Με τη σωρευτική πτώση του ΑΕΠ να ξεπερνά τελικά το 27%, η ελληνική «Μεγάλη Υφεση» παίρνει τη θέση της στην Ιστορία καθώς μπορεί να συγκριθεί εν καιρώ ειρήνης μόνο με τη Μεγάλη Υφεση στις ΗΠΑ το 1929 αλλά και την εποχή της Βαϊμάρης στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ είναι μία από τις ισχυρότερες που έχουν καταγραφεί ιστορικά από το 1870, στις οποίες λαμβάνεται υπόψη και η περίοδος των πολεμικών συγκρούσεων.
Η κρίση που βιώνει η Ελλάδα είναι περισσότερο ή λιγότερο terra incognita (άγνωστη γη), εκτιμούσε προσφάτως μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος. Οι συγκρίσεις με την περίοδο του Μεσοπολέμου δείχνουν μάλιστα ότι η ελληνική ύφεση ήταν ταχύτερη, ισχυρότερη και βαθύτερη σε σχέση με αυτήν του ’30, αλλά τα προβλήματα στην ελληνική περίπτωση μεγεθύνθηκαν από την αδυναμία των εθνικών αρχών να ασκήσουν με αξιοπιστία και συνέπεια τις πολιτικές εκείνες που ήταν συμβατές με τη συμμετοχή σε ένα διεθνές σύστημα νομισματικής σταθερότητας.
Στην ουσία, δηλαδή, το πολιτικό σύστημα και οι ελίτ της χώρας εμφανίζονται κατώτεροι των περιστάσεων καθώς θέλησαν να επωφεληθούν από τα χαμηλά επιτόκια μιας (μη «Βέλτιστης Περιοχής Κοινού Νομίσματος» πάντως) Νομισματικής Ενωσης χωρίς να ακολουθήσουν τους κανόνες που επιβάλλονται κυρίως από τις χώρες του πυρήνα.
Από το 1999 ως το 2009 εξάλλου, αντί να αξιοποιηθεί ο φθηνός δανεισμός που μας προσέφεραν οι αγορές και τα ευρωπαϊκά ταμεία για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, η Ελλάδα τροφοδότησε ανεξέλεγκτα τη συνολική εγχώρια ζήτηση. Οι τράπεζες και το Δημόσιο δανείστηκαν πάνω από 60 δισ. ευρώ και 200 δισ. ευρώ αντίστοιχα συντηρώντας έτσι το ελληνικό μοντέλο ανάπτυξης με δανεικά το οποίο κατέρρευσε από έναν συνδυασμό χαμηλής ανταγωνιστικότητας, υψηλής κατανάλωσης και αναποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα που εκτόξευσε τα ελλείμματα, ενώ η κοντόφθαλμη και ορισμένες φορές ανίκανη πολιτική ελίτ μαζί με τις μεγάλες και «σύνθετες» ευθύνες και της οικονομικής ελίτ έφεραν την αποπομπή της Ελλάδας από τις αγορές, το Μνημόνιο και την τρόικα –κουαρτέτο πια σήμερα.
Μετά ήρθαν και οι επιπτώσεις από το «Varoufakis effect», όπως αποκαλείται πλέον η σύντομη και δαπανηρή για τη χώρα περίοδος που ηγείτο της οικονομίας ο Βαρουφάκης, οι οποίες σύμφωνα με εκτιμήσεις της Berenberg, υπολογίζονται σε 7% του ΑΕΠ και η επίπτωση στο χρέος σε ένα επιπλέον 25% του ΑΕΠ, αν συνυπολογιστεί και το μακροπρόθεσμο κόστος της νέας διάσωσης των τραπεζών.
H παρατεταμένη βαθιά ύφεση και η αβεβαιότητα έχουν προκαλέσει πάντως σήμερα την κατάρρευση της ακαθάριστης εθνικής αποταμίευσης, ενώ την ίδια ώρα, καθώς από τον Νοέμβριο του 2014 έχουν φύγει από τις καταθέσεις 40 δισ. ευρώ, η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ φθάνει το 1/3 του ισολογισμού τους και τα «κόκκινα» δάνεια αντιπροσωπεύουν το 65% του ΑΕΠ, ο τραπεζικός κλάδος παραμένει στη δίνη του κυκλώνα.
Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί εξάλλου να χρηματοδοτήσει, έστω και μερικώς, την οικονομία, καθώς για κάθε 100 ευρώ χορηγήσεων θα πρέπει να δεσμεύσει το απαγορευτικό ποσό των 50 ευρώ.
Παράλληλα, οι επενδύσεις στη χώρα κατέρρευσαν, ενώ όπως εκτιμάται πια ευρέως, η χώρα χρειάζεται πάνω από 100 δισ. ευρώ επενδύσεις την επόμενη επταετία για να διατηρηθεί σε θετική αναπτυξιακή πορεία, επενδύσεις που στη σημερινή συγκυρία μπορούν να χρηματοδοτηθούν κυρίως μόνο από το εξωτερικό, εφόσον βέβαια η χώρα καταφέρει και θελήσει κάποτε να γίνει πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα.
Ετσι, ύστερα από επτά χρόνια κρίσης, έξι χρόνια σε καθεστώς Μνημονίου με διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις υψηλού κοινωνικού και οικονομικού κόστους και τρία πακέτα διάσωσης, η ελληνική οικονομία δείχνει να σέρνεται, ενώ η παραοικονομία οργιάζει. Σύμφωνα με κορυφαίους αναλυτές που παρακολουθούν στενά τα ελληνικά δρώμενα, δείχνει (η οικονομία) να βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια γκρίζα ζώνη, στο κενό, σε μια παρατεταμένη περίοδο αναμονής, ενώ ο κίνδυνος μιας αναιμικής ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, η οποία όμως δεν μπορεί να επουλώσει τα τραύματα της οικονομίας και της κοινωνίας, φαντάζει πια υπαρκτός.
Τα δεδομένα δείχνουν πως αυτή τη στιγμή η Ελλάδα παραμένει στη γωνία και η πραγματική έξοδος στις αγορές απέχει καθώς η χώρα θα πρέπει να επιστρέψει στην κανονικότητα μέσα από μια περίοδο διατηρήσιμης ανάπτυξης. Για τους επενδυτές πρώτιστα αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται την οικονομία, ενώ οι αναγκαίες επενδύσεις, κυρίως από το εξωτερικό, δεν θα έρθουν χωρίς ένα έλλογο και κυρίως φιλικό επενδυτικό περιβάλλον.
Παράλληλα, ουσιαστική επιστροφή (και όχι μικρές ακριβές δοκιμαστικές εκδόσεις χρέους) στις αγορές απαιτεί πρώτιστα μια καθαρή λύση στο θέμα του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμη η εξυπηρέτησή του, αν και εδώ, όπως λέγεται, το θέμα είναι το πότε (καθώς έρχονται και οι γερμανικές εκλογές) και ίσως με ποια ελληνική κυβέρνηση θα θελήσουν οι Ευρωπαίοι (και κυρίως οι Γερμανοί) να διαπραγματευθούν μια ουσιαστική λύση.

HeliosPlus