Δημόσιο διάλογο ανοίγει ο Κώστας Τσόκλης με αφορμή την απομάκρυνση του έργου του «Εκρηγνυόμενος σταυρός» από το νησί της Σπιναλόγκας, ένα αφιέρωμα θρησκευτικό και καλλιτεχνικό σε εκείνους που έζησαν και πέθαναν πάνω στο νησί τα χρόνια του Λεπροκομείου.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το γεγονός της «βανδαλιστικής πράξης (παγκόσμια πρώτη) που δεν έχει προηγούμενο σε κανένα σύγχρονο πολιτισμένο κράτος του κόσμου, ακυρώνει το πολιτιστικό πρόσωπο της χώρας μας διεθνώς». Ο καλλιτέχνης απορεί πώς άνθρωποι που περνούν τη ζωή τους συλλέγοντας, φυλάσσοντας και συναρμολογώντας θραύσματα έργων του παρελθόντος, μπορούν να συμπεριφερθούν με τέτοια καταστροφική αδιαφορία και σκληρότητα απέναντι σε ένα ακέραιο ακόμα έργο σύγχρονης με αυτούς τέχνης.

Σύμφωνα με τη γνώμη του, το γεγονός αυτό φέρνει στην επικαιρότητα τη σχέση των αρχαιολογικών χώρων και μουσείων με τη σύγχρονη δημιουργία, τη σχέση της αρχαιολογίας με την τέχνη. «Ποιος; Γιατί; Με ποιο δικαίωμα; Με ποια λογική επεμβαίνει και διακόπτει τη ροή της Ιστορίας, μετατρέποντας τους χώρους αυτούς από πυρήνες συνεχούς ζωής, σε σεβάσμια νεκροταφεία; Έτσι, υποβιβάζει τους Έλληνες, από δημιουργούς μεγάλων πολιτισμικών στιγμών σε φύλακες σπαραγμάτων, επικυρώνοντας μ’ αυτή την πράξη, απερίσκεπτα και αυτοκτονικά, τη διεθνή υποψία ότι, εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες, δεν είμαστε πλέον ικανοί να παράξουμε έργο άξιο σεβασμού και διατήρησης ή χειρότερα ακόμα, δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε και να προστατέψουμε τα ίδια μας τα δημιουργήματα»

Οπως αναφέρει ο Κώστας Τσόκλης, σε όλα τα μεγάλα μουσεία του σύγχρονου κόσμου, σε όλες τις πόλεις του κόσμου, δαπανώνται τεράστια ποσά στην προσπάθεια συνύπαρξης της αρχαίας τέχνης με τις δημιουργίες νεότερων εποχών. «Ετσι δημιουργείται η Ιστορία της Τέχνης, η συνεχής ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη και όχι με την τεχνητή και αφύσικη Κάθαρση, το μοιραίο βαραθρώδες ιστορικό κενό στο οποίο εξαιτίας μιας τέτοιας λογικής οδηγηθήκαμε».

Κατά τη γνώμη του, παράδειγμα θλιβερό είναι η Ακρόπολη των Αθηνών. «Πού πήγαν τα ίχνη της ανθρώπινης δραστηριότητας 25 αιώνων πάνω στον Ιερό Βράχο, που μεσολάβησαν από τη χρυσή εποχή του Περικλή μέχρι τις μέρες μας; Ποιος τα εξαφάνισε; Ποιος τα πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων; Σε ποια σκαλοπάτια ιστορικά να πατήσουμε εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες για να επικοινωνήσουμε με το παρελθόν μας; Σε ποια σκαλοπάτια να πατήσουν οι πρόγονοί μας, αν χρειαστεί, για να φτάσουν μέχρις εμάς;…»

Ο ίδιος επίσης ξεκαθαρίζει ότι λόγω μεγέθους το έργο αυτό δεν μπορεί να μεταφερθεί και να στηθεί σε κάποιον άλλο χώρο, ή να εκτεθεί. «Ή μένει ή καταστρέφεται», λέει ο ΄Ελληνας δημιουργός για το έργο, «το σαβανωμένο πτώμα του οποίου βρίσκεται πεταμένο μπροστά στην είσοδο του νησιού, ανάποδα μάλιστα, (θα έλεγε κανείς επίτηδες), ώστε να δημιουργηθεί με τις βροχές ένα είδος λίμνης στο εσωτερικό του σταυρού, κι έτσι να καταστραφεί μια ώρα αρχύτερα, ώστε να εκλείψει όσο γίνεται πιο γρήγορα, η μαρτυρία του ασυγχώρητου αυτού αμαρτήματος».

Για την ιστορία, το έργο, μια ομαδική δουλειά και in situ εγκατάσταση έμεινε εκ των πραγμάτων αναρτημένο στο βράχο του νησιού μετά το τέλος της εκδήλωσης στη Σπιναλόγκα στις 30 Οκτωβρίου του 2012. Ακολούθησαν ανταλλαγές επιστολών για το αν θα μείνει ή θα φύγει, ενώ στις 19/3/2013 μια κοινοποίηση της 13ης Εφορείας ανέφερε ότι το έργο πρέπει να απομακρυνθεί και αυτό με το εξής, καθαρά αισθητικό, όπως αναφέρει ο καλλιτέχνης _ σκεπτικό: «…πρόκειται για μεταλλική κατασκευή… με διαστάσεις ανταγωνιστικές ως προς το μνημείο… και είναι ορατή από μεγάλη απόσταση. Για αυτόν ακριβώς το λόγο έχει προκαλέσει πολλά αρνητικά σχόλια».

«Ναι! Εγώ δεν κράτησα το λόγο μου απέναντι στο Κ.Α.Σ.. Γιατί δεν μπορούσα να σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια το τέκνο μου.Το έγκλημα όμως τελικά διεπράχθη», λέει ο δημιουργός. Και καταλήγει: «Η 13η Εφορεία, ή όποιος άλλος επίσημος φορέας ασχολήθηκε με το θέμα είχαν ασφαλώς χίλια δίκαια και χίλιες τυπικές δικαιολογίες για να προβούν, αν το ήθελαν, σ’ αυτή τους την ανόσια πράξη. Εγώ, αντίθετα, υπερασπίζομαι μία και μόνο, ουσιαστική και ιερή: το σεβασμό προς τη σύγχρονη ελληνική δημιουργία. Δυστυχώς δεν έχω άλλο όπλο να την υπερασπιστώ, εκτός από την ίδια μου την τέχνη». Ο Κώστας Τσόκλης πιστεύει ότι ο δημόσιος διάλογος για το ζήτημα ξεπερνάει τα όρια του συγκεκριμένου γεγονότος και άπτεται γενικότερα της πολιτιστικής μοίρας της χώρας μας.