Tην περιουσία του καθένας τη διαχειρίζεται όπως επιθυμεί: την αξιοποιεί, την έχει να κάθεται, της βάζει φωτιά και χορεύει στα αποκαΐδια. Αυτό πίστευα πάντα ότι ισχύει και για την περίπτωση της αμύθητης (λένε) περιουσίας που άφησε ο Αριστοτέλης Ωνάσης στους κληρονόμους του, αρχικά στην κόρη του Χριστίνα και έπειτα στην εγγονή του, Αθηνά. Για τον λόγο αυτόν, ποτέ δεν κατάλαβα εκείνους που σφόδρα ανησυχούσαν για το πώς η καταθλιπτική μαμά και η περίεργη, σχεδόν αγοραφοβική, κόρη της θα τη διαχειρίζονταν. Οπως θέλουν, και λόγος δεν μας πέφτει. Ετσι απλά.

Τα ίδια πρεσβεύω και για το θέμα της… άλλης περιουσίας, εκείνης που κληρονομούμε από τους προγόνους μας και που, κατά τη γνώμη μου, είναι πιο σημαντική από τα (ευπρόσδεκτα πάντα) υλικά αγαθά. Αναφέρομαι στην ελληνικότητά μας, στις ρίζες μας, στον σεβασμό και στην κατανόηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που κάνουν τον καθέναν από εμάς αυτό που είναι σήμερα. Και αυτή την κληρονομιά μπορεί ο ένας να την αξιοποιήσει προς όφελός του και ο άλλος να την πετάξει στα σκουπίδια (και ακολούθως να υποστεί τις όποιες συνέπειες). Το δεύτερο νομίζω ότι έχει αποφασίσει να κάνει η Αθηνά Ωνάση και το δείχνει με κάθε τρόπο. Φτάνοντας ως την πολυσυζητημένη πώληση του Σκορπιού – γεγονός που πρώτη η Σίβυλλα του «Βήματος» αποκάλυψε.

Δεν τη γνωρίζω, βεβαίως, αυτή την αγέλαστη και συνεσταλμένη (μπροστά στον φωτογραφικό φακό) κοπέλα, ώστε να μπορέσω να αναλύσω με βεβαιότητα τα κίνητρα της πράξης της, καθώς και τα βαθύτερα αίτια της όποιας «απέχθειάς» της για την ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας της. Εν προκειμένω, όμως, παρακολουθώντας την υπόθεση του Σκορπιού, αισθάνθηκα κάτι σαν στενοχώρια. Οχι για το ξεπούλημα μιας γωνιάς της Ελλάδας, ή για την έκπτωση ενός ονόματος λαμπρού για τη νεότερη εμπορική (και όχι μόνο) ιστορία της χώρας μας, αλλά για την αδυναμία ορισμένων να αντιληφθούν το προφανές: ότι χωρίς ρίζες είσαι κλαράκι παραδομένο στον άνεμο.

Εκείνο που κυρίως μου έκανε εντύπωση στην υπόθεση είναι ότι στο νησί αυτό, που περνά στα χέρια ενός Ρώσου με βεβαρημένο παρελθόν, βρίσκονται οι τάφοι του παππού, του θείου και της μητέρας της, Αθηνάς. Γεγονός που από μόνο του απαγορεύει την πώληση ακόμη και ενός κόκκου άμμου από τον Σκορπιό, κατά τη δική μου ηθική, η οποία ξεκινάει από τον σεβασμό στο παρελθόν μας, την κατανόηση της ιστορίας μας. Εν προκειμένω, όμως, φοβούμαι ότι αναλώνομαι σε θεωρητικολογίες: η ζάπλουτη κληρονόμος κινείται σε έναν κόσμο όπου, ως φαίνεται, η ηθική όπως την εννοώ εγώ δεν υπάρχει.

Το γνώριζε αυτό και ο παππούς Αριστοτέλης (στον ίδιο κόσμο κινήθηκε, για να μην πω ότι υπήρξε ένας από τους ενορχηστρωτές του κατά τις πρόσφατες δεκαετίες), γι’ αυτό και, όπως διάβασα, έβαλε όρο στη διαθήκη του, σε περίπτωση που το αγαπημένο του νησί πωληθεί, να μην πωληθεί και το μέρος στο οποίο βρίσκονται οι τάφοι. Ο,τι κι αν ήθελε ο εφοπλιστής, ακόμη και αν η εγγονή του το σεβαστεί (από κάτι σαν… κοιμισμένη ευαισθησία που ενίοτε ξυπνά ή επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς), τρεις τάφοι παρατημένοι (και δεν εννοώ μόνο απεριποίητοι, αλλά ουσιαστικά ξεχασμένοι από εκείνους που έχουν καθήκον να θυμούνται), δεν είναι απολύτως τίποτε, παρά μερικά τετραγωνικά μέτρα από μάρμαρο, μπορούν ακόμη και να ισοπεδωθούν. Μπορούν να γίνουν και ατραξιόν για τους καλεσμένους του ρώσου μεγιστάνα… Και κάπως έτσι ξεμπερδεύει με αυτούς, δηλαδή με αυτό που συμβολίζουν, η Αθηνά;

Οποιος νομίζει κάτι τέτοιο πλανάται πλάνην οικτράν. Γιατί το παρελθόν… φυγείν αδύνατον. Ριζωμένο μέσα σου (είναι εξάλλου και θέμα γονιδίων), σε στηρίζει και σε γαληνεύει αν το αποδεχτείς, το κατανοήσεις και το σεβαστείς, σε βασανίζει αν το αρνηθείς, αν προσπαθήσεις να το αποφύγεις, αν το απαξιώσεις.

Λυπάμαι ανθρώπους σαν την Αθηνά, πρώην Ωνάση, νυν Ντε Μιράντα Νέτο (όπως είναι το επίθετο του εκ Βραζιλίας συζύγου της), οι οποίοι νομίζουν ότι ξορκίζοντάς το με αγοραπωλησίες ή περιφέροντας την επιδεικτική αδιαφορία τους για αυτό, απελευθερώνονται. Ενώ στην πραγματικότητα επιβεβαιώνουν την ανωριμότητά τους και την αδυναμία τους να αποδεχτούν εκείνο που είναι οι ίδιοι, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά της δυστυχίας τους. Λυπάμαι, επιπλέον, τους ανθρώπους που δεν έχουν ρίζες σε έναν συγκεκριμένο τόπο, σε μια συγκεκριμένη οικογένεια, παρά μοιρασμένοι ανάμεσα σε διάφορες πατρίδες και οικογένειες (που λέει ο λόγος, γιατί στην πραγματικότητα…) παραμένουν απάτριδες. Και όταν μιλώ για πατρίδα, εννοώ την αίσθηση του σπιτιού που (είτε είναι παλάτι είτε μπάζει νερά από τα σπασμένα τζάμια του) πάντα σε περιμένει για να σε κρύψει από τον κόσμο που σε κούρασε, σε πλήγωσε, σε πρόδωσε. Και για αυτή την απερίγραπτα τρυφερή αίσθηση η οποία σε κατακλύζει κάθε φορά που θυμάσαι τους δικούς σου, τους αγαπημένους σου, και που στις δύσκολες στιγμές σε εντυπωσιάζει με τη δύναμη που μπορεί να σου δώσει.

Αυτό είναι το «σπίτι» που άνθρωποι όπως η Αθηνά δεν φέρουν εντός τους. Και το τεράστιο κενό που προκαλείται από την απουσία του δεν μπορούν να το καλύψουν όλα τα εκατομμύρια και όλοι οι Ντε Μιράντα Νέτο του κόσμου.

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Απριλίου 2013