Την Ελλάδα την εκπροσωπεί η τέχνη της



Ο καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου και Γλυπτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών δρ Raimund Wunsche ήρθε σε επαφή με την ελληνική κουλτούρα σε πολύ νεαρή ηλικία. Στο Ουμανιστικό Γυμνάσιο όπου φοίτησε διδάχθηκε τα αρχαία ελληνικά για επτά χρόνια, έτσι ώστε στο πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα, σε ηλικία 17 ετών, να μπορεί, αν όχι να μιλάει, να διαβάζει ελληνικά. Και πιο παλιά, θυμάται ακόμη ένα αντίγραφο του Παρθενώνα που είχε ο γλύπτης πατέρας του στο σπίτι τους. Σήμερα είναι διευθυντής σε δύο από τα σημαντικότερα μουσεία, στη Γλυπτοθήκη και στη Συλλογή Αρχαιοτήτων, στην Konigsplatz στο κέντρο του Μονάχου.


Τη μεγάλη του προσφορά στον ελληνικό πολιτισμό και στην ιστορική καταγραφή τίμησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος τον περασμένο Ιανουάριο στην Αθήνα. Τα διάσημα και το δίπλωμα του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικα παρέλαβε ο δρ Wunsche σε μια σεμνή τελετή που έγινε πριν από λίγες ημέρες στο Μόναχο από τα χέρια του γενικού προξένου κ. Πέτροβα.


­ Ποια ήταν η σχέση της Βαυαρίας με την Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα του Μονάχου με την Αθήνα στις αρχές του 19ου αιώνα;


«Η Ελλάδα εκείνης της εποχής ήταν υπό τουρκική κατοχή και η Αθήνα μια πολύ μικρή πόλη. Αιώνες ολόκληρους, από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως και μετά την Αναγέννηση, η Ρώμη παρέμενε η κυρίαρχη δύναμη. Στις αρχές του 19ου αιώνα όμως γερμανοί φιλέλληνες, και πρώτος απ’ όλους ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, είχαν την ιδέα να αναστήσουν τη φήμη της Ελλάδας και της Αθήνας ως πατρικής γης της δυτικής κουλτούρας. Ο ίδιος ο Λουδοβίκος είχε δηλώσει ότι δεν πρόκειται να ησυχάσει αν δεν κάνει το Μόναχο να μοιάζει με την Αθήνα. «Μόναχο: Αθήνα στις όχθες του Ισαρ ποταμού»».


­ Πώς γεννήθηκε αυτό το ενδιαφέρον για την Ελλάδα;


«Ο προσανατολισμός αυτός ξεκίνησε από τις ιδέες του Βίνκελμαν, πατέρα της σύγχρονης αρχαιολογίας, ο οποίος, ενώ ποτέ δεν είχε έρθει στην Ελλάδα, εκθείαζε την ελληνική τέχνη και θεωρούσε όλα τα ρωμαϊκά μνημεία αντίγραφα των ελληνικών πρωτοτύπων. Εξάλλου σε όλα τα επίπεδα η γερμανική κουλτούρα ήταν στραμμένη προς την ελληνική, όπως στην περίπτωση του Γκαίτε ή του ποιητή Χέλντερλιν. Γινόταν προσπάθεια για επαφή με το ελληνικό στοιχείο ­ π.χ. «Ιφιγένεια» του Γκαίτε».


­ Πού και πότε δουλέψατε στην Ελλάδα;


«Τις χρονιές 1967, ’68, ’69 και ’70 ήμουν στην Ελλάδα για επτά-οκτώ μήνες κάθε χρόνο. Δούλεψα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως σε προϊστορικές ανασκαφές και στον Ναό του Απόλλωνα, στην Αίγινα, στην Εύβοια, στη Νάξο αλλά και στην Τουρκία. Στην Αθήνα με τη βοήθεια της Βιβλιοθήκης του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου συνέγραψα τη διδακτορική μου μελέτη με θέμα «Αιγινήτικη κεραμική των πρώιμων και μέσων χρόνων της Εποχής του Χαλκού». Στο διάστημα αυτό επισκέφθηκα και τα περισσότερα μουσεία της χώρας. Ακόμη και τώρα πάντως, μακριά από τη χώρα σας, δουλειά μου είναι να κάνω τους ανθρώπους ν’ αγαπήσουν την Ελλάδα».


­ Πόσο έχει αλλάξει η δουλειά του αρχαιολόγου σήμερα, αν λάβει κανείς υπόψη του τις αλλαγές και τις διευκολύνσεις στον τομέα της τεχνολογίας;


«Οι ανασκαφές είναι σήμερα το ίδιο όπως και παλιά. Η νέα τεχνολογία προσφέρει τεράστια βοήθεια στην επιστήμη μας, αλλά η μέθοδος και ο τρόπος του αρχαιολόγου είναι όπως και πριν από 80 χρόνια. Τώρα είναι πολύ πιο εύκολο να μετακινείται κανείς, να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες, οι φωτογραφίες είναι καλύτερες, υπάρχει τεχνική υποστήριξη, αλλά η εκσκαφή γίνεται πάντα με τα χέρια. Και πολύ αργά».


­ Θα πρέπει οι αρχαιολογικοί θησαυροί, είτε αιγυπτιακοί που κοσμούν το Βρετανικό Μουσείο είτε ελληνικοί που κοσμούν τα μουσεία του Μονάχου, να επιστρέψουν στον τόπο τους;


«Αυτή είναι μια δύσκολη ερώτηση που πρέπει να απαντηθεί μόνο μέσα από την ιστορία. Εγώ μπορώ να μιλήσω μόνο για τη Συλλογή Αρχαιοτήτων του Μονάχου. Είναι λάθος να υποστηρίζει κανείς ότι όλα αυτά είναι κλεμμένα. Τα αγγεία αυτά βρέθηκαν τις αρχές του 19ου αιώνα στην Ετρουρία ­ σημερινή Τοσκάνη της Ιταλίας ­ σε ιδιωτικές συλλογές. Το 90% των εκθεμάτων είναι αγορασμένα από εκεί από τον Λουδοβίκο. Πώς λοιπόν μπορούν να επιστραφούν αυτά και πού; Το ίδιο συμβαίνει με κάθε είδος τέχνης. Η ιταλική ζωγραφική, για παράδειγμα, είναι παντού. Δεν καταλαβαίνω το πρόβλημα. Ο μεγαλύτερος πρεσβευτής της Ελλάδας είναι η τέχνη της. Και αγγελιοφόρος της ελευθερίας της ήταν επίσης η τέχνη. Μην ξεχνάμε ότι όταν το 1821 άρχισε ο απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων λίγα πράγματα ήταν γνωστά εκτός από τους αρχαίους συγγραφείς της και τα έργα τέχνης. Οι Αγγλοι ήταν ενθουσιασμένοι με τον Παρθενώνα. Και η Αγγλία έπαιξε έναν μεγάλο ρόλο στον απελευθερωτικό αγώνα».


­ Οι Αιγινήτες για τους οποίους είναι περήφανη η Γλυπτοθήκη;


«Οι Αιγινήτες βρέθηκαν το 1811 στην Αίγινα. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ελληνικό κράτος. Αγοράσθηκαν εκεί και πουλήθηκαν αργότερα στη Ζάκυνθο σε ανοιχτό πλειστηριασμό. Εχουμε ακόμη το τιμολόγιο αγοράς. Δεν καταλαβαίνω γιατί κάποιοι λένε ότι εκλάπησαν. Και το πιο ενδιαφέρον από όλα είναι ότι οι Αιγινήτες έτσι σώθηκαν! Γιατί ό,τι υπήρχε πάνω από την επιφάνεια της γης τότε οι Ελληνες από άγνοια το έκαιγαν για να κάνουν ασβέστη».


­ Ποια είναι η θέση σας για το θέμα των Ελγινείων;


«Είναι ένα δύσκολο θέμα. Καταλαβαίνω ότι για τους Ελληνες το όλο ζήτημα είναι πολύ παραπάνω από ένα έργο τέχνης, αλλά και από την άλλη πλευρά αναρωτιέμαι πού μπορεί να σταματήσει μια τέτοια διεκδίκηση. Ποιος θα ορίσει τα όρια; Πώς μπορεί κανείς να αλλάξει την ιστορία έπειτα από 200 χρόνια; Και τι θα συνέβαινε αν όλοι οι λαοί ζητούσαν το ίδιο; Δεν θα ήταν βαρετό να βλέπεις’ στις πινακοθήκες του Μονάχου μόνο γερμανούς ζωγράφους; (γέλια) Είναι πάντως ένα θέμα πολύ περίπλοκο και για την Ελλάδα αλλά και για τους συναδέλφους μου στο Βρετανικό Μουσείο. Δεν μπορώ να μιλήσω εγώ γι’ αυτό».


­ Πώς αντιλαμβάνεστε τον χαρακτηρισμό του φιλέλληνα;


«Ο φιλέλληνας σήμερα είναι διαφορετικός από αυτόν του 19ου αιώνα. Υπήρξαν άνθρωποι που ταξίδεψαν κάτω από αντίξοες συνθήκες στην Ελλάδα, πολέμησαν γι’ αυτήν και σε μερικές περιπτώσεις πέθαναν κιόλας. Οι σημερινοί «φιλέλληνες» ταξιδεύουν και ζουν άνετα στην Ελλάδα έχοντας την ευκαιρία μέσα από κάποιες δραστηριότητες να δείξουν απλώς το ενδιαφέρον τους για τη χώρα σας. Να μην μπερδεύουμε το ένα με το άλλο».


­ Εσείς γιατί αγαπάτε την Ελλάδα;


«Θα σας πω μια ιστορία για να καταλάβετε. Κάποτε έφθασα στην Αθήνα αεροπορικώς και πήρα το διπλό λεωφορείο που έφευγε από το αεροδρόμιο. Η θέα από εκεί ψηλά ήταν υπέροχη. Οταν κατέβηκα στην Ομόνοια διαπίστωσα ότι είχα ξεχάσει μέσα στο λεωφορείο την τσάντα μου. Τα λεφτά μου, η ατζέντα μου και ένα πολύ σημαντικό χειρόγραφο ήταν μέσα. Πήγα στον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων για να περιμένω τον οδηγό. Επειτα από δύο ώρες έμαθα ότι ο οδηγός είχε «παραδώσει» καθ’ οδόν. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε. Θα ερχόμουν και πάλι αύριο. Στενοχωρημένος πήγα με τα πόδια στο σπίτι του φίλου μου. Η τσάντα μου ήταν εκεί! Ο οδηγός την είχε βρει και βλέποντας το όνομα του έλληνα φίλου μου στην ατζέντα μου ειδοποίησε ότι θα περάσει να την αφήσει μετά τη βάρδια. Αυτό είναι Ελλάδα για μένα! Το ίδιο θα είχε κάνει και ο γερμανός οδηγός, με τη διαφορά ότι θα την είχε αφήσει στο γραφείο, δεν θα την έφερνε ως την πόρτα μου. Δυστυχώς δεν άφησε τη διεύθυνσή του για να μπορέσω να τον ευχαριστήσω».


­ Τι δεν σας αρέσει στην Ελλάδα του σήμερα;


«Η Αθήνα και ο Πειραιάς, όπως πρόλαβα να τις γνωρίσω εγώ, δεν υπάρχουν πια. Εγιναν όλα τσιμέντο. Αυτό με λυπεί, όπως και η γλώσσα που απλοποιείται συνεχώς. Οι νέοι γράφουν σήμερα τα ελληνικά όπως τα αμερικανικά. Και στα νησιά, όταν ζητάς ελληνικό καφέ, η απάντηση είναι «ελληνικό δεν έχουμε, έχουμε μόνο νες καφέ»». (γέλια)