Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας δυστυχισμένος δημοσιογράφος. Η γυναίκα του τον είχε παρατήσει, τα παιδιά του δεν προλάβαινε να τα δει, η ακροαματικότητα της εκπομπής του στο ραδιόφωνο είχε πάρει την κατιούσα και ο μισθός του δεν έφθανε ούτε για το νοίκι ­ ο δημοσιογράφος μας ήταν πολύ δυστυχισμένος, όσο δεν πάει άλλο· ούτε με ποιον να τα βάλει δεν ήξερε. Ωσπου μια νύχτα πετάχτηκε όρθιος στις 4.00 τα ξημερώματα! Ηταν πια οργισμένος. Αρπαξε ένα χαρτί κι έκανε αυτό που ήξερε να κάνει καλύτερα: άρχισε να γράφει. Σε ποιον; Στον Θεό! «Θα του δείξω εγώ!», σκεφτόταν. Και έγραφε αλλόφρων: «Γιατί;», «Γιατί να είμαι πάντα δυστυχής;», «Γιατί με παράτησε η γυναίκα μου;», «Γιατί τίποτε να μη μου πηγαίνει καλά;»… Τέλειωσε κάποια στιγμή το γράμμα, ξεθύμανε, ηρέμησε… Και τότε συνέβη! Μέσα στο μυαλό του άκουσε τη φωνή του Θεού! «Θες πράγματι την απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις;».


Μπορεί να είναι παραμύθι, μπορεί και πραγματικότητα. Μπορεί και τα δύο. Αλλωστε, όπως λέει και ο Νιλ, ο πάλαι ποτέ δυστυχής δημοσιογράφος, «αν θεωρείς κάτι πραγματικό, για σένα είναι αλήθεια» ­ το πιστεύει ή το λέει σαν μότο αποενοχοποίησης άραγε; Το βέβαιον είναι πως ο Νιλ Ντόναλντ Γουόλς δεν είναι πια δυστυχισμένος. Τουναντίον! Ο Θεός, λέει, έλυσε τις απορίες του. Μιλούσε τρία χρόνια μαζί του, σχεδόν κάθε βράδυ, και εκείνος κατέγραφε τον διάλογό τους ­ αποκλειστική συνέντευξη με το Υπέρτατο Ον, εν ολίγοις…


Και ύστερα κυκλοφόρησε το πρώτο βιβλίο της τριλογίας του: «Συνομιλίες με τον Θεό», τόμος πρώτος. Ως τώρα 600.000 άνθρωποι το έχουν αγοράσει, φιγουράρει εδώ και 20 εβδομάδες στον κατάλογο των μπεστ σέλερ των «Νιου Γιορκ Τάιμς» και ήδη μεταφράζεται σε 19 γλώσσες… Οσο για τον Νιλ, παντρεύτηκε ξανά, έκανε μερικά παιδιά ακόμη (στα 55 του έχει συνολικά εννέα, από επτά ως τριάντα χρόνων!), παράτησε τη δημοσιογραφία, λαμβάνει 2.000 γράμματα αναγνωστών τον μήνα, απαντά σε όλα και δίνει συνεντεύξεις ανά την Αμερική κηρύσσοντας τη βούληση του Κυρίου ­ ίσως και τη βούληση της τσέπης του…


Τα όρια μπερδεύονται όταν ακούς αυτό που θες να πιστέψεις και, αν μη τι άλλο, ο κ. Γουόλς ξέρει να μιλά στο πνεύμα, ίσως και χωρίς τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος… Κι έτσι, απατεών ή σύγχρονος προφήτης, καιροσκόπος ή όσιος Νιλ, μικρή η διαφορά: το «ζήσαμε εμείς καλά κι αυτός καλύτερα» του δικού του παραμυθιού δείχνει όλο και πιο βέβαιο εν όψει 5ης Μαΐου, οπότε και κυκλοφορεί ο δεύτερος τόμος των «Συνομιλιών» του με τον Υψιστο… Σήμερα, ανήμερα την Ανάσταση, «Το Βήμα» σάς παρουσιάζει τον κύριο που μίλησε με τον Κύριο! Και ιδού ο κ. Γουόλς έρχεται εν τω μέσω της Κυριακής!


­ Πείτε μου ο Θεός διάλεξε εσάς ή εσείς διαλέξατε να Τον ακούσετε;


«Το δεύτερο, σαφώς το δεύτερο. Ο Θεός δεν διάλεξε εμένα. Ο Θεός μάς διάλεξε όλους! Μας μιλάει συνέχεια, ακατάπαυστα. Και εγώ δεν είμαι ο εκλεκτός Του, ούτε ο νέος Προφήτης, ούτε ο… Αγιος Γουόλς. Απλώς, άνοιξα τα αφτιά μου και άκουσα. Μου πήρε πενήντα χρόνια να το κάνω, αλλά τουλάχιστον στο τέλος άνοιξα τα αφτιά μου».


­ Και τώρα πότε Τον ακούσατε τελευταία φορά;


«Μμμ, ήταν προχθές νομίζω. Περπατούσα αμέριμνος, όταν ξαφνικά με άγγιξε κάποια μελωδία του Ραχμάνινοφ… και ήταν το ίδιο και απαράλλακτο, όπως τις νύχτες που μου μιλά η φωνή Του. Σχεδόν δάκρυσα. Τέτοια έμπνευση ­ να μην μπορείς καν να μιλήσεις γι’ αυτήν ­ τι άλλο μπορεί να είναι από θεϊκή;».


­ Η έμπνευση και ο Θεός έχουν ίδια φωνή;


«Τι να σας πω; Τη φωνή του Θεού δεν την άκουσα! Απλώς, μόλις τελείωσα το δικό μου οργισμένο γράμμα σε Αυτόν, ένιωσα το μυαλό μου να γεμίζει με σκέψεις… Αλλόκοτες, παράξενες, πράγματα που δεν είχα ποτέ φαντασθεί ότι υπάρχουν μέσα μου ­ σαν υπαγόρευση, σαν να μην ήμουν εγώ που σκέφτομαι. Τρεις ολόκληρες ώρες έγραφα, και μαζί διάβαζα έκπληκτος τι γράφω. Και τότε κατάλαβα: Ο Θεός μού απαντούσε!».


­ Πώς ξέρατε ότι είναι Αυτός;


«Σε μια στιγμή το συνειδητοποίησα. Οταν έφθασα στο σημείο όπου έγραψα «Δεν υπάρχουν Δέκα Εντολές. Υπάρχουν μονάχα δέκα δεσμεύσεις ­ ενδείξεις πως είσαι στον σωστό δρόμο». Τότε σταμάτησα. Κοίταξα τι έγραψα, και πάγωσα. «Αυτό δεν μπορεί να ήρθε απ’ το δικό μου μυαλό», σκέφθηκα. «Δεν το αναλογίστηκα ποτέ, δεν μου το είπε ποτέ κανείς, δεν αμφισβήτησα ποτέ τις Δέκα Εντολές. Αυτό είναι κάτι πάνω και πέρα από την εμπειρία μου. Κάτι έξω από μένα»».


Δεν χρειάζεται να ξέρεις πώς να ζεις. Χρειάζεται μόνο να ζεις όπως ξέρεις


­ Αλλά γιατί ανοίξατε παρτίδες μαζί Του; Γιατί ξεκινήσατε να Του γράψετε;


«Γιατί… γιατί μου είπαν ψέματα! Πρώτη φορά το ένιωθα: Οι γονείς μου, οι δάσκαλοι, οι φίλοι μου, όλοι τους μου είχαν υποσχεθεί μια ζωή αλλιώτικη. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μου έλεγαν «στο τέλος θα γίνεις ευτυχής, αρκεί να ακολουθείς τους κανόνες μας». Κι εγώ τους ακολούθησα, τους ακολούθησα όσο πιο πιστά γινόταν… Και έπιασα πάτο! Ολα να πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο: η σχέση με τη γυναίκα μου, η δουλειά μου, η οικογένειά μου… Ολα κατά διαόλου!».


­ Κατά διαόλου, κι έτσι ξαφνικά ήρθε ο Θεός;


«Ναι. Μ’ ένα κίτρινο χαρτάκι, απ’ αυτά που κολλάμε παντού για να θυμόμαστε ό,τι κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε!».


­ Απ’ ό,τι ξέρω, ως την εποχή του Μωυσή έγραφε σε βράχο! Σε σας πώς προέκυψε το κίτρινο χαρτάκι;


«Απλώς, εκεί του έγραψα εγώ το πρώτο μου γράμμα… Ηταν εκείνο το βράδυ του Φεβρουαρίου του 1992. Πετάχτηκα απ’ τον ύπνο μου, 4.00 τα ξημερώματα. Απογοητευμένος, απηυδισμένος, οργισμένος… Κάθησα μόνος μου μες στη νύχτα, στη μέση του λίβινγκρουμ, και έβραζα στο ζουμί μου. Αρπαξα το κίτρινο χαρτάκι ­ το πρώτο που βρήκα μπροστά μου ­ και άρχισα να γράφω σαν τρελός».





­ Ξεκινήσατε με «Αγαπητέ Θεε…»;


«Οχι, ξεκίνησα, συνέχισα και τελείωσα με «γιατί;, γιατί;, γιατί;…»».


­ Τι απήντησε Εκείνος στα «γιατί» σας;.


«Μου είπε: «Μπορείς πραγματικά να δεχθείς τις απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις;»»!


­ Μπορούσατε;


«Ισως και να μην μπορούσα να τις δεχθώ, μα δεν με ένοιαζε… Του είπα: «Αν έχεις τις απαντήσεις, θέλω να μου τις δώσεις»».


­ Δεν φοβηθήκατε μήπως δεν τις αντέξετε;


«Οχι. Ούτε στιγμή. Αν φοβόμουν, ίσως και να το είχα σταματήσει τότε, στην αρχή. Μα δεν ήθελα. Ηταν απελευθερωτικό, ήταν διασκεδαστικό. Ηταν… πώς να το πω; Μια εμπειρία πνεύματος αφάνταστης έντασης ­ αλλά δεν με κούραζε, κάθε άλλο. Μου συνέβαινε κάθε βράδυ, για τρεις ολόκληρες εβδομάδες, και ύστερα σποραδικά 2-3 νύχτες την εβδομάδα ως το τέλος του χρόνου… Οσο περισσότερες οι δικές Του απαντήσεις, τόσο περισσότερες οι δικές μου ερωτήσεις».


­ Λένε όμως ότι η απάντηση είναι πάντα μέσα στην ερώτηση. Και εσείς ήσαστε αυτός που ρωτούσατε ­ όχι ο Θεός.


«Ναι, είναι αλήθεια. Κατά κάποιον τρόπο τις ήξερα τις απαντήσεις ­ άλλο ότι δεν τις συνειδητοποιούσα. Είναι… πώς να σας το πω; Σαν να ψάχνεις τα γυαλιά σου που στέκονται ήδη πάνω στη μύτη σου! Οπως μερικές φορές που γίνεται ένα «κλικ» και το πέπλο φεύγει από μπροστά σου. Θυμάστε την ιστορία της Γερτρούδης Στάιν; Πέθαινε και ήταν οι φίλοι της δίπλα στο νεκροκρέβατό της. «Ποια είναι η απάντηση;», τους ρώτησε. Κανείς τους δεν ήξερε να πει. Και εκείνη κοίταξε ψηλά και είπε: «Σε αυτήν την περίπτωση, ποια είναι η ερώτηση;». Οι απόλυτες αλήθειες είναι απλές. Και ο Θεός είναι απόλυτη αλήθεια».


­ Ειλικρινά, με το χέρι στην καρδιά, δεν έχετε καμία αμφιβολία ότι τις νύχτες σάς μιλάει ο Θεός;


«Αν έχω; Αυτό με βασανίζει όλη την ώρα ­ «είναι δυνατόν; Είναι Εκείνος;»… ­ και αυτό με σώζει. Γιατί, αν ποτέ σταματήσω να αμφιβάλλω, τότε θα είμαι πραγματικά επικίνδυνος και, ξέρετε, αυτό είναι το μόνο σημείο όπου δεν θέλω να καταλήξω. Ετσι, πάντα τρώγομαι με τον εαυτό μου, και αναρωτιέμαι, και αμφισβητώ ό,τι ακούω… Αλλά δεν είναι κακό αυτό. Βλέπετε, μόνο έτσι, μόνο ρωτώντας μαθαίνεις πράγματα. Και, όπως μου λέει Εκείνος τις νύχτες, μονάχα αυτή η διαδικασία μπορεί βήμα βήμα να σε βγάλει κάποια μέρα κάπου κοντά στη σοφία!».


­ Θα μου πείτε τι είναι «σοφία»;


«Το ξέρετε ότι μου κάνετε μια πολύ επικίνδυνη ερώτηση; Γιατί σοφία σημαίνει να μην προσπαθείς να ορίσεις τη σοφία! Να την πλησιάζεις με τη γνώση, αλλά να μην ελπίζεις να την γνωρίσεις».


­ Τότε ορίστε μου τη γνώση.


«Μμμμ, η γνώση είναι πληροφορία. Υπ’ αυτήν την έννοια, ίσως η σοφία να είναι η γνώση σε εφαρμογή…».


­ Και αφού έχουμε τη γνώση και τη διάθεση να την βάλουμε σε εφαρμογή, γιατί δεν είμαστε σοφοί;


«Ποιος είπε ότι έχουμε τη διάθεση; Σταματήστε μια στιγμή και σκεφθείτε. Εσείς την έχετε; Εγώ, στις «Συζητήσεις με τον Θεό», πολύ λίγα καινούργια πράγματα γράφω. Ελάχιστα θα έλεγα. Αλλά υπάρχει μια πρόσκληση μέσα στο βιβλίο, μια πρόσκληση για όλους μας. Και αυτή μονάχα αξίζει».


­ Πού είμαστε προσκεκλημένοι;


«Μα… στη σοφία! Ακούσαμε τόσα πράγματα από δασκάλους, φιλόσοφους, αγίους, και όμως όλα τα αφήσαμε στο ράφι, σαν διακοσμητικά μπιμπελό σε βιτρίνα. Κάναμε την ψυχή μας βιτρίνα της γνώσης και αφήσαμε να πιάσει σκόνη, να αραχνιάσει. Ε, λοιπόν, εγώ τώρα σας προσφέρω ένα δικό μου ξεσκονιστήρι. Και αν το χρησιμοποιήσετε σωστά, μπορεί και να σας βοηθήσει να ξαραχνιάσετε το ράφι σας, να δείτε ξανά τα μπιμπελό σας. Να δείτε πώς θα μπορούσατε να είσαστε σοφή!».


­ Τι με σπρώχνει μακριά από τη σοφία λέτε;


«Προς Θεού ­ και αυτό το εννοώ! ­ μην το παίρνετε προσωπικά! Ολους μάς σπρώχνει μακριά από τη σοφία η εντύπωση ότι έχουμε τις απαντήσεις, το έλλειμμα ερωτήσεων… Ακριβώς εκείνη τη στιγμή που το «λες;» σταματά να σε τρώει, τότε για ένα πράγμα μονάχα δεν πρέπει να έχεις αμφιβολία: ότι, απλούστατα, έχασες το τρένο που πάει για τη σοφία. Βουλιάζεις στην άγνοια!».


­ Και τι μας στερεί η άγνοια από τη ζωή; Ή, αν προτιμάτε, σε τι μας χρειάζεται η γνώση;


«Η γνώση… Μπορώ μόνο να σας πω ότι δεν χρειάζεται να ξέρεις πώς να ζεις. Χρειάζεται μόνο να ζεις όπως ξέρεις!».


­ «Να ζεις όπως ξέρεις» ­ το λέτε σαν να είναι εύκολο, κι εμένα μου φαίνεται βουνό… Εσείς το έχετε καταφέρει;


«Ω, κι εγώ προσπαθώ, πάντα προσπαθώ… Αλλά πια έχω ένα βασικό πλεονέκτημα: εγώ ξέρω προς τα πού πάω, άρα ξέρω πώς μπορώ και να φθάσω εκεί».


­ Δεν είναι αυτονόητο αυτό; Να ξέρεις τον προορισμό προτού ξεκινήσεις το ταξίδι;


«Αν το βρίσκετε αυτονόητο, είστε ευτυχής! Γιατί για τους πιο πολλούς από εμάς δεν είναι. Οι περισσότεροι άνθρωποι τριγυρίζουν στα δωμάτια της ζωής και ξαφνικά βρίσκονται να αναρωτιούνται: «Και τώρα, τι κάνω εγώ εδώ;». Σαν να υπνοβατούν από τη γέννηση ως τον θάνατό τους! Και εγώ ακόμη, πριν από τις «Συνομιλίες με τον Θεο», δεν είχα ιδέα πού πάω, αγνοούσα παντελώς πού οδηγώ τη ζωή μου».


­ Πείτε μου, λοιπόν, τώρα πού πάτε;


«Σε ένα σημείο όπου θα συνειδητοποιήσω την ανώτερη εκδοχή του εαυτού μου. Που δεν θα περιορίζω το είναι μου χάριν της κοντόφθαλμης φαντασίας μου. Κάπου που θα ξέρω ποιος πραγματικά είμαι!».


­ Αντέχει ο άνθρωπος να μάθει ποιος είναι πραγματικά;


«Μα… δεν είναι διαδικασία μάθησης η αυτογνωσία. Είναι διαδικασία δημιουργίας! Καθένας μας είναι ακριβώς αυτό που δημιουργεί. Δεν ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας. Τον φτιάχνουμε, κομματάκι κομματάκι! Οσο ψάχνεις να βρεις τι είσαι, δεν δημιουργείς ­ χαμένος πάει ο χρόνος σου και δεν θα τον ξαναέχεις. Ενώ όταν αποφασίσεις ότι φτιάχνεις τον εαυτό σου, είσαι ακριβώς αυτό που φτιάχνεις την ίδια στιγμή που το αποφασίζεις. Και αυτή η στιγμή μπορεί να είναι και τώρα!».


­ Λίγο τρομακτικό δεν είναι αυτό; Να πρέπει να φτιάξεις τον εαυτό σου και να πρέπει να το κάνεις τώρα…


«Είναι τρομακτικό μόνο αν έχεις κακή ιδέα για τον εαυτό σου! Αν αποφασίσω ότι είμαι καλός άνθρωπος, φιλικός και γενναιόδωρος, ότι έχω χιούμορ και αγάπη για όλους τους ανθρώπους, αν αποφασίσω ότι είμαι ελκυστικός και όμορφος, τι το τρομακτικό βρίσκετε στο να γίνω όλα αυτά;».


­ Το ν’ ανακαλύψεις ότι έκανες λάθος, και δεν είσαι τίποτε από αυτά, είναι τρομακτικό.


«Ναι, αν το ανακαλύψεις… Αλλά δεν χρειάζεται να το κάνεις. Δεν χρειάζεται να ψάχνεις τρομοκρατημένος πίσω από κάθε δένδρο και κάθε βράχο για το τι είσαι και τι δεν είσαι, ούτε να ζεις με τον φόβο ότι αυτό που θα βρεις δεν θα σου αρέσει. Μπορείς να ακολουθήσεις την άλλη οδό. Να φτιάξεις τον εαυτό σου. Να τον κάνεις όπως τον θέλεις. Και να το πιστέψεις!».


­ Εσείς δηλαδή μπορείτε να είστε σίγουρος ότι είστε καλός και γενναιόδωρος και ελκυστικός;


«Ναι, μπορώ. Μπορώ να σιγουρευτώ ξεκινώντας από αυτήν κιόλας τη στιγμή να είμαι! Βλέπετε, δεν ξοδεύω τη ζωή μου για να βεβαιωθώ για το τι είμαι. Απλώς γίνομαι! Από τη στιγμή όπου το μυαλό αρπάζει αυτή την ιδέα, από τη στιγμή όπου ο άνθρωπος καταλαβαίνει ότι είναι υπεύθυνος για την ύπαρξή του, ανοίγει την πόρτα για την πιο υπέροχη διαδικασία που έχει ζήσει ποτέ: τη διαδικασία τού να ζεις εν γνώσει σου!».


­ Πώς καταλαβαίνεις ότι έχεις καταφέρει πια να ζεις εν γνώσει σου;


«Αν νιώσεις μια στιγμή σαν να μπήκες στο μεγαλύτερο τρενάκι λούνα παρκ που έχεις ανέβει ποτέ σου, τότε τα έχεις καταφέρει! Είσαι σαν εννιάχρονο πιτσιρίκι που ανακαλύπτει τον κόσμο απ’ την αρχή ­ δεν βαριέσαι ποτέ! Και το καλύτερο είναι ότι, ακόμη και λάθος να κάνεις, ακόμη και να τα θαλασσώσεις, μπορείς πάντα να πεις: «Εντάξει, δεν τρέχει τίποτε, απόψε μπορεί να τα έκανα ρόιδο, αλλά αύριο είναι μια άλλη μέρα. Και αύριο θα φτιάξω τον εαυτό μου απ’ την αρχή». Παλιά, πριν από εκείνο το βράδυ του 1992, ξέρετε, μου φαινόταν ότι η δυστυχία, η μιζέρια είναι ολόκληρη η μοίρα μου. Ακόμη αναρωτιέμαι σε ποια γωνιά του μυαλού μου είχα θάψει τη λέξη «προσωρινό»».


­ Τότε είχατε σκεφθεί ποτέ ότι ίσως κάποια μέρα εσείς να ακούσετε τον Θεό να σας μιλάει;


«Οχι… όχι, ποτέ. Και, ελλείψει καλύτερης λέξης, αυτό που μου συνέβη θα το έλεγα «θαύμα»!».


­ Κάτι σπάνιο και μοναδικό δηλαδή.


«Μοναδικό, ναι. Σπάνιο όχι. Τα θαύματα, ξέρετε, συμβαίνουν γύρω μας όλη την ώρα. Απλώς εμείς προτιμάμε να τα αγνοούμε. Να τα βαφτίζουμε «συγκυρία», «σύμπτωση», «τύχη»… Κλείνω τα μάτια και διαιωνίζω τη μιζέρια μου ­ η ιστορία του σύγχρονου ανθρώπου. Που βρίσκει μεγάλη απόλαυση στο προσωπικό του δράμα, που ρουφά με μοιρολατρία τη λειψή ζωούλα του. Γιατί αν αποφασίσει ότι αυτή είναι ανάξια λόγου, τότε τι θα του μείνει να κάνει; Θα πρέπει να αποκηρύξει όσα έζησε, να δει τον εαυτό του όπως είναι. Και από αυτό είναι πιο ασφαλές να βαφτίζεις «τραγωδία» τη ζωή σου και να περνάς τις μέρες σου αγκομαχώντας. Αλλώστε, από όταν γεννήθηκες αυτό έμαθες να κάνεις ­ τώρα θα αλλάξεις;».


­ Κι εσείς τι προτείνετε;


«Κλείσε τα μάτια και πήδα! Αυτό προτείνω… Ή μάλλον όχι! Αυτό απαιτώ! Γιατί η ζωή αρχίζει ακριβώς στο σημείο όπου τελειώνει η βολική σου καθημερινότητα ­ και ας είναι εκεί ένα βάραθρο που χάσκει! Ο Απολινέρ, ο γάλλος ποιητής, έλεγε στους ανθρώπους: «Ελάτε στη γωνία του γκρεμού!». «Δεν μπορούμε, φοβόμαστε», απαντούσαν αυτοί. «Ελατε στη γωνία!». «Δεν μπορούμε, θα πέσουμε». «Ελάτε στη γωνία!». Και ήρθαν. Και τους έσπρωξε. Και δεν έπεσαν. Πέταξαν! Μα οι περισσότεροι άνθρωποι δεν εξετάζουν την πιθανότητα να πετάξουν. Βλέπετε, δεν κοιτάνε τα σύννεφα ψηλά. Κοιτάνε το βάραθρο, κάτω…».


­… και φοβούνται. Εσείς δε φοβόσασταν μπροστά στο βάραθρο της αλλαγής;


«Είναι δύσκολο να φοβάσαι όταν νιώθεις την παρουσία του Θεού. Τότε αφήνεσαι και προχωρείς…».


­ Δεν είναι ευθύνη να ζεις υπό την παρουσία του Θεού; Να Τον νιώθεις διαρκώς δίπλα σου;


«Ευθύνη; Μα, τι λέτε; Είναι υπέροχο. Είναι σαν να κάνεις έρωτα! Δεν νιώθεις ευθύνη όταν κάνεις έρωτα. Απλώς «νιώθεις», με όλα τα γράμματα κεφαλαία! Οταν ο Θεός σου μιλάει, δεν σου λέει «θα τα γράψεις αυτά που θα πω», ούτε «να είσαι σωστός και τίμιος», δεν σου φορτώνει ευθύνες. Η παρουσία Του είναι σαν σεξουαλική συνεύρεση. Σαν να κάνεις έρωτα με το σύμπαν ολόκληρο!».


­ Πείτε μου όμως κάτι. Τις νύχτες, γιατί εσείς να Τον ακούτε και εγώ όχι;


«Γιατί εγώ έφθασα στον πάτο του βαρελιού. Εγώ είδα από κοντά το τέλος της διαδρομής… και δεν μου άρεσε. Ή θα Τον άκουγα ή θα τσέκαρα το εισιτήριό μου για τον άλλο κόσμο! Η επιλογή μου ήταν ή να ανοίξω τα αφτιά μου ή… «Game Over!». Δεν σήκωνε πια άλλα ψέματα η ζωή μου».


­ Ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα που ακούσατε ποτέ;


«Οτι «δεν μπορώ»!».


­ Ετσι, γενικά, «δεν μπορώ»;


«Οχι, πολύ συγκεκριμένα και ειδικά. «Δεν μπορώ να αλλάξω, να μεγαλώσω, να τα καταφέρω, να έχω αρκετά, να αγαπήσω, να αγαπηθώ…». Δεν μπορώ, δεν μπορώ, πάει και τελείωσε. Αρα, γιατί να προσπαθήσω; Και το χειρότερο είναι ότι για χρόνια το έλεγα εγώ ο ίδιος στον εαυτό μου. Ισως γι’ αυτό να ήμουν τόσο οργισμένος».


­ Μέσα στην οργή σας, δεν αμφισβητήσατε ποτέ την ίδια την ύπαρξη του Θεού;


«Οχι, ποτέ. Η οικογένειά μου είχε φυτέψει την πίστη βαθιά μέσα μου».


­ Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας;


«Μια ζωή την πέρασε μεταφέροντας γράμματα. Ηταν ταχυδρόμος».


­ Πίστευε στον Θεό;


«Βαθιά και απόλυτα».


­ Ο Θεός του ήταν ίδιος με τον δικό σας;


«Ιδιος, άλλος… Παίζει ρόλο; Ο καθένας φτιάχνει την εικόνα του Θεού που ζητά. Μπορεί να είναι αντικείμενο ή ον, αρσενικό ή θηλυκό, αέρινο ή απτό. Μα, καλύτερα να σας απαντήσω με μια εικόνα, να καταλάβετε…».


­ Παρακαλώ.


«Πριν από μερικά χρόνια είχα πάει επίσκεψη στο σπίτι, για διακοπές. Ηταν βράδυ, η ώρα που συνήθως ετοιμάζονται οι δικοί μου για ύπνο. Μπήκα μέσα και, όπως περνούσα έξω απ’ την κρεβατοκάμαρα του πατέρα μου, πρόσεξα ότι η πόρτα ήταν ένα δάχτυλο ανοιχτή. Δεν ήθελα να το κάνω, μα κοίταξα μέσα… Και είδα αυτήν την εικόνα. Θα την κρατώ για πάντα μέσα μου. Ηταν ο πατέρας μου, 83 ετών πια, γονατιστός, με τα χέρια στο έδαφος. Παρακαλούσε, μιλούσε, προσευχόταν με κλειστά τα μάτια. 83 ετών άνδρας και έμοιαζε παιδί. Αφημένος στον παραδοσιακό του Θεό, τον Ρωμαιοκαθολικό».


­ Αφημένος σε Αυτόν, στον οποίο πιστεύατε κι εσείς παιδί.


«Ναι, Αυτόν. Θα θυμάμαι πάντα τη μητέρα μου να λέει: «Ο Θεός είναι ο πιο καλός σου φίλος»».


­ Και ήταν;


«Ηταν, ώσπου σταμάτησα να πιστεύω ότι είναι! Ωσπου μεγάλωσα και, αν τα πράγματα δεν πήγαιναν ακριβώς όπως τα ήθελα, όταν τα ήθελα, πατούσα κάτω το πόδι μου σαν δεκάχρονο και Τον έβριζα. Γιατί δεν πίστευα ότι ο Θεός θα βοηθούσε ποτέ εμένα. Ηταν εκεί πάνω, παντοδύναμος και απόλυτος, με μια μικρή λεπτομέρεια: αγνοούσε την ύπαρξή μου! Και εγώ τσακωνόμουν μαζί του».


­ Τώρα όπου δεν τσακώνεστε πια μαζί Του, τσακώνεστε ποτέ με τους άλλους ανθρώπους;


«Μακάρι να μπορούσα να απαντήσω «όχι». Αλλά, δυστυχώς, πολλές φορές ξεχνιέμαι, δεν μπορώ να ελέγξω απόλυτα τον εαυτό μου… Δεν έχω φθάσει, βλέπετε, σε επίπεδο απόλυτης σωφροσύνης. Αλλά μην ανησυχείτε, όταν μου συμβεί, θα το μάθετε!».


­ Θα το μάθουμε; Πώς;


«Α, εύκολα. Οποιον φθάνει στην απόλυτη σωφροσύνη σχεδόν αυτομάτως τον… σκοτώνουν!».


­ Με εκπλήσσετε! Κυνηγάτε την απόλυτη σωφροσύνη ίσα ίσα για να σας δολοφονήσουν όταν την βρείτε;


«Αστειεύομαι! Αλλά εδώ που τα λέμε, και σοβαρά να το δείτε, σκεφθείτε τον Γκάντι, τον Χριστό… Σταυρώνουμε τους σωτήρες μας, με καρφιά ή με λόγια».


­ Μπορούν να καρφώσουν τα λόγια;


«Πώς φαίνεται ότι δεν έχετε πείρα των αμερικανικών τοκ σόου! Εκεί να δείτε τι θα πει «σταυρώνω» τον καλεσμένο μου… Εκεί τα λόγια πονούν ακόμη περισσότερο από τα καρφιά!».


­ Σας έχει τύχει ποτέ να σας σταυρώσουν με λόγια;


«Μία και δύο φορές;».


­ Και αντέξατε τον… σταυρό;


«Μπα, απλώς τον αγνόησα, και… εξαφανίστηκε! Βλέπετε, τα πράγματα έχουν την αξία που τους δίνεις ­ ούτε λιγότερη ούτε περισσότερη».


­ Αλλά και πάλι, το γεγονός παραμένει ­ κάποιος σε σταυρώνει!


«Να σας το πω αλλιώς. Οταν ήμουν παιδί μισούσα τον οδοντίατρό μου ­ με πονούσε ανυπόφορα και απέφευγα το ιατρείο του συστηματικά. Τώρα πηγαίνω σ’ αυτόν και δεν με πονάει πια. Δεν άλλαξε τίποτε. Ιδια εργαλεία χρησιμοποιεί, ίδια σφραγίσματα μου κάνει, ο τροχός του συνεχίζει να ανεβοκατεβαίνει στο στόμα μου… Αλλά τώρα ξέρω ότι τίποτε κακό δεν πρόκειται να μου συμβεί και ότι όταν τελειώσει τη δουλειά του θα τελειώσει μαζί και το μαρτύριο του πονεμένου μου δοντιού. Αυτό που πιστεύω με κάνει να ζω διαφορετικά την πραγματικότητα ­ και, πιστέψτε με, η πίστη μου δεν με σώζει μόνο από τον πόνο του οδοντιάτρου!».


­ Από τι άλλο σας σώζει; Και πώς διατηρείται;


«Μπορείτε να κάνετε σε ένα μικρό, απένταρο νεγράκι του Λος Αντζελες την ίδια ερώτηση, και τότε η απάντηση θα έχει σημασία. Γιατί ίσως σας πει ότι μπορείς να πιστεύεις, ακόμη και όταν δεν έχεις τίποτε. Οταν όλοι σε διώχνουν, γιατί είσαι μαύρος και φτωχός και εκείνοι λευκοί αξιοσέβαστοι. Ο κόσμος δεν είναι αποικία αγγέλων, ξέρετε. Το δικαίωμα της πίστης, της ζωής, της ευτυχίας, το αναγνωρίζει στην ευνοούμενη μερίδα του. Στον τριαντάρη λευκό αγγλοσάξονα προτεστάντη, αλλά όχι στη μαύρη γυναίκα του γκέτο… Και όσο ο κόσμος λειτουργεί έτσι, καμία σημασία δεν έχει τι γράφω εγώ ή αν είναι δίκαιος ο Θεός. Ο πλανήτης μας δεν είναι δίκαιος. Και αυτό είμαι σίγουρος ότι το ξέρετε ­ όπως το ξέρει και το μαύρο πιτσιρίκι στο Λος Αντζελες».


­ Τα δικά σας πιτσιρίκια τι λένε για τις παρτίδες σας με τον Θεό;


«Σε γενικές γραμμές, ο μικρότερος, ο επτάχρονος, είναι ενθουσιασμένος που ο μπαμπάς του έγραψε «μπεθτ θελερ», όπως το λέει! Ειδικότερα, αυτή τη στιγμή ουρλιάζει από μέσα: «Κλείθε το τηλέφωνο να πάμε για πθώνια»!».


­ Να μην τον καθυστερήσω άλλο, λοιπόν. Καλή τύχη με τον δεύτερο τόμο του βιβλίου σας, κύριε Γουόλς!


«Ευχαριστώ, ο Θεός να σας έχει καλά!».


­ Παρακαλώ. Και, αν του μιλήσετε απόψε, πείτε του μια καλή κουβέντα για μένα!