Τις παραμονές της εισόδου του Ελευθερίου Βενιζέλου στην ελλαδική πολιτική σκηνή, η γαλλική εφημερίδα «Le Temps» έγραψε ότι ο κρητικός πολιτικός ήταν αρκετά ευφυής για να αντιλαμβάνεται τις καταστάσεις, αρκετά σώφρων για να ξέρει τι δεν έπρεπε να θίξει και αρκούντως τολμηρός για να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Εχοντας λοιπόν στο ενεργητικό του τη συνετή διαχείριση τής, σημαντικής για την ισορροπία του Ανατολικού Ζητήματος, υπόθεσης της Κρήτης, αλλά και με τη σκευή του Θερίσου, που του επέτρεψε να προσθέσει δίπλα στον τίτλο του πατριώτη και αυτόν του ριζοσπάστη πολιτικού, ο Βενιζέλος έφθασε στην Ελλάδα έχοντας ήδη εξασφαλίσει, εκτός από την απήχησή του στους Ελληνες, και τη σιωπηρή αποδοχή της ευρωπαϊκής διπλωματίας.


* H βαλκανική συμμαχία


Οι αρετές που κατέγραψε η γαλλική εφημερίδα έγιναν αμέσως ορατές. Από τη νέα του θέση, ως πρωθυπουργού, ο Βενιζέλος, έχοντας συνείδηση της ανεπάρκειας των στρατιωτικών και των διπλωματικών προϋποθέσεων, έδειξε αποφασισμένος να μην αφήσει το Κρητικό να παρασύρει την Ελλάδα σε άκαιρες συγκρούσεις. H άρνησή του να δεχθεί τους κρήτες βουλευτές στο ελληνικό κοινοβούλιο μπορεί να απογοήτευσε τους συμπατριώτες του, συνέβαλε όμως στην υλοποίηση του απώτερου στόχου του: την έξοδο της Ελλάδας από την «θαυμασίαν μόνωσίν» της. Με την ίδια αποφασιστικότητα θα αντιμετωπίσει και το βασικό δίλημμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που είχε ήδη τεθεί από το 1870, μετά την εμφάνιση των νέων «μνηστήρων της Μακεδονίας»: αν δηλαδή η Ελλάδα θα έπρεπε να συμμαχήσει με τους Τούρκους ή τους Σλάβους προκειμένου να ευοδωθεί η πολυπόθητη επέκτασή της.


Παρακάμπτοντας τις αντιδράσεις που προξένησε, λίγα χρόνια μετά το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα, η στρατιωτική συμφωνία με τη Βουλγαρία, και φροντίζοντας να διαχειριστεί με προσοχή τις ασάφειες και τις παγίδες της, o Βενιζέλος εξασφάλισε τη συμμετοχή της Ελλάδας στη βαλκανική συμμαχία. Τα αποτελέσματα δικαίωσαν τις επιλογές του. Τα κέρδη της χώρας από τους Βαλκανικούς Πολέμους ήταν τεράστια. Για να αποφευχθεί όμως το μοιραίο βήμα και να βρεθεί η Ελλάδα από τον θρίαμβο στο μηδέν, όπως συνέβη στην περίπτωση της Βουλγαρίας, χρειάστηκε, παράλληλα με τις μάχες του ελληνικού στρατού, να δοθούν και άλλες μάχες, όχι μόνο διπλωματικές, αλλά και στο εσωτερικό μέτωπο.


* H παγίδα του «οράματος»


Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου το πολιτικό σκηνικό αλλάζει. Από τώρα και στο εξής ο Βενιζέλος θα έχει να αντιμετωπίσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο, τον λαοπρόβλητο ήρωα του βαλκανικού μετώπου, τον οποίον – η ειρωνεία είναι πως ο ίδιος, ως «μαθητευόμενος μάγος» – κατασκεύασε αναθέτοντάς του την ηγεσία του στρατού. Ετσι μολονότι η κήρυξη του A’ Παγκοσμίου Πολέμου θεωρήθηκε από τον Βενιζέλο ως ιδανική ευκαιρία για να διευθετηθούν οι εδαφικές εκκρεμότητες που άφησαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Entente, για τη νίκη της οποίας ήταν απόλυτα πεπεισμένος ο Βενιζέλος, όχι μόνο δεν ήταν αυτονόητη για τον γερμανόφιλο Κωνσταντίνο αλλά συνάντησε και τη σθεναρή αντίδρασή του. H αντιπαράθεση μεταξύ τους, όπως είναι γνωστό, οδήγησε στα άκρα. H είσοδος της Ελλάδας στον πόλεμο, σχεδόν τρία χρόνια μετά την έναρξή του, πραγματοποιήθηκε μέσα σε κλίμα εθνικού διχασμού, με τον Βενιζέλο να ηγείται της κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης και με τα στρατεύματα της Entente να έχουν ήδη μπει, με την πλήρη ανοχή του, στο ελληνικό έδαφος.


Στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης εξαργύρωσε με τον καλύτερο τρόπο την αφοσίωσή του στο μέτωπο των Συμμαχικών Δυνάμεων. Εκμεταλλεύτηκε με αξιοσημείωτη μαεστρία την εξαιρετικά ευνοϊκή διπλωματική συγκυρία, που επιτέλους παρουσιαζόταν για το ελληνικό εθνικό ζήτημα. Τη σύμπτωση των ελληνικών και των βρετανικών συμφερόντων, σε συνδυασμό με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εχοντας ίσως συναίσθηση ότι αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία για την πραγματοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, θα υπερβεί τη «σωφροσύνη» και τον ορθολογισμό, που διέκριναν συνήθως τις πολιτικές αποφάσεις του. «Τυφλωμένος» από το όραμα της «Μεγάλης Ελλάδας», αφενός θα διαβεβαιώσει τις Δυνάμεις για τη δυνατότητά του να εξουδετερώσει την «κεμαλική απειλή» και αφετέρου θα υποτιμήσει τις αντιδράσεις, οι οποίες είχαν αρχίσει να διογκώνονται, στο εσωτερικό της χώρας. H συνέχεια είναι γνωστή. H εκλογική του ήττα, πάντως, φαίνεται πως δεν ήταν καθοριστική για όσα τραγικά επακολούθησαν.


* Επιτυχείς συμφωνίες


Αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στη Συνθήκη της Λωζάννης και κατάφερε ώστε τα αποτελέσματά της να μην είναι αντίστοιχα με την καταστροφή που υπέστη η χώρα στον μικρασιατικό πόλεμο. Μολονότι απών από το πολιτικό προσκήνιο, μετά το 1923, θα παρακολουθεί τα προβλήματα και τα ατοπήματα της ελληνικής διπλωματίας και θα επεμβαίνει στα αδιέξοδα.


H εξωτερική πολιτική που ακολούθησε μετά την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή το 1928 είχε τον ρεαλιστικό στόχο να διαφυλάξει την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και να αναβαθμίσει τη θέση της μετά την τραγική απομόνωση που ακολούθησε την ήττα της στη Μικρά Ασία. Οι επιτυχείς συμφωνίες που υπέγραψε, με την Ιταλία και τη Γιουγκοσλαβία, εντάσσονται σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο. Το Σύμφωνο Φιλίας όμως που συνήψε με την Τουρκία είναι σίγουρα το αποκορύφωμα του ορθολογισμού που διέκρινε πλέον την πολιτική του.


Λίγο πριν από την υπογραφή της Συμφωνίας με την Αγκυρα, θα κατακρίνει τη Μεγάλη Ιδέα γιατί, επί έναν αιώνα, ως κυρίαρχη ιδεολογία του έθνους, εμπόδισε τη δημιουργία σύγχρονου κράτους. Ωστόσο ο ίδιος χρησιμοποίησε τη Μεγάλη Ιδέα για την επίτευξη των στόχων του. H διαφορά ανάμεσα σε αυτά που διακήρυσσε ο Κωλέττης στην Εθνοσυνέλευση το 1844 και στις επιδιώξεις του Βενιζέλου είναι η προτεραιότητα για τη δημιουργία σύγχρονου και ισχυρού κράτους. H πεποίθηση ότι, πάνω από όλα, η Ελλάδα έπρεπε «να παύση να είναι Ψωροκώσταινα».


H κυρία Λίνα Λούβη είναι επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.