Σε φιάσκο εξελίχθηκε η διαλεύκανση της υπόθεσης κατασκοπείας σε βάρος της γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας Renault.
Ο αρμόδιος εισαγγελέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εταιρεία υπήρξε πράγματι θύμα οργανωμένης προσπάθειας υποκλοπής στοιχείων. Ωστόσο οι τρεις υπάλληλοί της οι οποίοι είδαν την πόρτα της εξόδου κατηγορήθηκαν αδίκως, σύμφωνα με το πόρισμα, για εμπλοκή στην υπόθεση. Η δραματική ανατροπή ανάγκασε τη γαλλική κυβέρνηση να παρέμβει καθώς το δημόσιο είναι ο βασικός μέτοχος της επιχείρησης αφού κατέχει το 15% των μετοχών.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Φρανσουά Μπαρουάν δήλωσε σήμερα ότι η υπόθεση αποτελεί μνημείο «απίστευτου ερασιτεχνισμού» και δεν μπορεί παρά να υπάρξει συνέχεια προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες.
«Θεωρώ αφύσικο μια εταιρεία αυτού του μεγέθους να έχει παρασυρθεί από ερασιτεχνισμό σε μια υπόθεση με μαγειρεμένα στοιχεία και κατασκόπους τρίτης κατηγορίας» είπε χαρακτηριστικά.

Όταν ρωτήθηκε αν αυτό συνεπάγεται την «εκπαραθύρωση» του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εταιρείας Κάρλος Γκον απάντησε σιβυλλικά ότι «δεν είναι αυτό που προέχει σήμερα».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του υπουργού Βιομηχανίας Ερίκ Μπεσόν ο οποίος επεσήμανε ότι οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα «δεν σηματοδοτούν το τέλος της ιστορίας».

Ο επικεφαλής της Renault είχε προηγουμένως παραιτηθεί από τις οικονομικές απολαβές που προβλέπει το συμβόλαιό του, δηλαδή μπόνους και δικαιώματα προτίμησης (stock options). «Αυτό είναι το λιγότερο που θα μπορούσε να γίνει» δήλωσε φανερά ενοχλημένος ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Και τώρα το αφεντικό της Renault προσπαθεί να συμμαζέψει… τα ασυμμάζευτα. Ο γενικός διευθυντής, Πατρίκ Πελατά, υπέβαλε την παραίτησή του η οποία όμως δεν έγινε δεκτή διότι όπως είπε ο Γκον δεν θέλει να προσθέσει «άλλη μία κρίση στην κρίση». Όσο για τα τρία στελέχη της επιχείρησης τα οποία είχαν κατηγορηθεί για κατασκοπεία και διαρροή εμπιστευτικών πληροφοριών ο Γκον δήλωσε «συγγνώμη για τη βλάβη που υπέστησαν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους». Ασφαλώς έχουν πλέον τη δυνατότητα να επιστρέψουν στις θέσεις τους ενώ τους προσφέρθηκε και αποζημίωση για «ηθική βλάβη».
«Εκανα λάθος. Κάναμε λάθος. Και σύμφωνα με το πόρισμα του εισαγγελέα του Παρισιού φαίνεται ότι εξαπατηθήκαμε» δήλωσε τη Δευτέρα στο γαλλική τηλεόραση TF1 ο Κάρλος Γκον.
Σύμφωνα με την αρχική εσωτερική έρευνα της Renault ο επικεφαλής του τμήματος ανάπτυξης της εταιρείας Μισέλ Μπαλταζάρ, ο αναπληρωτής διευθυντής του ιδίου τμήματος Μπερτράν Ροσέτ και ο υποδιευθυντής του τμήματος ηλεκτρικών αυτοκινήτων Ματιέ Τενενμπάουμ εφέροντο ως κομιστές πληροφοριών.

Οι κατηγορίες τους στοιχειοθετήθηκαν με βάση υποτιθέμενους λογαριασμούς που τηρούσαν οι ίδιοι στο Λιχτεστάιν και την Ελβετία μέσω των οποίων λάμβαναν τις αμοιβές τους για τις «υπηρεσίες» που παρείχαν στους (αγνώστου ταυτότητας) εντολείς τους. Ο εισαγγελέας Ζαν – Κλοντ Μαρέν που ανέλαβε την υπόθεση στα τέλη του 2010 δήλωσε απερίφραστα ότι οι τρεις κατηγορούμενοι δεν είχαν καμία εμπλοκή στην υπόθεση.

«Σε αυτό το στάδιο δεν γνωρίζουμε αν πρόκειται απλώς για υποκλοπή πληροφοριών ή για οργανωμένη προσπάθεια αποσταθεροποίησης της εταιρείας. Ακόμα και αν υπήρξε κατασκοπεία, αυτή δεν πραγματοποιήθηκε μέσω των διαύλων που κατέδειξε η Renault» διευκρίνισε ο εισαγγελέας.

Σε αρχικό στάδιο της εσωτερικής έρευνας που διενεργήθηκε στην εταιρεία οι επικεφαλής της Renault είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι πίσω από την υπόθεση βιομηχανικής κατασκοπείας βρίσκονται «κινέζοι ανταγωνιστές» προκαλώντας έντονες αντιδράσεις σε αξιωματούχους του Πεκίνου.