Ισχύει η αντιεξουσιαστική φήμη των ποιητών; Υπάρχουν φιλοεξουσιαστικοί ποιητές; Υπάρχει φιλοποιητική εξουσία; Στα τρία αυτά κρίσιμα ερωτήματα δίνει τη δική της απάντηση η ομηρική Οδύσσεια. Και μη ρωτήσετε γιατί αναφέρομαι πάλι στην Οδύσσεια· κουκιά έφαγα κουκιά μαρτυρώ.


Στην Οδύσσεια λοιπόν υποβάλλονται τρεις αοιδοί: οι δύο επώνυμοι (ο Φήμιος και ο Δημόδοκος, στην Ιθάκη και στη Σχερία αντιστοίχως)· ο τρίτος ανώνυμος (στο μυκηναϊκό Αργος). Τυφλός ο Δημόδοκος, κατέχει τιμητική θέση στην ούτως ή άλλως ουτοπική πολιτεία των Φαιάκων. Θύμα της ερωτικής λαγνείας του Αιγίσθου γίνεται ο αοιδός του Αργους, προκαταλαμβάνοντας την τραγική μοίρα του Αγαμέμνονα. Κάπου στη μέση βρίσκεται ο ιθακήσιος Φήμιος, ο οποίος εξαναγκάζεται από τους μνηστήρες να συνοδεύει με την κιθάρα και το τραγούδι του τα καταχρηστικά τους συμπόσια στο βασιλικό παλάτι. Οταν στην εικοστή δεύτερη ραψωδία ο Οδυσσέας εξοντώνει τους μνηστήρες, η τύχη του Φήμιου παίζεται. Ο ποιητής της Οδύσσειας στήνει με απαράμιλλη μαεστρία, αλλά και ειρωνεία, τη διφορούμενη αυτή σκηνή. Περί αυτής ο λόγος.


Ο ιθακήσιος αοιδός, κρατώντας ακόμη στα χέρια του τη γλυκόφθογγη κιθάρα, έντρομος ταλαντεύεται: να προσφύγει στον αύλειο βωμό του Διός; να προσπέσει στα γόνατα του Οδυσσέα, γυρεύοντας να τον ελεήσει; Διαλέγει το δεύτερο. Ο ικετευτικός του λόγος επιμένει σε δύο κυρίως σημεία: δεν πρέπει ο Οδυσσέας να θανατώσει έναν αοιδό, που με τα τραγούδια του ευφραίνει θεούς και ανθρώπους· η δική του μουσική υπηρεσία στους μνηστήρες υπήρξε αποτέλεσμα εκβιασμού ­κάτι που μπορεί να το βεβαιώσει και ο Τηλέμαχος.


Η ικεσία όμως του Φήμιου περιέχει και άλλα, συμπληρωματικά και απροσδόκητα, στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν το βαθύτερο νόημα της δραματοποιημένης αυτής σκηνής: ο φόνος ενός αοιδού προσβάλλει την αιδώ και συνεπάγεται μελλοντικό άχος για όποιον την επιχειρήσει· ο ίδιος ο Φήμιος αυτοσυστήνεται ως εξαιρετικό παράδειγμα αοιδού, στον βαθμό που είναι συνάμα θεόπνευστος και αυτοδίδακτος ­υπαινιγμός που τείνει να εξισώσει τον ιθακήσιο αοιδό με έμπειρο επικό ραψωδό, αν όχι και με τον ίδιον τον ποιητή της Οδύσσειας.


Η τελευταία υπόθεση ενισχύεται και με μιαν άλλη παρένθετη υπόσχεση του Φήμιου: θα μπορούσε, λέει, να εξυμνήσει με το τραγούδι και τον Οδυσσέα, που τον βλέπει τώρα μπροστά του σαν θεό. Με την κάπως αινιγματική αυτή πρότασή του ο ιθακήσιος αοιδός ούτε λίγο ούτε πολύ φαίνεται να υπόσχεται μια δική του Οδύσσεια.


Αν συνυπολογίσουμε ότι, στο διάλειμμα της μεγάλης Νέκυιας, ο Αλκίνοος εξίσωσε τον αφηγητή των Απολόγων με επιστάμενον αοιδόν, τότε προκύπτει εδώ ένα τρίδυμο σε μορφή μάλιστα κλίμακας: αοιδός – αφηγητής – ποιητής. Τούτο υπονοεί ότι ο ενδεχόμενος φόνος του ιθακήσιου αοιδού θα κατέστρεφε αυτόν τον υπονοούμενο συνειρμό: θα κλόνιζε δηλαδή το ποιητολογικό τρίγωνο, μέσα στο οποίο εγγράφεται το έπος της Οδύσσειας. Γι’ αυτό τελικώς επιβάλλεται η σωτηρία του Φήμιου, ως εξαίρεση από το φονικό μακελειό.


Ο προτεινόμενος συνειρμός κυκλοφορεί βέβαια, με κάποια δόση ειρωνείας, στο βάθος της αφήγησης. Στον αφρό της ο Φήμιος φαντάζει μάλλον φοβισμένο ανθρωπάκι, που προσπαθεί να γλιτώσει τη ζωή του: από φόβο τραγουδούσε ανάμεσα στους μνηστήρες· από φόβο τώρα γίνεται ικέτης του Οδυσσέα. Οτι ο ποιητής υπολογίζει και στα δύο αυτά επίπεδα της αφήγησής του, φαίνεται καθαρότερα στην επόμενη περιγραφή του περιδεούς Μέδοντα, που κι αυτός θα σωθεί με την παρέμβαση του Τηλεμάχου: όσο κρατά το μακελειό, ο Μέδων έχει κουρνιάσει κάτω από ένα κάθισμα, κουκουλωμένος με φρέσκο βοδίσιο δέρμα, μήπως ξεφύγει τον μαύρο χαλασμό του· τώρα ξεμυτίζει, πετά από πάνω του το δέρμα του βοδιού, τρέχει προς τον Τηλέμαχο, και γονατίζοντας παρακαλεί να τον σώσει ο γιος από το μένος του πατέρα του. Και ο ποιητής επιμένει: Φήμιος και Μέδων, ακόμη και μετά την αθωωτική απόφαση του Οδυσσέα, δεν βγαίνουν απλώς, κατά τη σύστασή του στην αυλή του παλατιού· καλού κακού πάνε και κάθονται στον βωμό του Δία, αλαφιασμένοι από τον φόβο του θανάτου που τους απείλησε, αν δεν τους απειλεί ακόμη.


Συμπέρασμα ο αοιδός Φήμιος σώζεται τελικώς προβάλλοντας τη μουσική του αξιοπρέπεια· η οποία όμως στην πραγματικότητα εκπροσωπεί την ιδιοφυία του ποιητή της Οδύσσειας. Με άλλα λόγια: ο ποιητής κάνει πάσα στον αοιδό, και αντιστρόφως.