Ποιος είδε τον Ελιοτ Σπίτσερ και δεν τον φοβήθηκε! Ο διάσημος για τις αντιτράστ «σταυροφορίες» του περιφερειακός εισαγγελέας της Νέας Υόρκης, που στο παρελθόν τα έβαλε με επιτυχία με μερικές από τις ισχυρότερες τράπεζες και πολυεθνικές επιχειρήσεις του πλανήτη, «ξαναχτύπησε» τον τελευταίο καιρό, υποχρεώνοντας έναν ακόμη κολοσσό – αυτή τη φορά τη μεγάλη δισκογραφική Sony BMG – να πληρώσει βαρύ πρόστιμο 10 εκατ. δολαρίων και να απολογηθεί δημόσια για τις κακές της συνήθειες. Και έπεται συνέχεια…


Τι ακριβώς συνέβη; Οπως και σε παλαιότερες περιπτώσεις, ο πολιτικά φιλόδοξος εισαγγελέας αφουγκράστηκε τις «υπόγειες» καταγγελίες για εκτεταμένη παραβίαση των κανόνων από πλευράς του μουσικού κολοσσού, όσον αφορά την περιβόητη πρακτική του «Payola» ή «Pay for Play» στα αμερικανικά ερτζιανά: πρόκειται για την παλιά και δοκιμασμένη μέθοδο της άμεσης ή έμμεσης δωροδοκίας μουσικών παραγωγών του ραδιοφώνου από πλευράς των μεγάλων στούντιο, ώστε να παίζουν ασταμάτητα κάποιο νέο τραγούδι και διά της… επαναλήψεως να εξασφαλίσουν την εμπορική του επιτυχία.


Με τη συνήθη του αποτελεσματικότητα ο Σπίτσερ – που ετοιμάζεται σύντομα να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών για το αξίωμα του κυβερνήτη του «Μεγάλου Μήλου» – επετέθη μετωπικά στη δισκογραφική εταιρεία και στους εμπλεκόμενους σταθμούς, κατάσχοντας εσωτερική αλληλογραφία που αποκαλύπτει την εκτεταμένη χρήση αυτής της απαγορευμένης πρακτικής από το σύνολο σχεδόν της αμερικανικής μουσικής βιομηχανίας. Υστερα από μερικές χλιαρές αρχικά διαψεύσεις, η Sony BMG έσπευσε να συμβιβαστεί εν μέσω γενικής κατακραυγής. Φαίνεται όμως ότι η υπόθεσή της είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου, αφού ήδη ο Σπίτσερ έχει καλέσει σε απολογία άλλες τρεις μεγάλες δισκογραφικές (EMI, Warner και Universal), και τουλάχιστον δύο μεγάλες αλυσίδες ραδιοφωνικών σταθμών, τη γιγαντιαία Clear Channel (πάνω από 1.000 ραδιόφωνα σε όλες τις ΗΠΑ) και την Infinity.


* Στο φως το παρασκήνιο


Οι λεπτομέρειες αυτής της ιστορίας είναι αρκετά διασκεδαστικές και φέρνουν στο φως το βρώμικο παρασκήνιο της μουσικής βιομηχανίας «επιτυχιών»: σε μια περίπτωση, η Sony έστειλε σε μερικούς DJ ένα ακριβό αθλητικό παπούτσι, με την υπόσχεση να τους στείλει και το… άλλο, αν έπαιζαν δέκα φορές το τραγούδι «Α.D.Ι.D.Α.S» του νέου ράπερ Killer Mike! Σε μια άλλη, ο ραδιοσταθμός WFLY «κέρδισε» τρία DVD-player και μια τηλεόραση 32 ιντσών (Sony, ασφαλώς) για να «ανεβάσει» δύο τραγούδια καλλιτεχνών της εταιρείας. Και σε μια τρίτη, ένας μουσικός παραγωγός από το Μπάφαλο πέρασε ένα «ονειρεμένο» Σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη, όλα πληρωμένα, προκειμένου να… αξιολογήσει ευνοϊκότερα την καινούργια επιτυχία της Τζένιφερ Λόπεζ.


Ολα αυτά βέβαια δεν είναι καινούργια. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με τον ερχομό του ροκ εν ρολ και των μαζικής κατανάλωσης δίσκων 45 στροφών, η μέθοδος του «Payola» έγινε δεύτερη φύση των στούντιο, που πλήρωναν όσο όσο για να παιχθούν τα τραγούδια τους. H συνηθέστερη πρακτική της εποχής ήταν… ένα εκατοδόλαρο στο εξώφυλλο κάθε νέου δίσκου που έφθανε στους παραγωγούς, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις έχουν καταγραφεί και πιο εξελιγμένες δωροδοκίες με «σεξ, ντραγκ και ροκ εν ρολ» για τους ντι-τζέι σε ακριβές σουίτες του Λας Βέγκας, μπροστά στις οποίες τα σημερινά «μπαξίσια» μοιάζουν μάλλον αστεία… Εχει μάλιστα ενδιαφέρον πως η πρώτη νομοθεσία κατά του «Payola» εφαρμόστηκε στις ΗΠΑ το 1960, ακριβώς με σκοπό να εμποδίσει την περαιτέρω διάδοση της «σκουπιδομουσικής» μεταξύ των εφήβων. Οι συντηρητικοί κόγκρεσμεν τότε πίστευαν πως, χωρίς τις δωροδοκίες, ο ροκ εν ρολ θόρυβος θα «εξαφανιζόταν σε μερικές εβδομάδες». Προφανώς έκαναν λάθος – όχι μόνο γιατί η νέα μουσική ήταν πραγματικά δημοφιλής, αλλά και γιατί το «pay for play» συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση ως και σήμερα.


* Γκρίζα διαφήμιση


Τα παραπάνω ίσως ακούγονται γραφικά, ακόμη και αθώα, σε έναν κόσμο όπου η πρακτική του «product placement», της δήθεν τυχαίας «γκρίζας» διαφήμισης καταναλωτικών προϊόντων, δίνει και παίρνει στο σινεμά, στην τηλεόραση και στο Διαδίκτυο. Αλλωστε το ραδιόφωνο δεν είναι ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο μέσο επικοινωνίας που γίνεται πεδίο εφαρμογής του «Pay for Play»: ο νομπελίστας Οικονομικών Ρόναλντ Κοέιζ, που από το 1979 είχε κάνει μια εξαιρετική μελέτη του φαινομένου, έχει παρατηρήσει πως ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν συνήθης πρακτική η δωροδοκία ερμηνευτών από τους μουσικούς εκδοτικούς οίκους της εποχής, ώστε να παίζουν τα τραγούδια τους και έτσι να πωλούνται περισσότερες παρτιτούρες! Οπως έγραφε τότε, το μοναδικό ουσιαστικό προϊόν προς πώληση που διαθέτει ένας ραδιοφωνικός ή τηλεοπτικός σταθμός είναι τα… αφτιά και τα μάτια των πελατών τους. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο Πατρίκ λε Λε, αφεντικό του γαλλικού καναλιού TF1, δήλωσε για τον πραγματικό ρόλο του καναλιού του: «H δουλειά του TF1 είναι να βοηθήσει την Κόκα Κόλα να πουλήσει το προϊόν της. Εμείς πουλάμε στην Κόκα Κόλα διαθέσιμο χρόνο του ανθρώπινου εγκεφάλου»…


Καθώς φαίνεται, πάντως, ο Σπίτσερ για πολλοστή φορά χτύπησε… φλέβα, αφού οι αποκαλύψεις προκάλεσαν δυσανάλογα μεγάλη αναστάτωση μεταξύ των ακροατών του ραδιοφώνου. Ενας λόγος γι’ αυτό είναι βέβαια πως σε κανέναν δεν αρέσει να τον… βομβαρδίζουν από το πρωί ως το βράδυ με κακόηχα σκουπίδια, προς όφελος κάποιων σκιωδών executives.