πόλη – έκθεση (Βόλος), συμπύκνωση αντί αποφόρτιση αστικού ιστού (Αθήνα, Σταθμοί), νέο αστικό μέτωπο αντί θεματικό πάρκο (Αθήνα, Φάληρο), αποδόμηση ιστού αντί τοπικότητες ενδιάμεσων χώρων (Μυτιλήνη). Παρ’ όλα αυτά, βλέπουμε ότι οι σχεδιαστικές υπερβάσεις, το τίναγμα ορισμένων μελετών ­ κυρίως των ελλήνων μελετητών ­, δεν ανταποκρίνονται σε εφικτές επεμβάσεις, καθ’ ότι, εκ προοιμίου, κινούνται σ’ ένα πειραματικό επίπεδο. Από την άλλη, ορισμένες μελέτες ­ κυρίως των ιταλών μελετητών ­, αν και συνεπείς ως προς τη σχεδιαστική φιλοσοφία τους, προσκρούουν σε μιαν αδυναμία υποδοχής, που οφείλεται στον τρόπο οικοδόμησης της ελληνικής πόλης. Συνεπώς, οι επεμβάσεις που κρατήθηκαν σε μια λογική ήπιων κινήσεων, σε μια λογική ανοικτών σχεδιαστικών χειρονομιών, και επέμειναν στην οργάνωση κτιρίων και χώρων, μοιάζουν να είναι αυτές που θα είχαν δυνατότητες να υλοποιηθούν σταδιακά και, ενδεχομένως, να αποτελέσουν πεδία διαπραγμάτευσης με τους εμπλεκόμενους φορείς (αναφέρομαι στην περίπτωση της μελέτης των Boeri/Zucchi για τη Μυτιλήνη, και των Δημήτρη και Σουζάνας Αντωνακάκη για την Αθήνα).


* Τι είδους νοοτροπίες


Το κρίσιμο ερώτημα που προκύπτει από το εγχείρημα του προγράμματος «Ηρακλής» είναι τι είδους σχεδιαστικές νοοτροπίες μπορούν να χαρακτηρίσουν τον επανασχεδιασμό αυτών των υποβαθμισμένων αστικών περιοχών. Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε την αναβίωση του κλασικού – εκλεκτικιστικού μοντέλου της πόλης του 19ου αιώνα και τη νεο-ρασιοναλιστική αναβίωση της ανεκπλήρωτης μεγαλούπολης του μοντερνισμού. Σημαντικές αλλαγές έχουν συντελεστεί στα πεδία που αφορούν στις σύγχρονες πολεοδομικές επεμβάσεις, ιδιαίτερα ως προς την επανάκτηση των φθαρμένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων και τον μετασχηματισμό των λιμανιών και των σιδηροδρομικών σταθμών.


Οι ροές ως μορφές κίνησης, η εναπόθεση και η κατανομή των ροών (τρένα, κόμβοι μετεπιβίβασης), οι αλλαγές στα συστήματα μεταφορών δεν συσχετίζονται μόνο με σημαντικές αναδιαρθρώσεις του αστικού περιβάλλοντος, αλλά και οδηγούν σε σχηματοποιήσεις δυναμικές, μεταβατικές, που τείνουν να αντικαταστήσουν τις πιο στατικές. Οι σταθμοί, όπως και τα λιμάνια, δεν είναι πλέον οι τόποι μιας αναδυόμενης νεωτερικότητας, αλλά τόποι – άτοποι μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας που αφορούν στη μαζικοποιημένη εξυπηρέτηση επιβατών και αγαθών, ενώ έκδηλη είναι επίσης η διάθεση επανοικειοποίησης του δημόσιου αστικού χώρου μέσα από περισσότερο καταναλωτικές και τουριστικές πρακτικές αναψυχής.


Το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι η αντιστοιχία της πολεοδομικής μελέτης με τους τρόπους ζωής που εικάζονται μέσα από τον σχεδιασμό, έστω και ως αφήγηση· σε ποιο κοινωνικό σύνολο απευθύνονται ή προδικάζουν. Οι ελληνικές πόλεις ­ με την τυχάρπαστη πολεοδομική ανάπτυξη ­ χρήζουν άραγε μιας διατακτικής επέμβασης αποφόρτισης του αστικού ιστού, με έμφαση στον δημόσιο χώρο (αρχαιολογικό ή λιμενικό, στις προκείμενες περιπτώσεις), ή μήπως μιας εντατικοποίησής του που, εκ των πραγμάτων, οδηγεί στη δημιουργία ενός εσωστρεφούς δημόσιου χώρου και, ίσως, μεγάλων αντικειμένων στην πόλη; Βεβαίως, αυτές οι λογικές ή οι στρατηγικές εξαρτώνται και από την ιδιαιτερότητα της κάθε τοποθεσίας, από τη «λανθάνουσα ευφυΐα» της.


* Οι προκλήσεις των καιρών


Με αφορμή την εξαίρετη έκθεση των δέκα μελετών και την έκδοση ενός καταλόγου που αποτελεί σημείο αναφοράς στη βιβλιογραφία της ελληνικής πόλης, και με δεδομένη την αναγκαιότητα προσαρμογής της ελληνικής πόλης στους νέους ρόλους που αυτή καλείται να αναλάβει, μετά την παραγωγική επανάσταση της δεκαετίας του ’80 και εν όψει της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης στα πρόθυρα του 2000, σύμφωνα με την άποψη του Massimo Giudici, προέδρου του ΔΣ της ΑΓΕΤ «Ηρακλής», της εταιρείας που υποστήριξε και χρηματοδότησε το Πρόγραμμα «Ηρακλής», διοργανώθηκε το διεθνές συνέδριο «Οι προκλήσεις της ελληνικής πόλης», στις 30 και 31 Μαΐου, στο αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.


Στην πρώτη ενότητα το συνέδριο έδωσε την ευκαιρία στους αρχιτέκτονες να παρουσιάσουν τις μελέτες τους μπροστά στους εκλεγμένους αντιπροσώπους των ενδιαφερόμενων δήμων και να δείξουν «διά μέσου του πολεοδομικού σχεδιασμού στους διαχειριστές πώς μπορεί να φτιαχτούν οι πόλεις», σύμφωνα με τον Cesare Macchi Cassia. Στη δεύτερη ενότητα «Αστικός σχεδιασμός και σύγχρονοι μετασχηματισμοί περιοχών στην Ευρώπη της δεκαετίας του ’90», εμπειρογνώμονες των αστικών ζητημάτων προσπάθησαν να προσφέρουν το οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, αλλά και σχεδιαστικό πλαίσιο στο οποίο εγγράφονται οι διάφορες επεμβάσεις που γίνονται στις ευρωπαϊκές πόλεις. Στην τρίτη ενότητα «Οικονομικοί πόροι και κοινωνία στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού της ελληνικής πόλης», η συζήτηση μεταξύ των ελλήνων εμπειρογνωμόνων κατέγραψε τις εξέχουσες ιδιομορφίες ή τους λόγους που οδηγούν στην αδυναμία επεμβάσεων αστικής ανάπλασης και οφείλονται, ως επί το πλείστον, στην οικογενειακή δομή και στον ιδιωτικό τρόπο παραγωγής της ελληνικής πόλης.


Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η συζήτηση στρογγυλής τράπεζας «Προβλήματα και προοπτικές μετασχηματισμού της ελληνικής πόλης», με εκπροσώπους από τον κόσμο της βιομηχανίας, τους φορείς των τεχνικών, της οικονομίας και του πολιτισμού. Σε αυτές τις δύο τελευταίες ενότητες ήταν έκδηλη μια κάποια απόσταση ­ εξαιρουμένης της επέμβασης του προέδρου της Εκτελεστικής Επιτροπής του ΣΕΒ κ. Ιάσονα Στράτου ­ μεταξύ των θεμάτων της συζήτησης και των εκτιθέμενων μελετών στις διπλανές αίθουσες· με τη συζήτηση να στρέφεται περισσότερο προς την οικολογική προοπτική της αειφόρου πόλης παρά προς την ανάκτηση των εγκαταλελειμμένων περιοχών.


* Η αναδυόμενη «μετάπολις»


Σε αυτή την κλίμακα των επεμβάσεων η επιτυχία μιας πολεοδομικής μελέτης είναι να δημιουργήσει ένα συλλογικό υποσυνείδητο (όσο κι αν αυτή φαίνεται να είναι εξαιρετικά ρευστή και απροσδιόριστη έννοια σήμερα). Η καθαγιασμένη όμως αναφορά σε όλες σχεδόν τις ομιλίες στη Βαρκελώνη, ιδιαίτερα στο πρόγραμμα διαμόρφωσης των δημόσιων χώρων, θα πρέπει να λάβει υπόψη της τη σύγχρονη αρχιτεκτονική σχηματοποίηση αυτών των επεμβάσεων, δίχως ιστορικιστικές αποχρώσεις, όπως επίσης και τη σύνδεσή τους με ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα υποδομών και τεχνικών έργων που άλλαξαν την εικόνα της καταλανικής πρωτεύουσας.


Η αναδυόμενη «μετάπολις» δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με τις ίδιες πολιτισμικές και πολιτικές δεσμεύσεις που εμπόδισαν στην Ελλάδα και στην Ιταλία την εφαρμογή σύγχρονων πολεοδομικών σχεδίων. Η σημασία του προγράμματος «Ηρακλής» βρίσκεται στην ανακίνηση αυτών των ερωτημάτων, γιατί, ανεξάρτητα από τις δυνατότητες εκπόνησης και εφαρμογής μελετών πολεοδομικής κλίμακας, οι ελληνικές πόλεις δεν μπορούν να αγνοήσουν αυτές τις σημαντικές αλλαγές που ούτως ή άλλως συντελούνται, έστω και ερήμην των αρχιτεκτόνων. Με αυτή την έννοια, η μεγάλη συνεισφορά του εγχειρήματος είναι ότι προσφέρει, μέσα από αυτές τις δέκα διαφορετικές μελέτες, μιαν πρώτη απάντηση στην αναγκαιότητα της ανακύπτουσας rennovatio urbis, όπως σημείωνε στο συνέδριο ο καθηγητής Bernardo Secchi. Ας ελπίσουμε ότι θα ακολουθήσουν κι άλλες τέτοιες προσπάθειες και εγχειρήματα, γιατί ο «αστικός εκσυγχρονισμός» είναι επίσης πολιτισμικό και κοινωνικό θέμα, όπως τεχνικό και οικονομικό.


Ο κ. Γιώργος Σημαιοφορίδης είναι αρχιτέκτων.