Η πολιτική της αναδιάταξης και οι προοπτικές της μεγαλύτερης ελληνικής τράπεζας





ΣΑΡΑΝΤΑ θέματα που αναφέρονται στη συγκρότηση και στη δραστηριότητα της Εθνικής Τράπεζας αναλύει ο επίτιμος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας κ. Γεώργιος Μίρκος σε έναν ογκώδη τόμο 600 σελίδων που θα κυκλοφορήσει λίαν προσεχώς. Ο συγγραφέας ερευνά τα θέματα όπως παρουσιάζονται την περίοδο 1993-1996, όταν ο ίδιος ήταν διοικητής της Τράπεζας με αναφορές στο παρελθόν αλλά και διατυπώσεις προβλέψεων για το μέλλον.


Πέρα από τα καθαρώς τραπεζικού περιεχομένου θέματα, υπάρχουν και προβλήματα που έχουν γενικότερο χαρακτήρα, επηρεάζουν όμως τη δραστηριότητα της Τράπεζας. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις αναφορών σε γεγονότα οικονομικά και πολιτικά της περιόδου εκείνης που είχαν σχέση με την Τράπεζα.


Επιλέγουμε για προδημοσίευση το κεφάλαιο της «Επιλογής των Διοικητών». Ορισμένες αναφορές στα πραγματικά γεγονότα της αντικατάστασης στο παρελθόν διοικητών και στον διορισμό των νέων είναι αποκαλυπτικές και επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του συγγραφέα – διοικητή ότι το πρόβλημα της κρατικής Εθνικής δεν είναι ο αριθμός του προσωπικού αλλά μια σειρά αταξιών στη συγκρότηση και στη δραστηριότητα της Τράπεζας, που μπορεί ­ μάλλον ευχερώς ­ να ρυθμίσει το κράτος.


Στο ίδιο κεφάλαιο διατυπώνονται σκέψεις για την, κατά την άποψη του συγγραφέα, ρύθμιση του θέματος της επιλογής των διοικητών, ένα θέμα που είχε προ μηνών απασχολήσει «Το Βήμα» και που πρέπει να απασχολήσει την κυβέρνηση, αν επιθυμούμε εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος. Η εξυγίανση πρέπει να αρχίσει από την κεφαλή που σίγουρα είναι η Διοίκηση της Τράπεζας.


(Γ. Μίρκου επιτ. διοικητή Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας «Εθνική Τράπεζα 1993-1996: Η πολιτική της Αναδιάταξης: Επιτεύξεις και Προοπτικές», Εκδόσεις «Νέα Σύνορα» 1997).


ΟΠΩΣ είναι γνωστό, η Εθνική Τράπεζα συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε κάτω από την κρατική σκιά και είναι φυσικό στην επιλογή των Διοικητών της το Κράτος, αδιακρίτως ύψους συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας, να παίζει ιδιαίτερο ρόλο.


Βεβαίως, η μορφή της Τράπεζας, ως ανώνυμης εταιρείας, παρέχει το δικαίωμα της επιλογής των Διοικητών αποκλειστικά στη Γενική Συνέλευση των μετόχων, πλην όμως η εξυπαρχής όχι τόσο συμμετοχή του Κράτους στο μετοχικό κεφάλαιο της Τράπεζας (20%), όσο η αποφασιστική βοήθεια αυτού στη συγκρότηση της Τράπεζας και η μετέπειτα συμπόρευση Κράτους – Τράπεζας σε σημείο ώστε να δημιουργηθεί σε μεγάλο βαθμό οικονομική αλληλεξάρτηση ακόμα και ­ κυρίως για εμάς ­ η μονοπωλιακή διόγκωση της Εθνικής στα πλαίσια μιας χαλαρής, ως ήταν η ελληνική, οικονομίας, δημιουργούσαν «δικαίωμα» στο Κράτος να έχει ισχυρή άποψη στο θέμα της Διοίκησης της Εθνικής Τράπεζας.


Αυτό το «δικαίωμα» μέχρι το 1910 φαίνεται ότι το Κράτος το άσκησε με μεγάλη διακριτικότητα, αποδεχόμενο, κατ’ αρχήν, τη διαδοχή στη θέση του Διοικητή, των Υποδιοικητών, που συνέπιπτε να είναι και προσωπικότητες της τότε πνευματικής ζωής του τόπου. Αλλωστε την εποχή εκείνη οι Διοικητές – Υποδιοικητές παρέμεναν πολλά έτη στις θέσεις τους και ήταν φυσικό να δημιουργούνται καταστάσεις, που δύσκολα διαταράσσονταν από την εισδοχή ξένων προσώπων στη Διοίκηση της Τράπεζας.


Χαρακτηριστική είναι η σχετική (για τον τρόπο επιλογής του Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας) αναφορά του εθνάρχη Ελευθέριου Βενιζέλου στην ομιλία του στη Βουλή, ως Πρωθυπουργός (1.11.14), επί του νομοσχεδίου «περί Διοικήσεως της Εθνικής Τραπέζης»: «Ο Διοικητής της Εθνικής Τραπέζης, ο οποίος κατά τεκμήριον ­ λέγω κατά τεκμήριον ­ μόνον εκπροσωπεί τους μετόχους αυτής ­ διότι γνωρίζετε πώς γίνεται η εκλογή και γνωρίζετε ότι μέγας αριθμός μετοχών ανήκει εις ιδρύματα κ.λπ».


Ο Γ. Σταύρου διοίκησε την Τράπεζα 28 χρόνια (1841-1869) και με τη διαθήκη του υπέδειξε ως διάδοχο Διοικητή τον Υποδιοικητή ­ προσωπικότητα της εποχής ­ Μ. Ρενιέρη, που διοίκησε την Τράπεζα άλλα 21 χρόνια (1869-1890), για να τον διαδεχθεί στη συνέχεια ο Υποδιοικητής Π. Καλλιγάς, μία από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες της τότε Ελλάδας (1890-1896), και μετά το θάνατό του (1896) ο μέχρι τότε Υποδιοικητής Στ. Στρέιτ, που παρέμεινε στη Διοίκηση της Τράπεζας μέχρι το 1910, οπότε τον διαδέχθηκε ο Υποδιοικητής Ι. Βαλαωρίτης (1910-1914).


* Παρεμβάσεις


με προσχήματα


Η αντίστροφη, όμως, εξέλιξη στην οικονομική κατάσταση Κράτους – Τράπεζας δημιουργούσε προβλήματα, που πολλές φορές πήραν σημαντική διάσταση. Από το 1868, που σημειώθηκε η πρώτη σοβαρή σύγκρουση Κράτους – Εθνικής, ήταν φανερό ότι το Κράτος, που, παλεύοντας συνεχώς κάτω από το βάρος μεγάλων οικονομικών προβλημάτων, αναζητώντας βοήθεια από την ευημερούσα και ανερχόμενη Εθνική, θα επιδίωκε να δημιουργήσει μόνιμη κατάσταση εξάρτησης της Εθνικής απ’ αυτό, ώστε να βασίζεται και να αντλεί ευχερώς από μία ανεξέλεγκτη από τους δημοσιονομικούς περιορισμούς πλούσια πηγή χρηματοδότησης.


Η κατάργηση του νόμου 356/1914 (βλ. το κεφάλαιο «Η αρχή του κακού) δεν εμπόδισε το Κράτος να παρεμβαίνει ανοικτά, πλέον, και μέσω των Γενικών Συνελεύσεων (που έμμεσα τις έλεγχε, λόγω ιδρυμάτων και ΝΠΔΔ κ.λπ., επικεφαλής των οποίων βρίσκονταν άνθρωποι διοριζόμενοι από το Δημόσιο) στην εκλογή των Διοικητών. Ο Ι. Δροσόπουλος, προερχόμενος από το προσωπικό ­ Υποδιοικητής από το 1914, Συνδιοικητής από το 1918 και Διοικητής από το 1928 ­, τελικά τοποθετήθηκε (1939), παρά τη θέλησή του, στη Διοίκηση της Τράπεζας Ελλάδος από το δικτάτορα Μεταξά. Στη μετά το θάνατό του (1939) συνέχεια, ανέλαβε τη Διοίκηση της Εθνικής (1939-1941) ο τραγικός Διοικητής, φίλος του δικτάτορα αλλά ικανός Υποδιοικητής Α. Κορυζής, προερχόμενος κι αυτός από το προσωπικό της Τράπεζας.


Αξίζει, νομίζουμε, να επισημανθεί ότι ο άνω Διοικητής Ι. Δροσόπουλος, που κάλυψε όλη τη χρονική περίοδο, από το 1918 έως το 1939, παρά το γεγονός ότι ήταν «βενιζελικός», είχε τη δυνατότητα να ασκεί ανεπηρέαστα την πολιτική της Τράπεζας, σε σημείο, μάλιστα, να αμφισβητείται στον οικονομικό τομέα η δύναμη, έναντι του Ι. Δροσόπουλου, ακόμα και του πανίσχυρου Βενιζέλου.


Οι Διοικητές της περιόδου 1941-1944 διορίσθηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις, ενώ μετά την απελευθέρωση της χώρας το Κράτος, επωφελούμενο από το γεγονός ότι η Εθνική είχε χάσει την προπολεμική της οικονομική δύναμη, αντιμετώπιζε το θέμα της επιλογής των Διοικητών τελείων απροφάσιστα, με κομματικά κριτήρια και, σε ορισμένες περιπτώσεις, με κριτήριο τον προσωπικό φιλικό σύνδεσμο του Πρωθυπουργού με τον υποψήφιο Διοικητή. Η υποταγή των Διοικητών στην κυβερνητική αλλά και κομματική πολιτική ήταν κριτήριο της επιτυχίας τους.


Ο Σπ. Μαρκεζίνης, ως Υπουργός Συντονισμού στην Κυβέρνηση του Συναγερμού του στρατάρχη Αλ. Παπάγου, αρχιτέκτονας της κρατικής παρέμβασης του 1953 με τη συγχώνευση των Τραπεζών Εθνικής – Αθηνών, θέλησε να εξασφαλίσει πλήρως και τυπικά την άμεση παρουσία του Κράτους – μετόχου στη Γενική Συνέλευση της Τράπεζας. Ετσι, με το Ν 2292/53 καθορίσθηκε ότι ο Υπουργός Οικονομικών εκπροσωπεί στη Γενική Συνέλευση της Τράπεζας τα ΝΠΔΔ, ασφαλιστικά Ταμεία κ.λπ. οργανισμούς του Δημοσίου, που έχουν στην ιδιοκτησία τους μετοχές.


Το 1992 με το Ν 2076/92 (προϊόν, προφανώς, της διακηρυττομένης για λόγους κοινοτικούς μη παρέμβασης, πλέον, του Κράτους στις ιδιωτικές δραστηριότητες) καταργήθηκε αυτό το δικαίωμα (που στο εξής αφορά μόνο την Τράπεζα Ελλάδος).


* Η εκσυγχρονιστική άποψη


Τέτοια είναι η «πρόοδος» της μη κρατικής παρέμβασης, ώστε το 1996 ο εκσυγχρονισμένος κομματισμός εκδίωξε, χωρίς προφάσεις αλλά με ευχαριστίες για το έργο τους, σχεδόν όλους τους Διοικητές των κρατικών τραπεζών και κίνησε τυπικά τις ισχύουσες διαδικασίες για την εκ των υστέρων έγκριση του διορισμού των διαδόχων τους. Τέτοια είναι η σύγχρονη αντίληψη για την επιλογή των Διοικητών, ώστε ακόμα και αυτή την Επιτροπή της Βουλής, που συμβουλευτικά διατυπώνει τη γνώμη της για τα υποδεικνυόμενα από την Κυβέρνηση πρόσωπα, ανασχημάτισε, ώστε να μην υπάρχουν αντίθετες στις επιλογές της φωνές.


Τέτοιες διαδικασίες δεν τόλμησαν να ακολουθήσουν ούτε οι δικτάτορες Μεταξάς (περίπτωση Τσουδερού) και Παπαδόπουλος (περίπτωση Παρασκευόπουλου), ενώ στην περίοδο Παπάγου ο τότε Υπουργός Συντονισμού κράτησε τους τύπους (περίπτωση Κωστόπουλου). Στην περίοδο Καραμανλή τα πράγματα (περίπτωση Αγγελόπουλου) δεν εξελίχθηκαν και τόσο καλά. Η αρχή του κακού


ΣΤΗΝ περίοδο που άρχισε να εκτρέφεται ο διχασμός του Εθνους, το κλίμα ήταν κατάλληλο για την εντυπωσιακή παρέμβαση του Κράτους στη δραστηριότητα της Εθνικής. Η ευκαιρία που δόθηκε από τους χειρισμούς του Διοικητή Ι. Ευταξία στο θέμα της χρηματοδότησης της αγοράς των θωρηκτών ήταν αρκετή για να ανοίξει διάπλατα η θύρα της κρατικής παρέμβασης, που αν δεν υπήρχε ο Βενιζέλος, ο οποίος, παρά το διαφαινόμενο από τους λόγους του πάθος για την «αντικυβερνητική» στάση του Ευταξία, αντιλήφθηκε καλώς τις διαστάσεις που μπορούσε να πάρει το πρόβλημα και τις συνέπειες που θα είχε για την Τράπεζα και για την οικονομία της χώρας η κρατική παρέμβαση και, θέτοντας φραγμούς, έσωσε την Τράπεζα, που σαν εξάρτημα του Κράτους δεν νομίζουμε ότι θα υπήρχε σήμερα.


Οπως είναι γνωστό, το 1914 Διοικητής της Τράπεζας ήταν ο Ι. Ευταξίας, ο οποίος ήρθε σε σύγκρουση με τον Πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο και τον Υπουργό Οικονομικών Αλ. Διομήδη για το θέμα, όπως αναφέραμε, της χρηματοδότησης της αγοράς των θωρηκτών.


Με δεδομένη την πολιτική αντίθεσή του προς τον Βενιζέλο (ο αδελφός του Αθαν. Ευταξίας ήταν βουλευτής του Κόμματος των Εθνικοφρόνων, του μετέπειτα μετονομασθέντος Λαϊκού Κόμματος), άφησε το πρόβλημα να πάρει διαστάσεις και τελικά να αποτελέσει θέμα με πολιτική διάσταση, για το οποίο έγιναν μακρές συζητήσεις στη Βουλή. Ο Ελ. Βενιζέλος, Πρωθυπουργός, εισήγαγε νομοσχέδιο στη Βουλή και, παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης αλλά και μέρους της κοινής γνώμης, ψηφίσθηκε νόμος (Ν 356/1914), με τον οποίο οριζόταν ότι τα πρόσωπα που αποτελούσαν τη Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας (μιας Τράπεζας, πραγματικά, Εθνικής) εκλέγονται από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων αυτής και, εγκρινόμενα από το Υπουργικό Συμβούλιο, διορίζονται με ΒΔ, που εκδίδεται με πρόταση αυτού. Εάν το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εγκρίνει τον εκλεγέντα από τη Γενική Συνέλευση, τότε καλείται η τελευταία να υποδείξει άλλο πρόσωπο (παρ. 1). Ειδικώς μόνο για τον υπάρχοντα Διοικητή, δηλαδή τον Ι. Ευταξία, οριζόταν ότι μπορούσε η Κυβέρνηση με ΒΔ να ανακαλέσει την εντολή.


Η τελευταία δυνατότητα έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί το νομοσχέδιο προέβλεπε δικαίωμα του Κράτους για ανάκληση εντολής για κάθε διοριζόμενο Διοικητή, πλην, όμως, ο ίδιος ο Βενιζέλος παραδέχθηκε στη Βουλή ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχει τέτοια πάγια κυβερνητική δυνατότητα, που θα δημιουργούσε όχι μόνο παρέμβαση αλλά και πλήρη εξάρτηση της Εθνικής από το Κράτος. Εάν, υποστήριξε, υπάρχει λόγος αντικατάστασης του Διοικητή της Εθνικής, τότε μπορεί η κάθε Κυβέρνηση να συγκαλεί τη Βουλή, να υποβάλει σ’ αυτή τους λόγους για τους οποίους νομίζει ότι είναι αδύνατη η επιπλέον παραμονή του Διοικητή της Εθνικής στη θέση αυτή, ώστε να μην μπορεί η κάθε Κυβέρνηση, εξ υφαρπαγής, να κάνει κατάχρηση του δικαιώματος της ανάκλησης της εντολής.


Η σημασία της ανάκλησης βρίσκεται στο γεγονός ότι ο κάθε Διοικητής μπορεί να αισθάνεται υποχρεωμένος στον εκλέκτορά του για το διορισμό που του έκανε, αλλά αυτό δεν τον εξαναγκάζει να είναι δέσμιος και των επιθυμιών του εκλέκτορα, όπως, κατά πάσα πιθανότητα, θα είναι, αν ο τελευταίος έχει το δικαίωμα της άνευ λόγου ανάκλησής του.


Αυτές τις βασικές αρχές λειτουργίας των ανεξάρτητων κρατικών Τραπεζών, που πριν από 80 χρόνια ένας Βενιζέλος διακήρυττε και πολιτικοί άνδρες, ως π.χ. ο Γούναρης ­ με ιδιαίτερη έμφαση ­, αποδέχονταν, οι σημερινοί πολιτικοί άνδρες όχι μόνο τις αγνοούν, αλλά και με την τακτική τους τις ανατρέπουν βάναυσα.


Αν αποδεχθούμε ότι ο Διοικητής της κρατικής Τράπεζας μπορεί να ανακαλείται από την Κυβέρνηση οποιαδήποτε στιγμή άνευ λόγου (και δη τηλεφωνικώς), τότε οδηγούμαστε στην πλήρη εξάρτηση της Τράπεζας από το Κράτος με όλες τις δυσμενείς συνέπειες1.


Ο Διοικητής Ι. Ευταξίας, την ίδια ημέρα που δημοσιεύθηκε ο νόμος (7 Νοεμβρίου 1914), έσπευσε να παραιτηθεί, ενώ παράλληλα η Κυβέρνηση, σε εφαρμογή του άνω νόμου με ΒΔ, τον… ανακάλεσε από τα καθήκοντά του. Η κομματική αντιδικία είχε αρχίσει να παίρνει άλλες διαστάσεις. Το 1921, που η πολιτική κατάσταση είχε αντιστραφεί, ο απομακρυνθείς Διοικητής εκλέχθηκε Επίτιμος Διοικητής της Εθνικής. Φαίνεται ότι συνηθίζεται στην Εθνική οι απομακρυνόμενοι Διοικητές, για λόγους κομματικούς, να μπαίνουν στον πίνακα των Επίτιμων Διοικητών.


Με τη νομοθετική κάλυψη του διορισμού των Διοικητών από το Κράτος, εγκαινιάσθηκε νέα περίοδος στη Διοίκηση και λειτουργία της Εθνικής, που συνεχίσθηκε και μετά την κατάργηση (1928) του Ν 356/14 (με το Ν 3483/28, άρθρο 10).


Μετά τον Ι. Ευταξία, οι Αλ. Ζαΐμης (1914-1920), Δ. Μάξιμος (1920-1923) και Α. Διομήδης (1923-1928) και κυρίως οι δύο τελευταίοι εναλλάσσονταν στη Διοίκηση της Τράπεζας, ανάλογα με την ευρισκόμενη στην εξουσία Κυβέρνηση, στην ταραχώδη αυτή περίοδο του βίου της χώρας. Πάντως και οι τρεις ­ ιδία οι δύο τελευταίοι ­ είχαν τραπεζική εμπειρία, ο Διοικητής μάλιστα Δ. Μάξιμος προερχόταν από το προσωπικό της Τράπεζας.


Ο άνω Ν 356/1914 καταργήθηκε, ως αναφέρθηκε, το 1928 με το Ν 3483/1928, με τον οποίο η Εθνική έχασε το εκδοτικό προνόμιο και περιορίσθηκε (μετά την ίδρυση της Τράπεζας Ελλάδος) στο ρόλο της εμπορικής Τράπεζας, που λειτουργεί, φυσικά, στα πλαίσια της ΑΕ.


Ο κ. Γεώργιος Μίρκος είναι επίτιμος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Πώς με απέλυσαν


ΣΤΗΝ περίπτωσή μας, ο κύκλος των αλλαγών (έγινε αλλαγή όλων των Διοικητών των κρατικών Τραπεζών) άρχισε με την προσωπική αντικατάστασή μου. Παρ’ όλο που είχα στενές σχέσεις με τους αρμόδιους οικονομικούς Υπουργούς και επαφές μαζί τους μέχρι το Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 1996, αλλά επιπλέον είχα και τις διαβεβαιώσεις από τους ίδιους για τα «ανακριβή δημοσιεύματα» του Τύπου, που αφορούσαν την αντικατάσταση Διοικητών, πληροφορήθηκα τη Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 1996 από είδηση του Reuters και τους ιδιωτικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς την αντικατάστασή μου στη Διοίκηση της Τράπεζας! Αργότερα, στις 10.30 π.μ., ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου μού ζήτησε τηλεφωνικώς να του στείλω «την παραίτησή μου», γιατί την προηγούμενη Κυριακή είχαν μία συζήτηση με τον Πρωθυπουργό Σημίτη για τους Διοικητές των Τραπεζών και είπαν ότι «θα πρέπει να γίνουν αλλαγές». Σε παρατήρησή μου ότι απευθύνεται στο Διοικητή της Εθνικής και όχι στον κλητήρα του ή ακόμα στον τέως φίλο του Μίρκο και θα έπρεπε να συμπεριφέρεται με σεβασμό, του θύμισα δε ότι ούτε ο δικτάτορας Παπαδόπουλος συμπεριφέρθηκε μ’ αυτό τον τρόπο στον τότε Διοικητή Παρασκευόπουλο, με ρώτησε «αν το θέμα είναι διαδικαστικό» και στην απάντησή μου: «Κατ’ αρχήν, ναι, διαδικαστικό», μου είπε ύστερα από μια μικρή διακοπή: «Εχω στη διάθεσή μου ένα τεταρτάκι και μπορείς να πεταχτείς μέχρι το Υπουργείο, για να καλύψουμε και τον Τύπο…».


Ζήτησα αμέσως συνάντηση με τον Πρωθυπουργό και μου διαμηνύθηκε ότι θα με δεχθεί, αφού πρώτα… υποβάλω την παραίτησή μου! Τους υπενθύμισα ότι τη συνάντηση ζητά ο Διοικητής της Εθνικής και όχι ο ιδιώτης Γ. Μίρκος ­ όπως θα είμαι μετά την παραίτησή μου ­ που φυσικά ο τελευταίος δεν την επιθυμεί.


Την ίδια ημέρα (5.2.96) η Κυβέρνηση διά του Υπουργείου Τύπου έδωσε στη δημοσιότητα την εξής κυβερνητική ανακοίνωση: «Η Κυβέρνηση θα προχωρήσει σε αλλαγή στη Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Επικεφαλής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος θα τοποθετηθεί ο κύριος Θεόδ. Καρατζάς. Η σχετική πρόταση θα υποβληθεί στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής. Η Κυβέρνηση ευχαριστεί τον κύριο Μίρκο για τις θετικές υπηρεσίες που προσέφερε κατά τη διάρκεια της θητείας του». Οι ευχαριστίες, προφανώς, θα αφορούσαν κυρίως την περίοδο της συναλλαγματικής κρίσης, που αν δεν υπήρχε η ανάλογη πολιτική της Εθνικής την οποία εξέφραζε ο Διοικητής Γ. Μίρκος (και πολύ περισσότερο, αν ακολουθείτο η πολιτική της υποτίμησης της δραχμής, που υπεδείκνυαν ορισμένοι από τους σημερινούς «υπεύθυνους» και απέρριψε ο τότε Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου), όλοι οι σημερινοί κυρίαρχοι του πολιτικού παιχνιδιού αμφιβάλλω αν θα ήταν ακόμα και απλοί βουλευτές…


Ο Ελ. Βενιζέλος έλεγε ότι «δεν μπορείς να κυβερνήσεις την Ελλάδα, αν δε στηρίζεσαι στο Στρατό και στην Εθνική Τράπεζα». Σήμερα η κεφαλαιοδοτική συγκρότηση της οικονομίας της χώρας έχει μεταβληθεί, αλλά μέσω των κρατικών Τραπεζών και κυρίως της Εθνικής ελέγχεται το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαιοδοτικών δομών της χώρας. Η «εκσυγχρονιστική» άποψη είναι ότι «δεν μπορείς να ελέγξεις το κόμμα, αν δε στηρίζεσαι μέσω της «παρέας» σε συγκεκριμένα συμφέροντα που ­ κυρίως ­ η Εθνική μπορεί να επηρεάσει». Ο Μεταξάς και ο Παπαδόπουλος


Ο ΔΙΚΤΑΤΟΡΑΣ Ι. Μεταξάς, παρ’ όλο που κρατούσε στα χέρια του τα «τεκμήρια της ενοχής»2 του Διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας Εμμ. Τσουδερού για «αντιδικτατορική συμπεριφορά», εν τούτοις ακολούθησε, για την εκδίωξή του, το δρόμο που επιβάλλουν οι όροι συμπεριφοράς Κυβέρνησης – Τράπεζας, έστω κι αν αυτοί λειτουργούσαν σε καθεστώς δικτατορίας. Κάλεσε το Διοικητή Τσουδερό (30.6.39), του επέδειξε την επιστολή που είχε ο τελευταίος αποστείλει στον Γ. Βεντήρη και αφού έλαβε τη θετική απάντηση του Τσουδερού, για το γνήσιο της επιστολής, του ζήτησε την επί τόπου υπογραφή της παραίτησής του. Ο Τσουδερός, όπως ο ίδιος αναφέρει στο ημερολόγιό του, του αρνήθηκε με το επιχείρημα ότι δεν ήταν αξιοπρεπές να υπογράψει χαρτιά, εφόσον, όπως πίστευε, ο λόγος του κάλυπτε πλήρως την παραίτησή του. Και πραγματικά, επέστρεψε στο γραφείο του, στην Τράπεζα, όπου και υπέβαλε την παραίτησή του.


Ενας άλλος δικτάτορας, ο Γ. Παπαδόπουλος, όταν αποφάσισε να αντικαταστήσει το Διοικητή Ι. Παρασκευόπουλο, τον φώναξε (1967) και του εξήγησε τους λόγους που τον έκαναν να θέλει την απομάκρυνσή του.


Ως μάλιστα ελέχθη, τότε, υπήρξε και διάλογος, γιατί ο δικτάτορας, με μια σειρά επιχειρημάτων, προσπάθησε να αντικρούσει τους ισχυρισμούς του Ι. Παρασκευόπουλου, για την επιτυχία του έργου του. Φυσικά ο τελευταίος, επιστρέφοντας στο γραφείο του, υπέβαλε την παραίτησή του.


Ενας άλλος Υπουργός σε κοινοβουλευτική Κυβέρνηση, ο Υπουργός Συντονισμού στην Κυβέρνηση Παπάγου, Σπ. Μαρκεζίνης, προκειμένου να αντικαταστήσει τον τότε Διοικητή της Εθνικής Στ. Κωστόπουλο με τον Κ. Ηλιάσκο και να εφαρμόσει τη συγχώνευση των Τραπεζών Εθνικής – Αθηνών3, κάλεσε (7.1.53) τον εν λόγω Διοικητή και παρουσία τριών Υπουργών τον ρώτησε αν ήταν διατεθειμένος να υποβάλει την παραίτησή του για να διευκολύνει την Κυβέρνηση στην εφαρμογή του προγράμματος της πλήρους αναδιοργάνωσης του τραπεζικού συστήματος.


Ο Διοικητής, όπως ο ίδιος αναφέρει, απάντησε αδιστάκτως «ναι», αλλά ζήτησε να πληροφορηθεί ποιο είναι το κυβερνητικό για την Τράπεζα πρόγραμμα. Ο Υπουργός αρνήθηκε να το αποκαλύψει, αλλά συμπλήρωσε ότι σε περίπτωση άρνησης του Διοικητή για παραίτηση θα ζητούσε σύγκληση έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των μετόχων με θέμα, προφανώς, την αντικατάστασή του.


Μία ώρα μετά την αποχώρηση του Διοικητή Κωστόπουλου μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο η «νέα πολιτική», που αφορούσε τη συγχώνευση των Τραπεζών Εθνικής και Αθηνών. Την επόμενη ημέρα ο Διοικητής συγκάλεσε το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας και υπέβαλε σ’ αυτό την παραίτησή του.


Στην περίπτωση Αγγελόπουλου, ο τότε Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής (1979) είχε μεν ενημερώσει τον καθηγητή Αγγελόπουλο ότι δε συμφωνούσε στην περαιτέρω παραμονή του στη Διοίκηση της Τράπεζας, αλλά η μετέπειτα αγγελία της αλλαγής του έγινε με αχαρακτήριστο τρόπο.


Ο αείμνηστος Διοικητής πήγαινε με το αυτοκίνητό του το πρωί της 12ης Δεκεμβρίου 1979 στο «Χίλτον», για να προεδρεύσει στο Συνέδριο του Μεσογειακού Οικονομικού Επιμελητηρίου και αιφνιδιάσθηκε ακούγοντας από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του την… αντικατάστασή του! Επέστρεψε κυριολεκτικά συντετριμμένος στην Τράπεζα και με δάκρυα στα μάτια αναζητούσε εξήγηση αυτής της αγενούς συμπεριφοράς, αναρωτώμενος συνεχώς: «Γιατί μ’ αυτό τον τρόπο!». Ο Αγγελόπουλος ήταν ένας ευπατρίδης, γνωστός για την ευγενική προς τους πάντες συμπεριφορά του.


Σε αντίθεση με όλους τους άνω, ο εθνάρχης Βενιζέλος με αυξημένο αίσθημα ευθύνης έναντι του πρώτου πιστωτικού ιδρύματος της χώρας έφερε, όπως ήδη αναφέραμε, το θέμα της αντικατάστασης του Διοικητή στη Βουλή (1914) και ανέπτυξε τους λόγους που τον έκαναν να λάβει αυτό το μέτρο, παρ’ όλο που οι λόγοι που επεκαλείτο ήταν τέτοιοι, που θα μπορούσε ευχερώς να κινήσει τις διαδικασίες αντικατάστασης του Διοικητή Ευταξία χωρίς να δώσει άλλες εξηγήσεις. Ο διοικητής δεν είναι κομματάρχης


ΤΟ ΘΕΜΑ της επιλογής των Διοικητών των κρατικών Τραπεζών θα πρέπει να αντιμετωπισθεί με ιδιαίτερη προσοχή και πέρα από τα κομματικά συμφέροντα, τις προσωπικές φιλίες και σχέσεις κάθε Πρωθυπουργού ή αρμόδιου Υπουργού με τους υποψήφιους Διοικητές. Πιστεύουμε ότι, κατ’ αρχήν, η υπάρχουσα νομοθεσία, με ορισμένες συμπληρώσεις, είναι αρκετή για να εξασφαλίσει την εκλογή ικανών Διοικητών, αρκεί η επιλογή να γίνει με καθαρώς αντικειμενικά κριτήρια και με σύγχρονες μεθόδους, που να αποκαλύπτουν το βαθμό της επιτυχίας των επιλεγομένων. Η Εθνική αλλά και πολλές άλλες κρατικές Τράπεζες είναι μεγάλες Τράπεζες με μεγάλα διεθνή δίκτυα, που αναπτύσσουν παγκοσμίως τραπεζικές εργασίες. Πώς είναι δυνατό ένας, π.χ., άριστος καθηγητής Πανεπιστημίου, με πολλά ακαδημαϊκά προσόντα, να γνωρίζει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη σημερινή σύγχρονη δραστηριότητα των Τραπεζών και να δώσει ανάλογες κατευθύνσεις; Πώς είναι δυνατό ένας έστω άριστος πολιτικός να μπορεί να δραστηριοποιηθεί ως Διοικητής μιας σύγχρονης Τράπεζας και να ασχοληθεί, πέρα από το θέμα των προσλήψεων και της ρουσφετολογίας, που πάντοτε καταλήγουν σε βάρος της Τράπεζας, με ζητήματα τραπεζικά;


Κατά τη γνώμη μας, το Κράτος, ως ο κύριος μέτοχος, θα πρέπει να υποδεικνύει τα πρόσωπα των Διοικητών. Ο νέος υποψήφιος Διοικητής εκλεγόμενος ως μέλος, κατ’ αρχήν, του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας και μέχρις ότου παρουσιασθεί στη Γενική Συνέλευση, για να εκλεγεί ως Διοικητής, θα πρέπει να έχει παραλάβει από τον αποχωρούντα Διοικητή, εκτός από ένα σύντομο απολογισμό εκκρεμοτήτων, το εν εκτελέσει «επιχειρηματικό σχέδιο» της Τράπεζας, στο οποίο θα έχει κάνει τις παρατηρήσεις του και θα έχει σαφώς αναφέρει τους συγκεκριμένους στόχους που θα πρέπει η Τράπεζα να επιτύχει στην περίοδο της δικής του Διοίκησης.


Επαναλαμβάνουμε ότι οι στόχοι πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και όχι αόριστοι (ως συνήθως διακηρύττονται: αύξηση αποδοτικότητας, προώθηση εκσυγχρονισμού, μείωση κόστους, αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας κ.λπ.).


Αποψή μας είναι ότι, ο κάθε Διοικητής θα πρέπει να προσλαμβάνεται για 5, τουλάχιστον, έτη και οι απολαβές του θα πρέπει να είναι ανάλογες με το έργο του και τις ευθύνες του και η σύμβασή του θα προβλέπει σαφώς τη διακοπή της σχέσης με την Τράπεζα, σε περίπτωση που δεν επιτυγχάνονται οι στόχοι του επιχειρηματικού σχεδίου ή αντιθέτως την αυτόματη ανανέωσή της για νέα πενταετία, αν οι εγκριθέντες πάντοτε από τη Γενική Συνέλευση στόχοι έχουν πλήρως επιτευχθεί. Σε όλες τις αντίθετες περιπτώσεις ο Διοικητής απολυόμενος, παρά την επιτυχία του, θα αποζημιώνεται πλήρως. Η μισθοδοσία του Διοικητή θα πρέπει να είναι συνδεδεμένη με το βαθμό της επιτυχίας του.


Αυτό δε σημαίνει μόνο αύξηση, αλλά σε περίπτωση αποτυχίας και μείωση ακόμα και, ως άνω σημειώθηκε, διακοπή της μισθοδοσίας!


Πέραν αυτών, σε έναν επιτυχημένο Διοικητή θα πρέπει να εξασφαλισθεί η αξιοπρεπής διαβίωσή του και μετά την αποχώρησή του και κυρίως η ασφάλεια αυτού και της οικογένειάς του κ.λπ. Στο εξωτερικό στον αποχωρούντα Διοικητή εξασφαλίζεται μια κάποια αξιοπρεπής θέση μέσα στον όμιλο της Τράπεζας. Στη χώρα μας, συνήθως, αγνοείται.


Για το βαθμό επιτυχίας του έργου του Διοικητή θα πρέπει να υπάρχει ετήσιος έλεγχος και αναφορά στο Διοικητικό Συμβούλιο και τη Γενική Συνέλευση, για λήψη σχετικών αποφάσεων. Ο έλεγχος, φυσικά, δεν μπορεί να γίνεται από εσωτραπεζικά όργανα ή στελέχη των Υπουργείων. Πρέπει να ορισθεί ένα υπεύθυνο ελεγκτικό όργανο, στο οποίο να συμμετέχει Σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου οριζόμενος από τη Γενική Συνέλευση ή θα πρέπει να εξάγεται πόρισμα από αναφορές 2 οργάνων, αλλά όλα θα πρέπει να βασίζονται σε συνδυασμό συγκεκριμένων δεδομένων και αποτελέσματα, που θα έχουν επιτευχθεί στην υπό έλεγχο περίοδο.


Για τη θέση των Υποδιοικητών χρειάζεται εξίσου, αν όχι μεγαλύτερη προσοχή. Ο Υποδιοικητής πρέπει να είναι πλήρως ενήμερος κυρίως της τεχνικής της Τράπεζας και να συμμετέχει ­ πέραν των οργάνων των εργασιών της Τράπεζας ­ στο Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά χωρίς ψήφο.


Και η πρόσληψη των Υποδιοικητών πρέπει να γίνεται με βάση τις ίδιες, ως άνω αρχές, μόνο ότι στον έλεγχο της δραστηριότητας θα πρέπει ο Διοικητής να έχει τον πρώτο λόγο.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Στην περίπτωση της αντικατάστασής μου, οι επικριτές της πρωθυπουργικής αυτής κίνησης σχολίασαν, πρωτίστως, την «τακτική» και όχι την ουσία της πράξης. Με άλλα λόγια, πολλοί αποδέχθηκαν τη δυνατότητα του Πρωθυπουργού να «ανακαλεί» οποιαδήποτε στιγμή και άνευ λόγου το Διοικητή της Εθνικής (και των άλλων κρατικών Τραπεζών), έστω και αν ο ανακαλούμενος είναι επιτυχημένος, παραβλέποντας το γεγονός ότι μ’ αυτό τον τρόπο η Τράπεζα γίνεται εξάρτημα της κάθε Κυβέρνησης.


2. Οπως ο ίδιος ο Διοικητής της Τράπεζας Ελλάδος [και Υποδιοικητής της Εθνικής (1925-1928)] αναφέρει στο ημερολόγιό του, για να αποφύγει τη λογοκρισία, αλληλογραφούσε μέσω επιστολών ενός υπαλλήλου της Τράπεζας με τον εν Ελβετία διαμένοντα γνωστό αντικαθεστωτικό Γ. Βεντήρη και τον πληροφορούσε για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Μια τέτοια επιστολή ­ που αναφερόταν σε επικείμενο κατά του Μεταξά κίνημα ­ περιήλθε μέσω της ασφάλειας στα χέρια του δικτάτορα.


3. Η συγχώνευση έγινε κατ’ απαίτηση του Ηλιάσκου, που κινδύνευε να χάσει τη θέση του στην Τράπεζα Αθηνών από τους Αιγυπτιώτες μετόχους, και η τοποθέτησή του στην Εθνική ήταν απαίτηση της πριγκίπισσας, που συνδεόταν φιλικά με τον Ηλιάσκου και επηρέαζε λόγω Αυλής το Στρατάρχη Παπάγο! Το μέλλον της Εθνικής


ΔΕΝ υπάρχει άλλος τρόπος για να αποκτήσουμε ικανά στελέχη και μάλιστα να προσελκύσουμε τέτοια από τον απόδημο πνευματικό κόσμο μας ή γενικά από το εξωτερικό. Δε νομίζουμε ότι υπάρχει επιτυχημένος τραπεζίτης που θα ήταν διατεθειμένος να αφήσει την εργασία του και να έρθει στην Ελλάδα, εξαρτώμενος από την επιθυμία του οποιουδήποτε Πρωθυπουργού ή Υπουργού για την παραμονή στη θέση του. Αλλά πέραν όλων αυτών, πώς θα «ενεργεί» ο Διοικητής ή ο Υποδιοικητής, όταν γνωρίζει ότι η θέση του εξαρτάται από τον Πρωθυπουργό ή τον αρμόδιο Υπουργό, που ταυτοχρόνως είναι ως εκπρόσωποι του Κράτους και πελάτες της Τράπεζας ­ ο πρώτος σε ύψος οφειλών οφειλέτης ­ και μάλιστα αν όχι προβληματικός, τουλάχιστον απαιτητικός πελάτης, που η πλήρης ικανοποίηση των απαιτήσεών του, όπως αυτές προβλήθηκαν κατά καιρούς, είναι ενδεχόμενο, εφόσον εκπληρούνται, να θέσουν σε κίνδυνο ακόμα και την ύπαρξη της Τράπεζας; Αυτή τη στιγμή η Τράπεζα ταλαιπωρείται, γιατί υπήρξαν Διοικητές που κάτω από την πίεση του Κράτους έδωσαν προβληματικά δάνεια και επενέδυσαν σε τίτλους του Δημοσίου διπλάσια κεφάλαια απ’ αυτά που έχουν χορηγηθεί στην πελατεία της Τράπεζας. Και φυσικά δεν έγινε κανένας έλεγχος, αφού ο κυριότερος μέτοχος (και στις Γενικές Συνελεύσεις ο κυρίαρχος) είναι το Δημόσιο, που για λογαριασμό του έγιναν οι σχετικές ανωμαλίες. Οταν η Διοίκηση θα αισθάνεται ανεξάρτητη και θα έχει δεσμευθεί να υλοποιήσει ένα επιχειρηματικό σχέδιο, στο οποίο δεν είναι δυνατό να περιλαμβάνονται στόχοι αντίθετοι με τα συμφέροντα της Τράπεζας, τότε δεν μπορεί να επαναληφθούν τέτοια λάθη. Αν, αντιθέτως, αρκεσθούμε στις επιλογές του οποιουδήποτε Πρωθυπουργού, οι κρατικές Τράπεζες και πρώτη η Εθνική, συνεχώς θα υποχωρεί, μέχρις ότου συμπιεσθεί από τις άλλες ιδιωτικές Τράπεζες στα όρια μιας μικρομεσαίας προβληματικής Τράπεζας ή εξαγορασθεί από ιδιώτες και βρει έτσι έναν άλλο επιχειρηματικό δρόμο.